Η εξέλιξη της σκέψης τα τελευταία εκατό χρόνια

Ποιος ήταν ο Πλάτωνας; Ένας από τους μεγαλύτερους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Τι σκέφτονταν οι Στωικοί και οι Επικούρειοι; Οι πρώτοι πίστευαν ότι η ευτυχία πηγάζει από τη γαλήνια αποδοχή των γεγονότων και οι άλλοι θεωρούσαν ότι συμπίπτει με την ικανοποίηση των αναγκών και των τέρψεών μας χωρίς να υπάρχει ο φόβος του Θεού. Ο Πλάτωνας, οι Στωικοί και οι Επικούρειοι ήταν εκπρόσωποι της ελληνικής φιλοσοφίας που αναπτύχθηκε πριν από 2.000 χρόνια. Όμως φιλόσοφοι υπάρχουν και σήμερα. Γνωρίζετε ποια ήταν η Σχολή της Φρανκφούρτης και ποιες ιδέες εισήγαγε ο Βίτγκενσταϊν στον ευρωπαϊκό πολιτισμό; Για να μην αναφέρουμε τον Πόπερ ή τον Μπέρτραντ Ράσελ

school_athens

Η επιστήμη δεν αρκεί

Επί αιώνες η φιλοσοφική έριδα είχε επικεντρωθεί στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε η θεωρία ότι η επιστήμη μπορούσε να αντικαταστήσει τη θρησκεία. Και εδώ ξεκινά η φιλοσοφία του 20ού αιώνα. Από την κλασική εποχή έως και την ύστερη Αναγέννηση η φιλοσοφία αποτελούσε την κατεξοχήν γνώση. Ήταν ο κλάδος που μελετούσε την έννοια της ύπαρξης και έδινε στους ανθρώπους συμβουλές για μια ευτυχισμένη ζωή. Ωστόσο την ίδια εποχή οι άνθρωποι ασχολούνταν και με τα μαθηματικά, τη φυσική, την τέχνη και την πολιτική. Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) ασχολήθηκε με την αστρονομία και με τη βιολογία, αλλά πάνω από όλα ήταν φιλόσοφος∙ ο Καρτέσιος (1595-1650), ο θεμελιωτής της αναλυτικής γεωμετρίας, συνέλαβε το διάσημο ρητό «cogito, ergo sum», «σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Δεν είναι τυχαίο ότι το σημαντικότερο έργο του Ισαάκ Νεύτωνα (1642-1727) έχει τον τίτλο Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας.

Δύο πολιτισμοί

Στη συνέχεια κάτι άλλαξε. Η γέννηση της πειραματικής μεθόδου οδήγησε στον διαχωρισμό κοινωνίας και θρησκείας. Κατά τον Αγγλικανό επίσκοπο Τζορτζ Μπέρκλεϊ, που γεννήθηκε το 1685, οι μαθηματικοί και οι φυσικοί πρέσβευαν παράλογα πράγματα που δεν βρίσκονταν σε αρμονία με τις αισθήσεις, ανοίγοντας τον δρόμο προς τον αθεϊσμό. Εκείνη την εποχή η θρησκεία συνδεόταν άρρηκτα με την έννοια της παράδοσης και κάθε καινοτομία κρινόταν είτε λανθασμένη είτε αμαρτία. Όταν περιορίστηκε το εύρος των δραστηριοτήτων όπου εμπλεκόταν το ιερό στοιχείο, η πρόοδος απέκτησε θετική έννοια και η επιστήμη άρχισε να αποσπάται από τη φιλοσοφία. Οι ερευνητές κλείστηκαν στα εργαστήρια και οδηγήθηκαν σε εντυπωσιακές ανακαλύψεις, ενώ οι φιλόσοφοι εξακολούθησαν να αναζητούν τη σημασία της ύπαρξης.

Το 1830, σε αντίθεση με όσους υποστήριζαν ότι η επιστημονική γνώση ήταν αφηρημένη και ελλιπής όπως ο Γερμανός φιλόσοφος Γκέοργκ Χέγκελ (1770-1831), γεννήθηκε ένα ρεύμα σκέψης που ο Γάλλος Αύγουστος Κοντ (1798-1857) ονόμασε θετικισμό.

