Οι άνθρωποι δεν επηρεάζονται από τα πράγματα, αλλά από τις απόψεις που έχουν γι’ αυτά, είχε πει ο Έλληνας Στωικός φιλόσοφος Επίκτητος τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Παρόμοιες θέσεις βρίσκουμε πολύ αργότερα στους Spinoza και Bertrand Russell, ακόμη και στους ταοϊστές και βουδιστές στοχαστές. Άλλωστε και ο Freud είχε αναγνωρίσει ότι πολλά υστερικά φαινόμενα είναι «ιδεογενή», και ο μαθητής του, Alfred Adler, εκφράζει πια σαφώς την άποψη ότι η συμπεριφορά πηγάζει από τις ιδέες του ατόμου.
Η γνωστική θεωρία είναι η σύγχρονη εξέλιξη των πιο πάνω απόψεων στην ψυχοθεραπεία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η γνωστική ψυχοθεραπεία είναι η φυσική εξέλιξη της συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας, η οποία βασίστηκε στις ψυχολογικές θεωρίες της μάθησης και γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του ’60 ως αντίδραση στην ψυχανάλυση και στα παρά-γωγά της που θεωρήθηκαν υπερβολικά μακρόχρονες ψυχοθεραπείες με αμφίβολα αποτελέσματα και αξιοπιστία.
Ακολούθησε την εξής βασική αρχή: η προβληματική συμπεριφορά δεν είναι αποτέλεσμα νοσηρής κατάστασης. Το άτομο δεν είναι άρρωστο, όπως υποστηρίζει το ιατρικό μοντέλο ανάλυσης, και εδώ συμπαρατάχθηκε η συμπεριφορική ψυχοθεραπεία με το αντιψυχιατρικό κίνημα. Είναι ένα άτομο το οποίο μέσα από λανθασμένες ενισχύσεις από το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον έμαθε να συμπεριφέρεται με τρόπους που, κάτω από ορισμένες συνθήκες, δημιουργούν προβλήματα στο ίδιο και στους άλλους.
Για να απαλλαγεί από αυτά δεν χρειάζεται φάρμακα, αλλά θα πρέπει να αναζητήσει τις άμεσες αιτίες που προκαλούν την προβληματική συμπεριφορά και να μάθει νέους τρόπους αντιμετώπισης που θα χρησιμοποιεί στις συγκεκριμένες αυτές συνθήκες. Επομένως, η συμπεριφορική ψυχοθεραπεία ασχολείται κυρίως με τη φανερή συμπεριφορά και λιγότερο με τις σκέψεις και τα συναισθήματα. Με το τι συμβαίνει εδώ και τώρα και όχι με αυτά που συνέβαιναν εκεί και τότε. Δεν βασίζεται δηλαδή στο απώτερο παρελθόν του ατόμου, όπως κάνει η ψυχανάλυση, γιατί υποστηρίζει ότι ούτε το άτομο είναι το ίδιο ούτε οι συνθήκες είναι οι ίδιες στη σημερινή του κατάσταση.
Τα αποτελέσματά της ήταν θεαματικά και άμεσα, ακόμη και σε χρόνιες και ιδιαίτερα προβληματικές περιπτώσεις. Παρατηρήθηκε όμως ότι τα πράγματι σημαντικά οφέλη συχνά διατηρούντο μερικώς μόνο, ή τα συμπτώματα αντικαθίσταντο. Άρχισε να αναφαίνεται η ανάγκη μιας «ολιστικής» αντιμετώπισης του ατόμου, δηλαδή μιας ψυχοθεραπείας «ευρέος φάσματος», η οποία θα περιλαμβάνει την υποστήριξη, την κατεύθυνση, την ενόραση, την κάθαρση, την ερμηνεία, το χειρισμό του περιβάλλοντος.
Η γνωστική ψυχοθεραπεία ήρθε να απαντήσει σ’ αυτά τα μειονεκτήματα. Στηρίζεται και αυτή στις αρχές της μάθησης και σε ψυχολογικές θεωρίες της εξέλιξης της προσωπικότητας. Αναπτύσσεται κυρίως από ψυχολόγους ψυχοθεραπευτές, αλλά και από ψυχιάτρους, ενίοτε πρώην ψυχαναλυτές που αναγνώρισαν τα αδιέξοδα της θεωρίας τους. Προωθείται όμως ακόμη και από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων σαν την Helen Kennerley, που είδαν τα αδιέξοδα της φαρμακοθεραπείας, δηλαδή της «λύσης ασπιρίνης», για τη μείωση του πόνου και του άγχους. Βλέπουν την ανάγκη αναζήτησης της ερμηνείας του προβλήματος και της καλύτερης διαχείρισης του άγχους κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Πρωτοπόρος μεταξύ των θεωρητικών της γνωστικής κατεύθυνσης είναι ο D. Meichenbaum. Αυτός έδειξε ότι σε ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες τα αποτελέσματα διαφέρουν, και ότι αυτό εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει κανείς κάθε φορά τη συγκεκριμένη συνθήκη.
