Κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες έχουν σημειωθεί επαναστατικές εξελίξεις στο χώρο της ψυχοθεραπείας. Ο Freud και οι οπαδοί του άσκησαν μεγάλη επίδραση στον τρόπο θεώρησης της ψυχοθεραπείας, με αποτέλεσμα η ψυχανάλυση και η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία να επικρατήσουν κατά το πρώτο ήμισυ του αιώνα μας.
Εφαρμόζονταν μακροχρόνιες θεραπείες που στόχο είχαν να αποκαλύψουν τις ρίζες των προβλημάτων του θεραπευόμενου ανατρέχοντας στην παιδική του ηλικία. Εννοείται, βεβαίως, ότι οι θεραπείες αυτές παρέχονταν μόνο σε όσους είχαν την απαιτούμενη οικονομική ευχέρεια.
Μερικοί κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι επαγγελματίες υγείας επιχείρησαν να τροποποιήσουν αυτή τη μορφή ψυχοθεραπείας (παρέχοντας, για παράδειγμα, βραχεία ή ομαδική ψυχοθεραπεία), αλλά οι ανάγκες για θεραπεία ήταν τόσο μεγάλες ώστε οι προσπάθειες αυτές δεν ήταν αρκετές. Επιπλέον, παρότι υπάρχουν πολυάριθμες αναφορές από μεμονωμένα άτομα που δηλώνουν ότι βοηθήθηκαν από κάποιο είδος ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας, οι θεραπευτές που ακολουθούσαν αυτή την προσέγγιση ελάχιστα ενδιαφέρθηκαν να αποδείξουν ότι η μέθοδος τους πρόσφερε όντως βοήθεια στους θεραπευόμενους.
Ως αντίδραση στο μονοπώλιο των ψυχοδυναμικών ψυχοθεραπειών και στις ανεπαρκείς αποδείξεις για την αποτελεσματικότητά τους, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 αναπτύχθηκε μια σειρά τεχνικών που είναι γνωστές γενικά με τον όρο «θεραπεία της συμπεριφοράς». Αυτές οι τεχνικές είχαν δύο κοινά χαρακτηριστικά.
Κατά πρώτο λόγο, αποσκοπούσαν στην άρση των συμπτωμάτων (όπως το άγχος) εστιάζοντας στα ίδια τα συμπτώματα και όχι f στα βαθύτερα παρελθοντικά τους αίτια. Κατά δεύτερο λόγο, οι τεχνικές αυτές, που βασίζονταν εν μέρει στα ευρήματα της πειραματικής ψυχολογίας σχετικά με τους μηχανισμούς μάθησης, διατυπώθηκαν στα πλαίσια ελέγξιμων υποθέσεων. Πράγματι, οι θεραπευτές της συμπεριφοράς επέμειναν στη χρήση τεχνικών αποδεδειγμένης ή, στη χειρότερη περίπτωση, αποδείξιμης αποτελεσματικότητας. Οι τεχνικές αυτές υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχείς στον τομέα των αγχωδών διαταραχών, ιδίως των φοβιών (όπως φόβος για τα ζώα ή για το ύψος) και της αγοραφοβίας - διαταραχών που είναι γνωστές για τη δυσκολία αντιμετώπισής τους με τις παραδοσιακές ψυχοθεραπείες.
Μετά από την αρχική έκρηξη ενθουσιασμού, άρχισε να διατυπώνεται μια αρνητική κριτική για τη θεραπεία της συμπεριφοράς. Ο πιο σημαντικός από τους λόγους γι’ αυτή τη μεταστροφή ήταν το γεγονός ότι η θεραπεία της συμπεριφοράς δεν απευθυνόταν στις εσωτερικές νοητικές διεργασίες, οι οποίες τόσο εμφανώς κατείχαν κεντρικό ρόλο στη δυσφορία που βίωναν οι πάσχοντες. Στο πλαίσιο αυτό τα ευρήματα για την πλήρη ακαταλληλότητα της θεραπείας της συμπεριφοράς στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης έκαναν εντονότερη την ανάγκη για μια ριζική αναθεώρηση.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αναπτύχθηκε μια ειδική θεραπεία για την κατάθλιψη, η οποία ονομάστηκε «γνωστική ψυχοθεραπεία». Ο πρωτοπόρος αυτής της προσέγγισης ήταν ένας Αμερικανός ψυχίατρος, ο καθηγητής Aaron Τ. Beck, ο οποίος διατύπωσε μια θεωρία για την κατάθλιψη, η οποία επισήμανε τον καταθλιπτικό τρόπο σκέψης του ατόμου και εισήγαγε μια νέα μορφή ψυχοθεραπείας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η συνεισφορά του Beck άλλαξε τη φύση της ψυχοθεραπείας όχι μόνο για την κατάθλιψη, αλλά για ένα ευρύ φάσμα ψυχολογικών προβλημάτων.
