Στην πλαγιά ενός βουνού.
Ένας οπλαρχηγός φωνάζει στον Αγά που ετοιμάζεται να φύγει.
– Αγά μου, θέλω να πολεμήσω για την ελευθερία της πατρίδος μου. Έλα να σκοτωθούμε…
– Δεν χρειάζεται, του απαντάει ήρεμα ο Αγάς. – Δεν βλέπεις; ετοιμάζομαι να φύγω.
– Μα… επιμένει ο οπλαρχηγός. Αν δεν σε πολεμήσω, δεν θα νιώσω λεύτερος.
– Δεν σε καταλαβαίνω, λέει ο Αγάς. – Σου δίνω την ελευθερία σου, τι άλλο θέλεις;
– Δεν έχει σημασία αυτό που εσύ θα δώσεις. Μετράει αυτό που θα σου πάρω…
– Για να ’σαι λεύτερος; απορεί ο Αγάς.
– Ναι. Για να νιώσω λεύτερος. Έλα να σε σκοτώσω…
– Πρόσεξε, συνεχίζει ατάραχος ο Αγάς. Τι κι αν με πολεμήσεις, ή με σκοτώσεις. Πάλι δεν θα ’σαι λεύτερος. Και ξέρεις το γιατί;
– Γιατί; απορεί ο οπλαρχηγός.
– Γιατί δεν είσαι ελεύθερος από την ώρα που γεννήθηκες. Μπορείς αυτό να το καταλάβεις και να το νιώσεις;
– Άσε να το σκεφθώ, λέει ο οπλαρχηγός. – Το βράδυ σαν θα ’μια μόνος. Αγά μου, γεια σου.
– Γεια σου οπλαρχηγέ. Και καθώς στρίβει να φύγει ο οπλαρχηγός, βγάζει το δίκαννο ο Αγάς, τον σημαδεύει και πυροβολεί.
Πέφτοντας κατά γης ο οπλαρχηγός, φωνάζει: «Ζήτω η ελευθερία!» Και ο Αγάς, βάζοντας το δίκαννο στον ώμο, καθώς φεύγει μονολογεί: – Γεια σου αστόχαστε εχθρέ, αγαπημένε φίλε μου. Γεια σου για πάντα…
Κι έτσι η Ελλάς έγινε χώρα ελεύθερη, κάπου το 1821.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 14, Β΄ περίοδος, Μάιος – Ιούνιος 1985)
Πηγή: musicpaper.gr