Σκέφτομαι θετικά

Ο θετικισμός διαδόθηκε στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία και στην Ιταλία και επηρεάστηκε από τις θεωρίες του βιολόγου Καρόλου Δαρβίνου (1809-1882). Η επιστήμη άρχισε να θεωρείται η μοναδική πηγή γνώσης που θα εξασφάλιζε στην ανθρωπότητα αρμονία. Για τους οπαδούς του Κοντ, η πρόοδος της τεχνολογίας δεν υποσχόταν μόνο την κυριαρχία πάνω στη φύση αλλά και τη δημιουργία μιας νέας θρησκείας και μιας νέας ηθικής. Έτσι προέκυψε ο ορισμός του ρομαντισμού της επιστήμης. Ο κόσμος πλέον ερμηνευόταν χωρίς τον Θεό και χωρίς τη μεταφυσική. Κάθε επιθυμία μπορούσε να ικανοποιηθεί από τις μηχανές, κάθε αμφιβολία μπορούσε να διαλυθεί από τα μαθηματικά. Σταδιακά η παραδοσιακή φιλοσοφία παραμερίστηκε.

Πόλεμος και σχετικότητα

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η φιλοσοφία υπερείχε της επιστήμης. Όμως η αισιοδοξία της νέας σκέψης ανακόπηκε εξαιτίας δύο βασικών παραγόντων: Από τη μια, η οικονομική κρίση και ο πόλεμος, από την άλλη νέες ανακαλύψεις που φανέρωσαν τα όρια της ίδιας της επιστήμης. Όπως η Αρχή της Απροσδιοριστίας («είναι αδύνατον να γνωρίζουμε με ακρίβεια όλες τις ιδιότητες ενός μορίου») και η Σχετικότητα του Αϊνστάιν («η πραγματικότητα αλλάζει ανάλογα με το σύστημα αναφοράς»). Η επιστήμη έπρεπε να αμφισβητήσει το ίδιο της το αλάθητο και να παρουσιαστεί όχι ως καθορισμένη και αναμφισβήτητη αλλά ως υποθετική και αναθεωρητική. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πρόοδος και η τεχνική απαρνούνται την κυριαρχία τους στο Σύμπαν. Το αντίθετο. Αναγνωρίζοντας τα όριά τους, την εδραιώνουν ακόμη περισσότερο.

Πρόοδος αλλά και ιστορία

Σε ένα ξέσπασμα αλαζονείας, η φιλοσοφία αντέδρασε. Αντιλήφθηκε όμως ότι από εκείνη τη στιγμή δεν θα ήταν πλέον δυνατόν να αναφέρεται κάποιος στο μέλλον της ανθρωπότητας χωρίς να αναφέρεται στην επιστήμη – είτε ήταν υπέρ είτε κατά.

Μία από τις άμεσες αντιδράσεις στον θετικισμό υπήρξε ο νεοϊδεαλισμός (1866-1944). Στο επίκεντρό του έθεσε την πρόοδο. Αυτή τη φορά δεν επρόκειτο για την επιστημονική πρόοδο αλλά για την ιστορική. Για τους νεοϊδεαλιστές, η μόνη σημαντική για τους ανθρώπους πραγματικότητα, εκείνη που μπορούσε να οδηγήσει στην ελευθερία, ήταν η ιστορία και όχι η τεχνική ή η επιστημονική γνώση η οποία κατά τους νεοϊδεαλιστές ήταν προϊόν της ιστορίας. Μιας ιστορίας που με την πολυπλοκότητά της επέτρεψε να διασωθούν εκείνες οι εμπειρίες που ο θετικισμός, μέσα στη λαχτάρα του να κάνει επιστημονικό κάθε χώρο της γνώσης, είχε παραμελήσει. Ο νεοϊδεαλισμός σηματοδότησε την έναρξη μιας διαμάχης που σημάδεψε τη σκέψη του 20ού αιώνα. Μια διαμάχη έστω εικονική ανάμεσα σε εκείνους που φαντάζονταν την επιστήμη ως ευκαιρία και σε εκείνους που τη θεωρούσαν επικίνδυνη και διεφθαρμένη. Αυτή η αντίφαση παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα και τη συναντάμε στη σύγχρονη διένεξη για τη βιοηθική και τα όρια της έρευνας.

