Το φαινόμενο της ανυπακοής σε επιταγές της εξουσίας που θεωρούνται άδικες είναι τόσο παλιό όσο η περίφημη ανυπακοή του Προμηθέως στην εντολή του Δία να μην αποκαλύψει στους ανθρώπους τη χρήση της φωτιάς.
Η πολιτική ανυπακοή είναι η άρνηση ενός ή περισσότερων ατόμων απέναντι στην τήρηση ορισμένων νόμων, απαιτήσεων και εντολών της κυβέρνησης, ή μιας δύναμης κατοχής, χωρίς να καταφεύγουν στη σωματική βία.
Η πολιτική ανυπακοή είναι ένας από πολλούς τρόπους που οι άνθρωποι μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να διαμαρτυρηθούν ή να εξεγερθούν κατά αθέμιτων νόμων. Έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλά τεκμηριωμένα μη βίαια κινήματα αντίστασης όπως στην Ινδία (η εκστρατεία κοινωνικής πρόνοιας του Γκάντι και οι εκστρατείες για την ανεξαρτησία της Ινδίας από τη Βρετανική Αυτοκρατορία), στη Νότια Αφρική στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ, στο Αμερικανικό Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων και σε κινήματα ειρήνης παγκοσμίως. Μία από τις πρώτες μαζικές υλοποιήσεις της ήταν η μη βίαιη επανάσταση των Αιγυπτίων εναντίον της βρετανικής κατοχής το 1919.
Αντιγόνη και Σωκράτης: δύο παραδειγματικές στάσεις
Η Ειρήνη Παππά σαν Αντιγόνη στην ομώνυμη ταινία του 1961 μαζί με τον Μάνο Κατράκη και τον Θόδωρο Μορίδη
Η Αντιγόνη του Σοφοκλή αποτελεί ασφαλώς το πιο λαμπρό παράδειγμα πολιτικής ανυπακοής, ενώ αντίθετα στον Κρίτωνα του Πλάτωνος, ο Σωκράτης μας δίνει το πιο λαμπρό παράδειγμα υπακοής σε μια άδικη αλλά νομότυπη καταδίκη.
Τα δύο έργα επιδέχονται διάφορες αναγνώσεις και έχουν άλλωστε σχολιασθεί από επιφανείς διανοητές της ανθρώπινης σκέψης που έχουν επισημάνει πολύ πιο σύνθετα στοιχεία από την σχηματική αντιπαράθεση υπακοής και ανυπακοής στους νόμους. Ο Σωκράτης π.χ. είναι βέβαιο ότι σε άλλες περιστάσεις, πάλι με κίνδυνο της ζωής του, δεν δίστασε να αψηφήσει εντολές της πόλεως που θεωρούσε άδικες.
Στον Κρίτωνα το βασικό ζήτημα δεν είναι η ανυπακοή στους νόμους αλλά η άρνηση αποδοχής μιας πράξης ατιμωτικής, της δωροδοκίας των φρουρών, στην οποία ο Σωκράτης δεν μπορεί να συναινέσει Η ανυπακοή της Αντιγόνης πάλι έχει δώσει λαβή για εμπνευσμένες ερμηνείες που ασφαλώς ξεπερνούν το ζήτημα της άρνησης υποταγής στους ανθρώπινους νόμους. Παρόλα αυτά, δεν είναι άτοπο να εξετάσουμε εδώ την Αντιγόνη και τον Σωκράτη ως δύο αντίθετες και παραδειγματικές στάσεις έναντι άδικων επιταγών της εξουσίας.
Η Αντιγόνη παραβιάζει τις εντολές του Κρέοντος αντιτάσσοντας την υποχρέωση υπακοής της σε ένα άλλο, κατά τη γνώμη της, ανώτερο δικαιικό σύστημα. Η ανυπακοή της γίνεται φανερά· στην προτροπή της Ισμήνης να κρατήσουν μυστικό το σχέδιό της απαντά:
«Αλίμονο, λέγε το φανερά· πολύ πιο μισητή θα είσαι αν σιωπήσεις, αν σ’ όλους δεν διαλαλήσεις τούτα εδώ», με υπερηφάνεια.
Η επιχειρηματολογία του Κρέοντος προβάλλει την διασφάλιση του κύρους της εξουσίας που, κατά τη γνώμη του, δεν μπορεί να ανεχθεί καμία ανυπακοή. «Αλήθεια, τώρα εγώ άντρας δεν είμαι, αυτή θα είναι άντρας, αν αυτή η νίκη της θα μείνει στο ενεργητικό της ατιμώρητη».
Η υπακοή στους νόμους και η πειθαρχία είναι απαραίτητα στοιχεία της σωστής διακυβέρνησης. «Από την αναρχία […] κακό δεν υπάρχει μεγαλύτερο.». Όσο και αν ο Σοφοκλής παρουσιάζει με πειστικότητα και τις δύο απόψεις δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τη στάση της Αντιγόνης θαυμάζουμε και αυτή μας φαίνεται σωστή.
