Παιδαγωγική: Εκπαίδευση και πειθαρχία

Μια σοβαρή εκπαιδευτική θεωρία οφείλει να αποτελείται από δυο στοιχεία: μια κατανόηση των σκοπών της ζωής και μια επιστήμη ψυχολογικών δυναμικών, για παράδειγμα των νόμων της πνευματικής μεταβολής. Δυο άνθρωποι που διαφοροποιούνται ως προς την αντίληψη των σκοπών της ζωής, δε μπορούν να ελπίζουν πως θα συμφωνήσουν σχετικά με την εκπαίδευση.

Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός, σε κάθε σημείο του δυτικού πολιτισμού κυριαρχείται από δυο ηθικές θεωρίες: αυτή του Χριστιανισμού και αυτή του Εθνικισμού. Αυτές οι δυο, εφόσον ληφθούν σοβαρά υπόψη, είναι ασύμβατες, όπως γίνεται φανερό στην περίπτωση της Γερμανίας. Εκ μέρους μου, πιστεύω πως όπου διαφοροποιούνται, ο Χριστιανισμός είναι προτιμότερος, αλλά όπου συμφωνούν μεταξύ τους και οι δυο κάνουν λάθος.

Το σύνολο αρχών και ιδεών που θα θεωρούσα ως επιδίωξη της εκπαίδευσης είναι ο Πολιτισμός, ένας όρος ο οποίος, όπως εγώ τον εννοώ, έχει έναν προσδιορισμό εν μέρει ατομικό και εν μέρει κοινωνικό. Όσον αφορά το άτομο, ο πολιτισμός αποτελείται και από διανοητικές και από ηθικές ποσότητες: διανοητικά, ένα σταθερό ελάχιστο ποσό γενικής γνώσης, τεχνικής ικανότητας σχετικά με το επάγγελμα, και μια συνήθεια ανάπτυξης απόψεων με αποδεικτική διαδικασία στα πλαίσια της ηθικής και της αμεροληψίας με καλοσύνη και μια δόση αυτοελέγχου. Θα προσέθετα μια ποιότητα που δεν είναι ούτε ηθική ούτε διανοητική, αλλά ίσως φυσιολογική: κέφι και χαρά για τη ζωή.

Σε κοινωνικό επίπεδο, ο πολιτισμός απαιτεί σεβασμό στο νόμο, δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων, προθέσεις που δε συνεπάγονται μόνιμο πλήγμα σε οποιοδήποτε τομέα του ανθρωπίνου είδους και προσαρμογή των περιουσιών σε όρια. Εάν αυτά αποτελούν το σκοπό της εκπαίδευσης, είναι ζήτημα της επιστήμης της ψυχολογίας να θεωρήσει τι πρέπει να γίνει ώστε να γίνουν κατανοητά και, ειδικότερα, τι βαθμός ελευθερίας είναι πιθανό να αποδειχθεί πιο αποτελεσματικός.

