Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής ή Ηδονιστικής Σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη.
Η φιλοσοφική αυτή κίνηση συνεχίστηκε από την κόρη του Αρίστιππου, Αρήτη, και αργότερα από τον εγγονό του, Αρίστιππο τον Μητροδίδακτο, για να εξελιχθεί τελικά, ανάμεσα στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., σε τρεις κλάδους με επικεφαλής τον Αννίκερι, τον Ηγησία τον Πεισιθάνατο και τον Θεόδωρο τον άθεο.
Βάση της κυρηναϊκής φιλοσοφίας είναι η ανατροπή ενός τυπικού ελληνικού ηθικού ιδεώδους, και ιδίως σωκρατικού, σύμφωνα με το οποίο η ίδια η κατοχή του αγαθού οδηγεί στην ευτυχία (ευδαιμονισμός) και ασκεί ακαταμάχητη έλξη, όταν γίνει αντιληπτό στην ανθρώπινη θέληση· αν το αγαθό ασκεί έλξη –υποστήριζαν οι κυρηναϊκοί – τότε καθετί που ασκεί έλξη είναι αγαθό, άρα το αγαθό ταυτίζεται με την ηδονή.
Οι κυρηναϊκοί οδηγήθηκαν συνεπώς σε μια μορφή ευδαιμονισμού, που είναι η πιο ακραία και η πιο συνεπής από όσες δημιούργησε ποτέ η αρχαία σκέψη. Σε αυτό οφείλεται και η πολεμική με το άλλο μεγάλο σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα του ευδαιμονισμού, τους επικούρειους, στους οποίους οι κυρηναϊκοί αντέτειναν ότι το ιδεώδες της ηδονής σε κατάσταση αταραξίας, που υπερτονίστηκε από αυτούς ως ύψιστο αγαθό, δεν είναι παρά μια κατάσταση αναισθησίας και νάρκης, ενδιάμεση στην πραγματικότητα μεταξύ των δύο άκρων: της ηδονής και του πόνου, τα οποία βαρύνουν πραγματικά και καθορίζουν την εκλογή μας.
Η ηδονή – και κατά συνέπεια το αγαθό – είναι, αντίθετα, για τους κυρηναϊκοί μια «ομαλή και λεία κίνησις» των αισθήσεών μας, που γίνεται αντιληπτή θετικά και συνειδητά από την ψυχή μας (συνεπώς και στο πεδίο της θεωρίας της γνώσης, οι κυρηναϊκοί υποστήριζαν με απόλυτη συνέπεια μια αυστηρή αισθησιαρχία), η οποία έχει αξία μόνο τη στιγμή που γίνεται αντιληπτή.
Δεν υπάρχουν λοιπόν ηδονές ούτε της ανάμνησης ούτε της προσμονής, αλλά ηδονές παρούσες, τις οποίες ζούμε και απολαμβάνουμε κάθε στιγμή.
Αυτό δεν εμπόδισε τους κυρηναϊκοί να δείξουν αργότερα, σύμφωνα με τα ιδεώδη της εποχής, κάποια ευαισθησία σε απαιτήσεις όπως η αυτοκυριαρχία, η εσωτερική ελευθερία, η άρνηση των ιδιοτελών πολιτικών και κοινωνικών δεσμών, που αντί να εγγυώνται τη στιγμιαία ατομική ηδονή, εξασθενούν στην πραγματικότητα με διάφορες σκέψεις αυτό το ηδονιστικό και ατομικιστικό κριτήριο που είχε ωστόσο υποστηριχθεί με τόση αυστηρότητα.
Αυτό εξηγεί γιατί ο κυρηναϊκός ηδονισμός διακήρυττε από τη μια πλευρά τη χρεοκοπία του με τον Ηγησία – ο οποίος από την αδυναμία του να επιτύχει την επιζητούμενη ηδονή κατέληξε σε έναν ακραίο πεσιμισμό – και από την άλλη με τον Αννίκερι και τον Θεόδωρο έδειχνε την αδυναμία του απέναντι στον μεγαλύτερο πλούτο κινήτρων του επικούρειου ηδονισμού.