Τα τελευταία χρόνια, οι γνωστικές τεχνικές που εισήγαγε ο Beck συγχωνεύτηκαν με τις τεχνικές που είχαν αναπτυχθεί προηγουμένως από τους θεραπευτές της συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα σώμα θεωρίας και κλινικής πρακτικής που ονομάζεται «γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία».
Αυτή η μορφή θεραπείας θεωρείται σήμερα πολύ σημαντική στο χώρο της ψυχοθεραπείας για δύο κυρίως λόγους. Κατ’ αρχάς, η γνωστική θεραπεία της κατάθλιψης, όπως περιγράφηκε αρχικά από τον Beck και εξελίχθηκε από τους συνεχιστές του, υποβλήθηκε σε αυστηρότατο επιστημονικό έλεγχο και αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχής σε μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων κατάθλιψης.
Πέραν του ότι έχει αποδειχθεί εξίσου αποτελεσματική με τις καλύτερες εναλλακτικές θεραπείες (με εξαίρεση τις βαρύτερες περιπτώσεις, όπου απαιτείται φαρμακευτική αγωγή), ορισμένες έρευνες υποδεικνύουν ότι στα άτομα τα οποία υποβλήθηκαν επιτυχώς σε γνωστική ψυχοθεραπεία οι πιθανότητες επανεμφάνισης της κατάθλιψης ήταν λιγότερες σε σχέση με τα άτομα που υποβλήθηκαν επιτυχώς σε άλλες μορφές θεραπείας (όπως η λήψη αντικαταθλιπτικών φαρμάκων).
Κατά δεύτερο λόγο, είναι πλέον σαφές ότι συγκεκριμένα πρότυπα σκέψης σχετίζονται με μια σειρά ψυχολογικών προβλημάτων και ότι οι θεραπείες που απευθύνονται σ’ αυτούς τους τροπους σκέψης είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές. Έτσι, αναπτύχθηκαν ειδικές μορφές γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας για τις αγχώδεις διαταραχές, όπως η διαταραχή πανικού, η γενικευμέ- «αγχώδης διαταραχή, ειδικές φοβίες, η κοινωνική φοβία και η ιδεοψυχαναγκασπκή διαταραχή, καθώς και άλλες διαταραχές όπως η υποχονδρίαση (άγχος υγείας), η ψυχαναγκαστική χαρτοπαιξία, η ουσιοεξάρτηση και οι διαταραχές προσλήψης τροφής, όπως η ψυχογενής βουλιμία και η διαταραχή πρόσληψης τροφής. Μάλιστα, οι γνωστικές – συμπεριφορικές τεχνικές έχουν ευρύτατο φάσμα εφαρμογών πέραν των ορίων των .ψυχολογικών διαταραχών. Για παράδειγμα, έχουν χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για τη βοήθεια ατόμων με χαμηλή αυτοεκτίμηση και συζυγικά προβλήματα.
Σε κάθε δεδομένη στιγμή, περίπου 10% του γενικού πληθυσμού υποφέρει από κατάθλιψη, ενώ περισσότερο από 10% παρουσιάζει κάποια αγχώδη διαταραχή. Πολλοί άλλοι άνθρωποι, πάλι, αντιμετωπίζουν ποικίλα ψυχολογικά προβλήματα και προσωπικές δυσκολίες. Συνεπώς, η ανάπτυξη τεχνικών αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας είναι εξαιρετικά σημαντική. Ωστόσο, παρότι διαθέτουμε ένα πλήρες οπλοστάσιο ψυχοθεραπειών, εξακολουθεί να υπάρχει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα: η παροχή ψυχοθεραπείας είναι δαπανηρή και οι πηγές χρηματοδότησης δεν είναι δυνατόν να υφίστανται επ’ άπειρον.