Σχετικά με το ζήτημα της ελευθερίας στην εκπαίδευση υπάρχουν προς το παρόν τρεις βασικές σχολές οργανωμένου συλλογισμού, απορρέοντας εν μέρει από διαφορές ως προς τη σκοποθεσία και εν μέρει από διαφορές στην ψυχολογική θεώρηση. Υπάρχουν εκείνοι που διατείνονται πως τα παιδιά πρέπει να είναι εντελώς ελεύθερα, όσο κακά κι αν είναι. Υπάρχουν εκείνοι που ισχυρίζονται πως τα παιδιά πρέπει να υπόκεινται πλήρως στην εξουσία, όσο καλά κι αν είναι. Υπάρχουν και εκείνοι που λένε πως πρέπει να είναι ελεύθερα, αλλά παρά το γεγονός της ελευθερίας, θα όφειλαν να είναι πάντοτε καλά. Αυτή η τελευταία ομάδα είναι μεγαλύτερη από όσο λογικά δικαιολογείται να είναι. Τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες, δε θα είναι όλα ενάρετα αν είναι όλα ελεύθερα. Η πεποίθηση ότι η ελευθερία θα εξασφαλίσει την ηθική τελειότητα είναι ένα κατάλοιπο των αντιλήψεων του Ρουσσώ. Αυτοί που την ιδιοποιούνται πιστεύουν ότι η εκπαίδευση δε θα έπρεπε να έχει θετική επιδίωξη, αλλά θα έπρεπε απλά να προσφέρει ένα περιβάλλον κατάλληλο για αυθόρμητη ανάπτυξη. Δε μπορώ να συμφωνήσω με αυτή τη σχολή, η οποία μου φαίνεται τόσο ατομικιστική και υπερβολικά αδιάφορη στη σπουδαιότητα της γνώσης. Ζούμε σε κοινότητες που απαιτούν συνεργασία και θα ήταν ουτοπικό να περιμένουμε ότι όλη η απαραίτητη συνεργασία θα προκύψει από αυθόρμητη παρόρμηση. Η ύπαρξη ενός μεγάλου πληθυσμού σε μια περιορισμένη περιοχή είναι μόνο δυνατή όταν υπόκειται στους κανόνες της επιστήμης και της τεχνικής. Η εκπαίδευση πρέπει γι αυτό να συντελέσει στην απαραίτητη απόκτηση ενός ελάχιστου ποσού από αυτά. Οι παιδαγωγοί που επιτρέπουν την ύψιστη ελευθερία είναι άνθρωποι των οποίων η επιτυχία εξαρτάται από ένα βαθμό καλής θέλησης, αυτοελέγχου και εκπαιδευμένης νοημοσύνης που δύσκολα μπορεί να γενικευθεί όπου κάθε παρόρμηση αφήνεται ανεξέλεγκτη. Οι πραγματικές αξίες επομένως, πιθανότατα δε θα διαιωνιστούν αν οι μέθοδοί τους παραμείνουν αδιάλυτες. Η εκπαίδευση, εφόσον θεωρηθεί από κοινωνική σκοπιά, πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από απλή ευκαιρία για ανάπτυξη. Πρέπει φυσικά να το παρέχει και αυτό, αλλά πρέπει επίσης να παρέχει έναν πνευματικό και ηθικό εξοπλισμό, τον οποίο τα παιδιά δε μπορούν να αποκτήσουν αποκλειστικά από μόνα τους.

Τα επιχειρήματα της θεωρίας του μεγάλου βαθμού ελευθερίας στην εκπαίδευση, πηγάζουν όχι από φυσική καλοσύνη του ατόμου, αλλά από τις επιδράσεις της εξουσίας πάνω σε αυτούς που ασκείται και πάνω σε αυτούς που την ασκούν. Εκείνοι που υπόκεινται της εξουσίας εξελίσσονται είτε σε υποχωρητικούς, είτε σε επαναστατικούς και κάθε συμπεριφορά από αυτές έχει τα μειονεκτήματά της.

Οι υποχωρητικοί χάνουν την πρωτοβουλία και στη σκέψη και στη δράση. Επιπρόσθετα, ο θυμός που διευρύνεται από το αρνητικό αίσθημα της αποθάρρυνσης τείνει να βρει διέξοδο στην επιθετική συμπεριφορά εναντίον ασθενέστερων. Γι αυτό οι τυραννικές παραδόσεις είναι αυτοδιαιωνιζόμενες: Ό,τι έχει υποστεί κάποιος από τον πατέρα του το επιφέρει στο παιδί του. Τις ταπεινώσεις που θυμάται ότι έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του δημοσίου σχολείου, τις μεταλαμπαδεύει στους «γηγενείς» όταν ο ίδιος γίνει «αυτοκράτορας». Συνεπώς, μια υπερβολικά εξουσιαστική μορφή εκπαίδευσης μεταμορφώνει τους μαθητές σε άτολμους δυνάστες, ανίκανους στο να διεκδικούν και να ανέχονται την αυθεντικότητα στις λέξεις ή τις πράξεις. Η επίδραση στους εκπαιδευτικούς είναι ακόμα χειρότερη: Τείνουν να μεταμορφωθούν σε αυστηρούς σαδιστές που χαίρονται να εμπνέουν τρόμο, χωρίς καμία ευχαρίστηση να εμπνεύσουν κάτι άλλο. Όταν αυτοί οι άνθρωποι αντιπροσωπεύουν τη γνώση, οι μαθητές αποκτούν ένα τρόμο της γνώσης, ο οποίος ανάμεσα στις υψηλές τάξεις της Αγγλίας θεωρείται ότι είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί μέρος ενός καλά δομημένου μίσους προς τον εξουσιαστή-παιδαγωγό.

