O Ευρωπαίος φιλόσοφος John Locke περιέγραψε το παιδί ως έναν άγραφο πίνακα (tabula rasa), για να δηλώσει ότι οι άνθρωποι δεν γεννιούνται με ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα, αλλά ότι ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα διαμορφώνονται από τη στιγμή της γέννησης και στο εξής, κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος.
Αργότερα, ο Sigmund Freud, ο πατέρας της ψυχανάλυσης, εξέφρασε την άποψη ότι το περιβάλλον συμβάλλει στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, στο βαθμό που διευκολύνει ή εμποδίζει την ικανοποίηση των βασικών ανθρώπινων ενορμήσεων.
Σήμερα, αν και γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ως άγραφοι πίνακες αλλά έρχονται στο κόσμο με έναν καλά δομημένο εγκέφαλο, εντούτοις θεωρούμε πως και οι δύο απόψεις μεταφέρουν μια βασική αλήθεια.
Κι αυτή η αλήθεια δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι το περιβάλλον επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής. Όμως και πάλι, αυτή δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. H εμπειρία και η παρατήρηση στο πλαίσιο της συνεργασίας μας με γονείς και οικογένειες μας έχουν διδάξει πως οι ανθρώπινες σχέσεις, και ιδιαίτερα οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, είναι αμφίδρομες και όχι μονόδρομες. Δεν είναι δηλαδή μόνο τα παιδιά που διαμορφώνονται, αφού και οι γονείς δέχονται πληροφορίες από τα παιδιά τους, αποκτώντας έτσι τη μοναδική ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο που σχετίζονται και, σε τελική ανάλυση, να γνωρίσουν περισσότερο τον ίδιο τους τον εαυτό.
H εμπειρία, λοιπόν, μας έχει αποκαλύψει ότι η οικογένεια αποτελεί σχολείο για όλα της τα μέλη της και όχι μόνο για τα παιδιά. Ev δυνάμει, μέσα στην οικογένεια, ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί, γιατί όλοι μπορούμε να διδάξουμε και να διδαχθούμε ως γονείς, ως γιοι και κόρες, ως αδέλφια και ως σύντροφοι. Αυτό, βέβαια, δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε δεδομένο.
Για τους ενήλικες γονείς υπάρχει μια προϋπόθεση που δεν είναι άλλη από την ανάληψη προσωπικής απόφασης, ευθύνης και δέσμευσης. Επίσης, καλό είναι να θυμόμαστε ότι οι γονείς δεν είναι ούτε παντογνώστες ούτε αλάθητοι με λίγα λόγια, δεν είναι υπεράνθρωποι. Αντίθετα, είναι άνθρωποι και έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν σε όλη τη διάρκεια του βίου τους.
Ο γονιός που αποδέχεται ότι δεν είναι ούτε τέλειος ούτε αλάθητος είναι εκείνος που εξελίσσεται, γιατί γίνεται αυτόματα πιο αληθινός και αυθεντικός, τόσο ώστε να αποτελεί πλέον ένα ουσιαστικό πρότυπο για τα παιδιά του. Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται ο ίδιος να είναι διαθέσιμος και ανοικτός στην αλλαγή.
Ένας γονιός που κοιτάζει τις ατέλειες του και επιδιώκει την προσωπική του ανάπτυξη, ένας γονιός που αναγνωρίζει τα λάθη του -όχι με κριτική διάθεση αλλά με κατανόηση- και ζητά συγνώμη όταν χρειαστεί, αποτελεί το καλύτερο πρότυπο εξέλιξης.
Τα παιδιά που έχουν την ατυχία να ζουν με έναν «τέλειο» γονιό δεν θα ασκηθούν ποτέ στο να διδάσκονται από τα λάθη τους. Ως ενήλικοι θα έχουν περισσότερα προβλήματα στις σχέσεις τους, γιατί άλλοτε θα θεωρούν τον εαυτό τους καλύτερο καν θα τον τοποθετούν στο επίκεντρο και άλλοτε θα νιώθουν ανεπαρκείς και στο περιθώριο. Αντίθετα, τα παιδιά των αυθεντικών γονιών είναι περισσότερο αυτονομημένα, συναισθηματικά αναπτυγμένα, διδάσκονται από τις εμπειρίες τους και αξιοποιούν τα λάθη προς όφελος τους. Έχουν διευρυμένη συνειδητότητα, είναι υπεύθυνα και διαθέτουν υψηλή αυτοεκτίμηση.