Ο δρόμος προς τη γνώση

Ανάμεσα στις θεωρίες που απέρριπταν την ικανότητα της επιστημονικής έρευνας να σώσει την ανθρωπότητα από την αστάθεια και τους κινδύνους του 20ού αιώνα πρέπει να αναφέρουμε τον υπαρξισμό και τη φαινομενολογία. Ο υπαρξισμός, με πρωτεργάτη τον Ζαν Πολ Σαρτρ (1905-1980), πυροδότησε έναν στοχασμό για την ανθρώπινη υπόσταση που μοιάζει παράλογη και ανούσια. Για τους υπαρξιστές ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει, γι’ αυτό οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες του και να κατευθύνει τη ζωή του προς το καλύτερο ακόμη και αν κάτι τέτοιο αποτελεί πηγή αγωνίας. Το πρόβλημα είναι ότι η αποτυχία των πράξεών μας είναι πανταχού παρούσα και ελάχιστα μπορούμε να κάνουμε ώστε η μοίρα ή η κοινωνική οργάνωση να μην εμποδίζουν τις επιδιώξεις μας. Σε ανάλογα μονοπάτια βάδισε και η φαινομενολογία του Έντμουντ Χούσερλ (1859-1938) και του Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889-1976). Το συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα αντιτασσόταν στην ιδέα ότι οι επιστήμες είχαν απλοποιήσει τον κόσμο έχοντας καταφέρει να λύσουν όλες τις αδικίες στον χώρο ενός εργαστηρίου.

Ο Χούσερλ, που όντας Εβραίος κυνηγήθηκε, υποστήριζε ότι σιγά σιγά η φιλοσοφία απομακρυνόταν από την πραγματικότητα επειδή ήταν αιχμάλωτη της τεχνικής γνώσης και των αξιώσεών της για αντικειμενικότητα. Αντίθετα, για να μάθει κάποιος την αληθινή ουσία των πραγμάτων έπρεπε να αναπτύξει κριτική σκέψη χωρίς προκαταλήψεις. Μια διάσημη φράση του Χάιντεγκερ υπονοούσε ότι η αληθινή γνώση πρέπει να ξεπερνά τις τεχνικές ικανότητες.

Ενάντια στα ΜΜΕ

Ένα άλλο σκεπτικιστικό ρεύμα που δεν είχε πολλές διαφοροποιήσεις από τον υπαρξισμό και τη φαινομενολογία υπήρξε εκείνο που αναπτύχθηκε στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης, στη Γερμανία. Εκεί, στις αρχές του 1924 δημιουργήθηκε μια ομάδα διανοουμένων που ήταν πεπεισμένοι ότι ο κόσμος βρισκόταν στο έλεος των αντιφάσεων. Μπορεί οι τεχνολογίες να είχαν προσφέρει στην ανθρωπότητα τα μέσα για να φτάσει παντού, αλλά η ανθρωπότητα δεν είχε πλέον ιδέα προς τα πού πάει.

Η Σχολή της Φρανκφούρτης, όπως ονομάστηκε, αν και αργότερα αναγκάστηκε να εκπατριστεί στο Παρίσι και στις Ηνωμένες Πολιτείες, προέβλεπε μια μεγάλη αλλαγή του συστήματος. Για τον Τεοντόρ Αντόρνο (1903-1969), έναν από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους της, η κοινωνία ήταν κυνική και σκοτεινή και χαρακτηριζόταν από την κυριαρχία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και από το κέρδος ως υπέρτατο σκοπό, πράγμα που έκανε τους ανθρώπους ανταγωνιστικούς και αντιδραστικούς. Όλα αυτά έπρεπε να ανατραπούν ακόμη και με τη βοήθεια της πρωτοποριακής τέχνης, την οποία θεωρούσαν αποτελεσματικό εργαλείο αμφισβήτησης και καταγγελίας. Ο Αντόρνο γράφει: «Aκόμη και ο πιο ελεεινός άνθρωπος έχει την ικανότητα να ξεσκεπάσει τα ελαττώματα του πιο άξιου και ακόμη και ο πιο ανόητος είναι ικανός να αποκαλύψει τα λάθη του πιο σοφού».

Περιοδικό Focus