Οι επαναστάτες από την άλλη, μολονότι μπορεί να είναι αναγκαίοι, δύσκολα αποδεικνύονται σωστοί στην αντιμετώπιση των όσων συμβαίνουν. Επιπρόσθετα, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να επαναστατήσει κανείς. Μόνο όμως μια μικρή μειοψηφία από αυτούς είναι σοφοί. Ο Γαλιλαίος ήταν ένας επαναστάτης και ήταν σοφός. Οι υποστηρικτές της θεωρίας ότι η γη είναι επίπεδη ήταν εξίσου επαναστάτες, αλλά ανόητοι. Είναι πολύ επικίνδυνη η τάση να θεωρεί κάποιος ότι η εναντίωση στην εξουσία είναι απαραίτητα αξιέπαινη και ότι οι αντισυμβατικές απόψεις είναι οπωσδήποτε σωστές: Καμία χρήσιμη πρόθεση δεν εξυπηρετείται με το να σπάει κανείς κολόνες με φως στους δρόμους ή να διατείνεται πως ο Σαίξπηρ δεν είναι ποιητής. Ακόμη, η ακραία αυτή επαναστατικότητα είναι συχνά η επίδραση υπερβολικής εξουσίας σε ζωηρούς μαθητές. Και όταν οι επαναστάτες γίνουν παιδαγωγοί, μερικές φορές ενθαρρύνουν την απείθεια στους μαθητές τους, οι οποίοι την ίδια στιγμή προσπαθούν να παράγουν για το δάσκαλο ένα τέλειο περιβάλλον. Αυτοί οι δυο στόχοι δεν είναι σχεδόν ποτέ συμβατοί.

Το επιθυμητό δεν είναι ούτε η υπακοή ούτε η επαναστατικότητα, αλλά η καλή προδιάθεση και το γενικό φιλικό κλίμα και στους ανθρώπους και στις νέες ιδέες. Αυτές οι ποιότητες οφείλονται εν μέρει σε φυσικούς παράγοντες, στους οποίους οι αναχρονιστικοί εκπαιδευτικοί έδιναν πολύ λίγη σημασία. Οφείλονται περαιτέρω στην απελευθέρωση από το συναίσθημα της συγχεόμενης αδυναμίας (baffled impotence), η οποία προκύπτει όταν οι ζωτικές παρορμήσεις καταπνίγονται. Αν οι νέοι πρόκειται να μετεξελιχθούν σε φιλικούς ενήλικες, είναι απαραίτητο στις περισσότερες περιπτώσεις να αισθάνονται το περιβάλλον τους φιλικό. Αυτό απαιτεί μια ιδιαίτερη κατανόηση σχετικά με τις σημαντικές επιθυμίες του παιδιού και όχι απλώς μια προσπάθεια να το χρησιμοποιήσουμε για μερικούς αφηρημένους σκοπούς, όπως η αιωνιότητα της βασιλείας των ουρανών ή η σπουδαιότητα της χώρας του καθενός. Και στη διδασκαλία, κάθε προσπάθεια πρέπει να καταβληθεί για να προκαλέσει το μαθητή να αισθανθεί ότι πραγματικά αξίζει να μάθει ό,τι διδάσκεται -τουλάχιστο όταν αυτό ανταποκρίνεται στην αλήθεια-. Όταν ο μαθητής συνεργάζεται με προθυμία, μαθαίνει δυο φορές γρηγορότερα και με το ήμισυ της κοπώσεως. Όλα αυτά αποτελούν εμπεριστατωμένους λόγους για ένα μεγάλο βαθμό ελευθερίας.