● Σήμερα, αν και γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ως άγραφοι πίνακες αλλά έρχονται στο κόσμο με έναν καλά δομημένο εγκέφαλο, εν τούτοις θεωρούμε πως και οι δύο απόψεις μεταφέρουν μια βασική αλήθεια. Κι αυτή η αλήθεια δεν είναι άλλη από το γεγον0ς ότι το περιβάλλον επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής. |
Στη σύγχρονη εποχή, όλοι οι άνθρωποι, σχεδόν σε κάθε σχέση, συντροφική, γονική κ.λπ., αργά ή γρήγορα βρισκόμαστε μπροστά σε δύο επιλογές. H πρώτη και η πλέον συνηθισμένη είναι εκείνη που μας οδηγεί να επιρρίπτουμε σε άλλους ανθρώπους τις ευθύνες για τις δικές μας επιλογές και πράξεις συνήθως είναι οι ευθύνες για οτιδήποτε δεν πάει καλά στη ζωή μας.
Πίσω από μια τέτοια στάση βρίσκεται καλά κρυμμένη η κρυφή προσδοκία να αλλάξει ο «άλλος», γιατί εγώ είμαι «εντάξει». Αυτές οι σχέσεις όμως υποθάλπουν έναν αγώνα δικαίωσης είναι σαν οι δύο άνθρωποι -είτε είναι σύντροφοι είτε γονιός και παιδί- να αγωνίζονται σκληρά για να αποδείξουν ότι ο ένας έχει δίκιο και ο άλλος άδικο. Σε τέτοιες συνθήκες, οι σχέσεις μετατρέπονται σε έναν ατέρμονο αγώνα επικράτησης και γι’ αυτό έχουν πάντα ένα θύτη και ένα θύμα: αυτόν που κερδίζει και εκείνον που χάνει.
H άλλη επιλογή που έχουμε είναι να αντιληφθούμε τις δυσκολίες της σχέσης με τον «άλλο άνθρωπο» ως ευκαιρίες που θα μας βοηθήσουν να γνωρίσουμε περισσότερο τον εαυτό μας και να εξελιχθούμε. Αν ακολουθήσουμε αυτή την επιλογή, τότε αφενός ως γονείς θα προσφέρουμε τις εμπειρίες μας, τις γνώσεις και την καθοδήγηση μας στα παιδιά, αφετέρου θα είμαστε ανοιχτοί να μάθουμε και να εξελιχθούμε ως υπάρξεις. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ακόμη και οι θύελλες που φέρνουν οι συγκρούσεις αποτελούν για το γονιό θαυμάσιες ευκαιρίες να ωριμάσει, να ασκηθεί και να εμβαθύνει στο δικό του εαυτό.
Βέβαια, το τονίζουμε, δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο, τίποτα αυτονόητο. H σχέση είναι μόνο μια ευκαιρία, μια πρόκληση για το συναρπαστικό ταξίδι μέσα στο ίδιο μας τον εαυτό. H επιλογή είναι δική μας: θα αξιοποιήσουμε τον σημαντικό «άλλο» για να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι, ή θα μείνουμε στην επιφάνεια των καταστάσεων, παλεύοντας διαρκώς να αλλάξουμε τον «άλλο», να τον κάνουμε όπως θέλουμε εμείς;
Γράψαμε αυτό το βιβλίο με την επιθυμία να απαντήσουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερα ερωτήματα από αυτά που προβληματίζουν το σύγχρονο γονιό και παράλληλα να προτείνουμε τρόπους που βοηθούν την επικοινωνία μέσα στην οικογένεια. Το θεωρητικό υπόβαθρο του βιβλίου αποτελεί μια σύνθεση θεωριών, καθώς αντλεί στοιχεία από την ψυχανάλυση, τη συστημική θεωρία, τον υπαρξισμό και τη συναλλακτική ανάλυση….
H φιλοσοφία του βιβλίου στηρίζεται στην πεποίθηση μας ότι τα παιδιά αναπτύσσουν τη δημιουργικότητα τους, γίνονται ελεύθερα και αυτόνομα, όταν τα αντιμετωπίζουμε ως ισότιμες με εμάς υπάρξεις και όταν τους συμπεριφερόμαστε με σεβασμό και εκτίμηση.
Επίσης, εκτιμούμε πως τα παιδιά αποτελούν θαυμάσιες ευκαιρίες για να αναπτυχθούμε εμείς οι ίδιοι ως άνθρωποι μέσα από το γονικό μας ρόλο.
Το βιβλίο απευθύνεται σε όλους τους γονείς που θέλουν να αναπτύξουν νέους, λειτουργικότερους τρόπους επικοινωνίας με τα παιδιά τους. Επίσης, είμαστε σίγουροι ότι θα αποτελέσει πολύτιμο οδηγό και πηγή έμπνευσης για τους επιστήμονες της ψυχικής υγείας που εργάζονται με οικογένειες και ιδιαίτερα για όσους συντονίζουν σεμινάρια ή σχολές γονέων.
Πρόλογος από το ομώνυμο βιβλίο της Λένας Γιαννακοπούλου και Σπύρου Παπατριανταφύλλου