Δημιούργησε προγράμματα αυτοελέγχου και αυτοδιαχείρισης του άγχους από τα οποία εμπνεύστηκε η Helen Kennerley με πολλή επιτυχία. Σημαντική συμβολή έχει ο Α. Bandura με τη διατύπωση της θεωρίας του της «κοινωνικής μάθησης», η οποία ελαχιστοποιεί την επίδραση της φανερής/εξωτερικής συμπεριφοράς στη μάθηση. Έδειξε ότι ο άνθρωπος μαθαίνει όχι μόνο με την άμεση ενίσχυση της συμπεριφοράς του, αλλά απλώς παρατηρώντας άλλους να ενισχύονται σε παρόμοιες καταστάσεις και χωρίς να αντιδρά φανερά και άμεσα. Ο Bandura ονόμασε το φαινόμενο «αντιπροσωπευτική μάθηση», η οποία δημιουργεί προσωπικές προσδοκίες στο άτομο και είναι δύο ειδών: προσδοκίες σχετικά με το αποτέλεσμα μιας πράξης ή κατάστασης και προσδοκίες σχετικά με την προσωπική αποτελεσματικότητα.
Η γνωστική ψυχοθεραπεία βασίζεται στην αρχή ότι νοητικές λειτουργίες, όπως οι προσδοκίες που έχουμε, οι εκτιμήσεις που κάνουμε, η αιτιολογία που αποδίδουμε σε ένα συμβάν ή μια κατάσταση, τα πιστεύω μας, οι μνήμες μας γενικώς, επηρεάζουν αποφασιστικά τη συμπεριφορά μας, τα συναισθήματά μας. Πρόκειται για βραχύχρονες νοητικές διαδικασίες που είναι συνειδητές, όπως είναι π.χ. η απόδοση της αιτιολογίας, ή για μακρόχρονες νοητικές διαδικασίες που συνήθως δεν είναι συνειδητές, όπως είναι π.χ. τα πιστεύω ενός ατόμου. Επομένως η γνωστική ψυχοθεραπεία δέχεται την ύπαρξη του ασυνειδήτου, πλησιάζοντας έτσι την ψυχαναλυτική θεωρία. Αλλά εδώ το ασυνείδητο δεν συντίθεται, όπως στην ψυχανάλυση, από απωθημένες επιθυμίες και τραύματα της παιδικής ηλικίας, αλλά από έννοιες και ερμηνείες μη προσιτές στην καθημερινή μας χρήση, και μάλιστα όταν βρισκόμαστε σε καταστάσεις που μας προκαλούν υπερβολική ψυχολογική πίεση και άγχος.
Ο Meichenbaum δίνει ένα κλασικό παράδειγμα: Δύο ομιλητές, ένας αγχώδης και ένας άνετος, απευθύνονται στο ίδιο ακροατήριο και κατά τη διάρκεια της ομιλίας τους δύο-τρία άτομα φεύγουν. Ο αγχώδης ομιλητής σκέφτεται: «θα πρέπει να είμαι βαρετός» ή «η ομιλία μου θα αποτύχει». Ο άνετος ομιλητής σκέφτεται: «θα πηγαίνουν σε μάθημα» ή «κρίμα, θα χάσουν το καλύτερο μέρος της ομιλίας μου».
Η απόδοση της αιτιολογίας της ίδιας κατάστασης είναι τελείως διαφορετική στους δύο ομιλητές και οι εκτιμήσεις και προβλέψεις τους για το αποτέλεσμα επίσης εντελώς διαφορετικές. Ο ένας κατηγορεί τον εαυτό του, ο άλλος αποδίδει την κατάσταση σε εξωτερικούς παράγοντες.
Ποιος έχει δίκιο δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η επίδραση αυτών των σκέψεων στο άτομο που τις κάνει. Και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα. Η γνωστική ψυχοθεραπεία θεωρεί ότι ανώμαλες γνωστικές διεργασίες προκαλούν διαταραγμένη συμπεριφορά και ότι, αν αλλάξουν αυτές οι διεργασίες, οι διαταραχές θα περιοριστούν ή και θα θεραπευθούν. Ο πιο γνωστός στην περιοχή των μακρόχρονων ασυνείδητων διεργασιών είναι ο πρώην ψυχαναλυτής Α. Ellis, ο οποίος ασχολήθηκε κυρίως με τα παράλογα «πιστεύω», η αιτιολογία των οποίων βρίσκεται συνήθως στο βαθύ παρελθόν του ανθρώπου.
Υποστηρίζει ότι τέτοια πιστεύω προκαλούν διαστρεβλώσεις στις προσδοκίες, τις εκτιμήσεις και την απόδοση αιτιολογίας. Μιλάει για την «τυρρανία των πρέπει» και τονίζει ότι η δουλειά του θεραπευτή είναι να βοηθήσει το άτομο να απαλλαγεί από τα παράλογα πιστεύω του με νέες γνωστικές και συμπεριφορικές διαδικασίες.
Μια παρόμοια προσπάθεια κάνει και η Helen Kennerley δίνοντας μάλιστα και το μήνυμα «μπορείς και μόνος σου». Μπορείς, με κατάλληλους χειρισμούς, σκέψεις και συμπεριφορές, να αντιμετωπίσεις με επιτυχία το άγχος σου και να διαχειριστείς καλύτερα τις κρίσεις πανικού. Απομυθοποιεί μ’ αυτό τον τρόπο την αυθεντία του θεραπευτή. Παρόλο που ένας οδηγός αυτοβοήθειας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας βαριάς περίπτωσης, αξίζει εντούτοις τον κόπο να προσπαθήσει κανείς πριν καταφύγει στον ειδικό. Μπορεί και να τα καταφέρει. Κι αυτό θα είναι εξαιρετικά ευεργετικό για την εικόνα που έχει για τον
Μίκα Χαρίτου-Φατούρου – από την εισαγωγή της στο βιβλίο της Helen Kennerley Ξεπερνώντας το άγχος: Ένας οδηγός αυτοβοήθειας με γνωστικές-συμπεριφοριστικές τεχνικές (εκδόσεις Γράμματα)