Δεν είναι δύσκολο ωστόσο να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο. Δεν είναι επιθυμητό για τα παιδιά να αποφεύγουν τις ατέλειες του σκλάβου και να αποκτούν εκείνες του αριστοκράτη. Η υπόληψη για άλλους, όχι μόνο σε σημαντικά ζητήματα αλλά και σε απλά καθημερινά πράγματα, είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για τον πολιτισμό, ο οποίος αν δεν υπήρχε, η κοινωνική ζωή θα ήταν ανυπόφορη. Δεν εννοώ απλές μορφές ευγένειας, όπως το να εκφέρει κανείς τις λέξεις «παρακαλώ» και «ευχαριστώ». Τυπικοί τρόποι συμπεριφοράς αναπτύσσονται στον ύψιστο βαθμό ανάμεσα σε βαρβάρους και ελαττώνονται με κάθε πρόοδο στον πολιτισμό. Εννοώ περισσότερο την καλή θέληση να αναλαμβάνει κανείς ένα δίκαιο μερίδιο της απαραίτητης εργασίας καθώς είναι απαραίτητη η εξισορρόπηση του συνολικού φόρτου εργασίας. Η μετριοπάθεια αυτή καθαυτή είναι μια μορφή ευγένειας και δε θα ήταν επιθυμητό να μεταδίδει κανείς στο παιδί την αίσθηση της παντοδυναμίας, ή την πεποίθηση ότι οι ενήλικες υπάρχουν μόνον ώστε να ικανοποιούν τις επιθυμίες των νεαρών. Και εκείνοι που αποδοκιμάζουν την ύπαρξη του αδρανή πλούτου (idle rich), δύσκολα συμφωνούν να αναθρέψουν τα παιδιά τους χωρίς επίγνωση του απαραίτητου της εργασίας και χωρίς τις συνήθειες που κάνουν δυνατή την αδιάκοπη προσπάθεια για πρόοδο.

Υπάρχει και μια άλλη θεώρηση, στην οποία μερικοί υποστηρικτές της ελευθερίας δίνουν λίγη σημασία. Σε μια κοινότητα παιδιών, στην οποία δεν υπάρχει καμιά παρέμβαση από ενήλικες, αναπτύσσεται η τυραννία του ισχυρότερου, η οποία μπορεί να αποδειχθεί περισσότερο βάρβαρη από την τυραννία των ενηλίκων. Αν δυο παιδιά, δυο ή τριών ετών το καθένα, αφεθούν ελεύθερα να παίξουν μαζί, μετά από μερικές διενέξεις θα ανακαλύψουν ποιος από τους δυο θα είναι οπωσδήποτε ο νικητής και ο άλλος τότε θα εξελιχθεί σε σκλάβο. Όπου ο αριθμός των παιδιών είναι μεγαλύτερος, ένας ή δυο αποκτούν απόλυτη κυριαρχία και οι άλλοι έχουν πολύ λιγότερη ελευθερία από ότι θα είχαν εάν οι ενήλικες έκαναν παρέμβαση ώστε να προστατεύσουν τους πιο αδύναμους και τους λιγότερο μαχητικούς. Αλλοι θεωρούν ότι η υπόληψη (consideration) στα περισσότερα παιδιά δεν αναπτύσσεται αυθόρμητα, αλλά πρέπει να διδαχθεί, και δύσκολα διδάσκεται χωρίς την άσκηση εξουσίας. Αυτή η γνώμη είναι ίσως η πιο σημαντική ενάντια στην άποψη της μη παρέμβασης των ενηλίκων.

Δεν πιστεύω ότι οι παιδαγωγοί έχουν λύσει το πρόβλημα συνδυασμού των επιθυμητών μορφών ελευθερίας με το απαραίτητο ελάχιστο ποσό της ηθικής εξάσκησης. Πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι συχνά η σωστή λύση καθίσταται αδύνατη προτού γραφτεί το παιδί σε ένα πεφωτισμένο σχολείο εξαιτίας των γονέων. Όπως ακριβώς οι ψυχαναλυτές, από την κλινική εμπειρία τους συμπεραίνουν ότι όλοι είμαστε τρελοί , έτσι και οι αρχές των σύγχρονων σχολείων από την επαφή με μαθητές οι γονείς των οποίων τους είχαν κάνει ανυπάκουους, είναι διατεθειμένοι να συμπεράνουν ότι όλα τα παιδιά είναι «δύσκολα» και πως όλοι οι γονείς είναι εντελώς ανόητοι. Τα παιδιά που ανατράφηκαν με άγριο τρόπο εξαιτίας γονικής τυραννίας – η οποία συχνά παίρνει τη μορφή της σχολαστικής αφοσίωσης (solicitous affection) – ίσως απαιτήσουν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη περίοδο απόλυτης ελευθερίας προτού μπορέσουν να δουν κάθε ενήλικο χωρίς καμιά καχυποψία. Τα παιδιά όμως που ανατράφηκαν με λογικό τρόπο στην οικογένεια, μπορούν να αντέξουν τον έλεγχο του ενήλικου παρεμβατισμού τόσο ώστε να αισθάνονται ότι βοηθούνται σε τομείς που οι ίδιοι θεωρούν σημαντικούς. Οι ενήλικες που συμπαθούν τα παιδιά και που δεν υποπίπτουν σε μια κατάσταση αγχώδους εξάντλησης από αυτά, μπορούν να καταφέρουν πολλά πράγματα σχετικά με την πειθαρχία χωρίς να διακόπτουν την πορεία των παιδιών για να αντιμετωπισθούν από αυτά με φιλική διάθεση.