Αντίθετα στον Κρίτωνα μας φαίνεται σωστή η στάση του Σωκράτη που αρνείται την ευκαιρία ανυπακοής που του προσφέρεται για να διαφύγει τη θανατική καταδίκη που άδικα αλλά νομότυπα του επεβλήθη. Τί θα απαντήσουμε στους νόμους της πόλεως, όταν την ώρα που το βάζουμε στα πόδια, μας θέσουν αμείλικτα ερωτήματα όπως το εξής:
«Φαντάζεσαι ότι μία πόλις μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και να μην ανατραπεί αν οι νομικές αποφάσεις που εκδίδονται δεν έχουν καμία δύναμη και μπορούν να ακυρωθούν και να καταστραφούν από τους πολίτες; Ήταν μέρος της συμφωνίας μας η ανυπακοή σου σε τυχόν λαθεμένες δικαστικές αποφάσεις, ή είχες συμφωνήσει ότι όλες οι αποφάσεις της πόλεως είναι δεσμευτικές; Δεν καταλαβαίνεις ότι αν δεν μπορείς να πείσεις πρέπει να κάνεις ό,τι σε διατάζει η χώρα σου και υπομονετικά να υποτάσσεσαι σε οποιαδήποτε τιμωρία σου επιβάλλει; Μολονότι οι εντολές μας δεν είναι ωμές διαταγές αλλά έχουν την μορφή προτάσεων και δίνουμε την επιλογή είτε να μας πείσει κανείς σε κάτι διαφορετικό είτε να κάνει ό,τι λέμε, εσύ ούτε υπακούς ούτε προσπαθείς να μας πείσεις να αλλάξουμε την απόφασή μας αν ήταν λάθος σε κάτι.
Ο Σωκράτης δεν βρίσκει δικαιολογίες για την απόδρασή του από την άδικη καταδίκη. Τα επιχειρήματά του είναι υπέρ της υπακοής στα κελεύσματα της πόλεως.
Η αξίωση υπακοής της έννομης τάξης
Σε μία δημοκρατική κοινωνία η έννομη τάξη αποτελεί αξία καθεαυτήν. Η ίδια δε η έννοια της έννομης τάξης φαίνεται να αναιρείται χωρίς την υποχρέωση υπακοής στις επιταγές της.
Ο Kant αρνούμενος το δικαίωμα αντίστασης εκφράζει αυτήν την ιδέα.
«Δεν μπορεί να υπάρξει δικαιολογημένη αντίσταση από την πλευρά του λαού προς τη νομοθετική αρχή του κράτους. Ενα κράτος δικαίου είναι δυνατό μόνον διά της υποταγής στην καθολική νομοθετική βούλησή του […]. Ο λόγος για τον οποίο αποτελεί καθήκον του λαού να ανέχεται ακόμη και ό,τι φαίνεται ως η πλέον αβάστακτη κατάχρηση της ανώτατης εξουσίας είναι ότι είναι αδύνατον να νοηθεί ποτέ η αντίστασή του στην ανώτατη νομοθετική αρχή ως κάτι διαφορετικό από παρανομία και υπεύθυνο για την ακύρωση όλου του νομικού οικοδομήματος».
Είναι προφανώς αντιφατικό, υποστηρίζει ο Kant, να προβλέπει η ίδια η έννομη τάξη τη δυνατότητα αντίστασης στις επιταγές της, διότι τότε αυτοαναιρείται ως υπέρτατη αρχή.
Βεβαίως ο συλλογισμός αυτός έχει βάση μόνον στην περίπτωση που η έννομη τάξη έχει δημοκρατική νομιμοποίηση. Σε ένα τυραννικό καθεστώς, που οι πολίτες αποκλείονται από τη νομοθετική διαδικασία, δεν τίθεται θέμα υποχρέωσης υπακοής σε μία ετερόνομη έννομη τάξη. Σε ένα τέτοιο καθεστώς, ο καθένας έχει δικαίωμα αντίστασης, δικαίωμα εξέγερσης.
Το στοιχείο της συναίνεσης είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα στον Πλατωνικό διάλογο. Το δίλημμα που θέτουν οι νόμοι στον Σωκράτη, ή πείθεις για αλλαγή ή υπακούς, ταιριάζει σε μια δημοκρατική κοινωνία που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει διαδικασίες διαλόγου και οι αποφάσεις της εκφράζουν τη θέληση της πλειοψηφίας.
Νομιμοποιείται όμως μια δημοκρατική κοινωνία να αξιώνει την πλήρη και τυφλή συμμόρφωση του πολίτη στις επιταγές της;
Η θεμελίωση μιας τέτοιας αξίωσης δεν μπορεί παρά να ανάγεται στην ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και το σεβασμό της αρχής της πλειοψηφίας. Όμως ούτε η ίση συμμετοχή ούτε η αρχή της πλειοψηφίας ισοδυναμούν με την αυτονομία του πολίτη και επομένως δεν αποτελούν επαρκείς αιτιολογίες για την δέσμευση των πολιτών. Γι’ αυτό άλλωστε στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες η πλειοψηφία δεν είναι παντοδύναμη αλλά περιορίζεται από αρχές που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα. Νόμοι που αντίκεινται στους συνταγματικούς κανόνες και αρχές δεν είναι δεσμευτικοί για τον πολίτη, η δε ανυπακοή σε τέτοιους νόμους δεν αποτελεί νομική παράβαση.
Η αρχή της πλειοψηφίας είναι ένα χρήσιμο μέσο λήψης των αποφάσεων, ο καλύτερος διαθέσιμος τρόπος επιλογής μεταξύ εναλλακτικών λύσεων μέσα στα πλαίσια που διαγράφει το Σύνταγμα και η νομική δέσμευση στις επιλογές της εξαρτάται από τη συμβατότητά τους με τις γενικές συνταγματικές αρχές. Όμως και το περιεχόμενο των γενικών συνταγματικών αρχών επιδέχεται αμφισβητήσεις και διαφωνίες που ασφαλώς δεν αίρονται με καταμέτρηση ψήφων ούτε ακόμη με μια δικαστική απόφαση.
Απόσπασμα άρθρου του Σταύρου Τσακυράκη από το Liberal Sociability Δημοσιεύτηκε στο lifo.gr και στο wikipedia