Ένα ζευγάρι, ο Γκάρι και η Μαίρη Τζέιν Τσόνσι, ήταν απόλυτα αφοσιωμένο στην εντεκάχρονη κόρη τους Άντρεα, η οποία ήταν καρφωμένη σε αναπηρική καρέκλα λόγω εγκεφαλικής παράλυσης. Η οικογένεια Τσόνσι ταξίδευε με ένα τρένο το οποίο όμως έπεσε στο ποτάμι, όταν υποχώρησε η σιδηροδρομική γέφυρα στην παραποτάμια περιοχή της Λουιζιάνα. Έχοντας στη σκέψη πρώτα την κόρη τους, το ζευγάρι έκανε τα πάντα για να σώσει την Άντρεα, καθώς το νερό ορμούσε μέσα στο τρένο που βυθιζόταν. Κατάφεραν με κάποιο τρόπο να σπρώξουν το κορίτσι από ένα παράθυρο, ώστε να το πιάσουν τα συνεργεία διάσωσης. Στη συνέχεια, καθώς το βαγόνι χανόταν κάτω από τα νερά του ποταμού, χάθηκαν κι εκείνοι1.
Η ιστορία της Άντρεα και των γονιών της, των οποίων η τελευταία ηρωική πράξη ήταν η εξασφάλιση της σωτηρίας της κόρης τους, αιχμαλώτισε μέσα της στιγμές μυθικού σχεδόν θάρρους. Αναμφίβολα, αυτά τα περιστατικά γονεϊκής αυτοθυσίας για χάρη των παιδιών έχουν άπειρες φορές επαναληφθεί στην ανθρώπινη ιστορία και προϊστορία, και άπειρες φορές επίσης στην ευρύτερη πορεία της εξέλιξης του είδους μας.
Αν την εξετάσουμε από ιη σκοπιά της εξελικτικής βιολογίας, αυτή η γονεϊκή θυσία υπηρετεί την «αναπαραγωγική σκοπιμότητα», καθώς τα γονίδια του γονέα μεταδίδονται στις επόμενες γενιές. Από την άποψη όμως του γονιού που παίρνει μια απελπισμένη απόφαση σε μια κρίσιμη στιγμή, αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από μια πράξη αγάπης.
Ως εισαγωγή στο σκοπό και στη δυναμικότητα του συναισθήματος, αυτό το υποδειγματικό παράδειγμα γονεϊκού ηρωισμού καταθέτει τη μαρτυρία του για το ρόλο της αλτρουιστικής αγάπης (και κάθε άλλης συγκίνησης που αισθανόμαστε) στη ζωή του ανθρώπου. Υποδηλώνει ότι τα βαθύτερα συναισθήματά μας, τα πάθη και οι επιθυμίες μας είναι ουσιώδεις «καθοδηγητές» και ότι η ύπαρξη του ανθρώπινου είδους οφείλει πολλά στη δύναμή τους και στην επιρροή τους πάνω στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Αυτή η δύναμη είναι εκπληκτική: μόνο μια πανίσχυρη αγάπη – η ανάγκη να διασωθεί το λατρεμένο παιδί – μπορεί να ωθήσει το γονιό να ξεπεράσει την παρόρμησή του να σώσει τον εαυτό του. Από την άποψη της λογικής (νόηση), η αυτοθυσία τους ήταν πιθανότατα παράλογη. Από την άποψη της καρδιάς (συναίσθημα), ήταν η μόνη επιλογή.
Οι κοινωνιοβιολόγοι υπογραμμίζουν την υπεροχή της καρδιάς πάνω στο μυαλό σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, όταν εικάζουν για ποιους λόγους η εξέλιξη έδωσε στο συναίσθημα έναν τόσο κεντρικό ρόλο στην ανθρώπινη ψυχή. Τα συναισθήματά μας, λένε, μας οδηγούν να αντιμετωπίζουμε δύσκολες καταστάσεις και υποχρεώσεις που είναι πολύ σημαντικές για να τις αφήσουμε μονάχα στο έλεος της λογικής. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με κινδύνους, βιώνουμε την απώλεια αγαπημένων προσώπων, εμμένουμε σε ένα στόχο παρ’ όλες τις απογοητεύσεις, αγωνιούμε για τις σχέσεις μας με τους συντρόφους μας, επιδιώκουμε τη δημιουργία της οικογένειάς μας. Καθώς αυτές οι καταστάσεις επαναλαμβάνονταν αιωνίως και αενάως στην ιστορία της εξέλιξες μας, η αξία του συναισθηματικού μας πλούτου ως στοιχείου επιβίωσης εντυπώθηκε στο νευρικό μας σύστημα, μετατρέποντας τα συναισθήματά μας σε έμφυτες, αυθύπαρκτες τάσεις της ανθρώπινης υπόστασης.
Μια άποψη της ανθρώπινης φύσης που αγνοεί τη δύναμη των συναισθημάτων είναι απογοητευτικά κοντόφθαλμη. Η ίδια η ονομασία Homo Sapiens, το σκεπτόμενο είδος, είναι παραπλανητική υπό το φως της νέας εκτίμησης και θεώρησης – από μέρους της σύγχρονης επιστήμης – της θέσης που κατέχουν τα συναισθήματα στη ζωή μας.
Όπως όλοι γνωρίζουμε από την εμπειρία μας, όταν πρόκειται να δώσουμε στις αποφάσεις και στις πράξεις μας την οριστική τους μορφή, το τι νιώθουμε μετράει ακριβώς το ίδιο και συχνά περισσότερο από το τι σκεφτόμαστε. Το παρακάναμε πια με την έμφαση και τη βαρύτητα που δώσαμε στο τι είναι απόλυτα λογικό, στο τι μπορεί να μετρηθεί από το δείκτη νοημοσύνης (IQ) στην ανθρώπινη ζωή. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ευφυΐα δεν οδηγεί πουθενά όταν τα συναισθήματα έχουν κλονιστεί.
Από το βιβλίο Η συναισθηματική νοημοσύνη του Daniel Goleman εκδ. Πεδίο – Καθημερινή