Πιστεύω ότι οι σύγχρονοι θεωρητικοί της εκπαίδευσης έχουν την τάση να προσδίδουν πολύ μεγάλη σημασία στο μειονέκτημα του παρεμβατισμού στην παιδική κοινότητα και πολύ λίγη στο πλεονέκτημα να απολαμβάνουν τη συντροφιά των παιδιών. Αν έχεις θερμή αφοσίωση για τα παιδιά, την οποία πολλοί επιδεικνύουν για τα άλογα ή τα σκυλιά, τα παιδιά θα είναι έτοιμα να ανταποκριθούν στις προτάσεις σου και να αποδεχθούν τις απαγορεύσεις σου, ίσως με κάποια καλοπροαίρετη γκρίνια, αλλά χωρίς καθόλου θέληση για προσβολή. Δεν έχει νόημα αυτή η θερμή αφοσίωση να περιέχει τη θεώρησή τους ως πεδίο για πολύτιμη κοινωνική προσπάθεια. Κανένα παιδί δε θα είναι ευγνώμων για ένα ενδιαφέρον που πηγάζει από τη σκέψη ότι το ίδιο θα αποτελέσει μια εξασφαλισμένη ψήφο για κάποια παράταξη ή ένα σώμα που θα θυσιαστεί για τον άρχοντα και την πατρίδα. Το επιθυμητό είδος ενδιαφέροντος είναι εκείνο που περιέχεται στην αυθόρμητη ευχαρίστηση για την παρουσία των παιδιών, χωρίς κανένα απώτερο σκοπό. Οι δάσκαλοι που διαθέτουν αυτή την ποιότητα σπάνια θα χρειαστούν την παρέμβαση στην ελευθερία των παιδιών, ενώ όταν αυτή κρίνεται απαραίτητη θα μπορέσουν να την εφαρμόσουν χωρίς να προκαλέσουν ψυχολογικές βλάβες στα παιδιά.

Δυστυχώς είναι εντελώς αδύνατο για υπερεργατικούς δασκάλους να διατηρήσουν μια ενστικτώδη θερμή αφοσίωση (liking) για τα παιδιά. Είναι καταδικασμένοι να αισθάνονται προς αυτά όπως ο παροιμιώδης μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης απέναντι στα αμυγδαλωτά. Δεν πιστεύω ότι η εκπαίδευση θα έπρεπε να αποτελούσε το ολοκληρωτικό επάγγελμα κάποιου: Θα έπρεπε να αναλαμβάνεται το πολύ για δυο ώρες την ημέρα από ανθρώπους των οποίων οι υπόλοιπες ώρες περνούν μακριά από παιδιά. Η κοινωνία των νέων είναι κοπιαστική, ειδικά όταν αποφεύγεται η αυστηρή πειθαρχία. Η κόπωση τελικά παράγει εκνευρισμό, ο οποίος κάπως θα εκφραστεί, ανεξάρτητα με το τι έχουν μάθει οι θεωρίες τον εξαντλημένο δάσκαλο να πιστεύει. Η αναγκαία φιλικότητα δε μπορεί να σταθεί μόνο με τον αυτοέλεγχο. Όπου όμως αυτή υπάρχει θα ήταν περιττό να υπάρχουν κανόνες προκατάληψης, όπως ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται τα «άτακτα» παιδιά, από τη στιγμή που η αυθόρμητη διάθεση θα οδηγήσει πιθανότατα στη σωστή απόφαση και σχεδόν κάθε απόφαση θα είναι σωστή, εφόσον το παιδί νιώθει ότι ο δάσκαλος το συμπαθεί. Κανένας κανόνας, οσοδήποτε σοφός, δε μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο της αγάπης και της διακριτικότητας στη συμπεριφορά (tact).

Μετάφραση του άρθρου “Education and Discipline” του Bertrand Russell στο www.filosofia.gr