Μολονότι το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να ξεπεραστεί αν οι περισσότεροι πάσχοντες βοηθούσαν τον εαυτό τους, συχνά η φυσική τάση των ανθρώπων που προσπαθούν να αισθανθούν καλύτερα στο παρόν, στο «εδώ και τώρα», είναι να κάνουν πράγματα που συντηρούν ή επιτείνουν τα προβλήματά τους. Για παράδειγμα, ένα άτομο με αγοραφοβία παραμένει στο σπίτι του για να αποφύγει μια πιθανή προσβολή πανικού και ένα άτομο με ψυχογενή βουλιμία αποφεύγει την κατανάλωση όλων των «παχυντικών» τροφών. Παρότι η υιοθέτηση τέτοιου είδους στρατηγικών ίσως οδηγεί στην αποφυγή των άμεσων κρίσεων, δεν λύνει το πραγματικό πρόβλημα και δεν διευκολύνει την αντιμετώπιση των μελλοντικών δυσκολιών.
Το ζήτημα, λοιπόν, έχει δύο όψεις: παρόλο που έχουν αναπτυχθεί αποτελεσματικές θεραπείες, αυτές δεν είναι διαθέσιμες σε όλους και, όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να βοηθήσουν μόνοι τους τον εαυτό τους, συχνά επιδεινώνουν την κατάσταση.
Τα τελευταία χρόνια, οι γνωστικοί-συμπεριφορικοί ψυχοθεραπευτές προσπάθησαν να δώσουν μια απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα. Πήραν λοιπόν τις αρχές και τις τεχνικές των ειδικών γνωστικών-συμπεριφορικών μεθόδων για συγκεκριμένα προβλήματα και τις παρουσίασαν σε εγχειρίδια αυτοβοήθειας. Σε αυτά τα εγχειρίδια προσδιορίζεται ένα συστηματικό πρόγραμμα θεραπείας, το οποίο ο πάσχων καλείται να εφαρμόσει προκειμένου να ξεπεράσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι αποδεδειγμένης αξίας γνωστικές-συμπεριφορικές τεχνικές καθίστανται διαθέσιμες στο ευρύτερο δυνατό κοινό.
Παρά ταύτα, τα εγχειρίδια αυτοβοήθειας δεν πρόκειται ποτέ να αντικαταστήσουν τους ψυχοθεραπευτές. Σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται ατομική θεραπεία από εξειδικευμένο ψυχοθεραπευτή. Υπάρχει επίσης περίπτωση κάποια άτομα να μην ανταποκριθούν στη γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία -πάρα την ευρύτατη επιτυχία της- και να χρειαστεί να υποβληθούν σε κάποια από τις υπόλοιπες διαθέσιμες μορφές ψυχοθεραπείας. Ωστόσο, μολονότι η έρευνα σχετικά με τη χρήση των γνωστικών-συμπεριφορικών εγχειριδίων αυτοβοήθειας βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, τα μέχρι τώρα ευρήματα δείχνουν ότι για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων τα εγχειρίδια αυτά αρκούν για να τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους χωρίς επαγγελματική βοήθεια.
Πολλοί άνθρωποι υποφέρουν σιωπηλά, κρατώντας κρυφά τα προβλήματά τους για πολλά χρόνια. Ορισμένες φορές η κατάλληλη βοήθεια δεν έρχεται παρά τις αναζητήσεις τους. Άλλες φορές αισθάνονται υπερβολική ντροπή ή πάρα πολλές ενοχές για να αποκαλύψουν το πρόβλημά τους σε κάποιον. Για πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους τα γνωστικά-συμπεριφορικά εγχειρίδια αυτοβοήθειας θα προσφέρουν μια διέξοδο προς τη θεραπεία και ένα καλύτερο μέλλον.
Peter Cooper Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Reading