Καρνεάδης (Κυρήνη 214/3 π.Χ. – Αθήνα 129 π.Χ.). Κυρηναίος φιλόσοφος και ρήτωρ, επικεφαλής της Νέας Ακαδημίας στην Αθήνα έως το 137/6 π.Χ.
Θεωρεῖται θεμελιωτὴς τῆς θεωρίας τῆς πιθανοκρατίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατο νὰ συλλάβη τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια καὶ νὰ γίνη κοινωνός της, μπορεῖ ὅμως μὲ σχετικὴ γνώση της νὰ ὑποστηρίζη γνῶμες πιθανότερα σωστὲς ἀπὸ ἄλλες.
Το 156 π.Χ. στάλθηκε στη Ρώμη ως μέλος πρεσβευτικής αποστολής – μαζί με τον περιπατητικό φιλόσοφο Κριτόλαο και τον στωικό Διογένη– προκειμένου να διευθετήσει μια οικονομική ποινή (πρόστιμο) που επέβαλαν οι Ρωμαίοι στους Αθηναίους για την καταστροφή της πόλης του Ωρωπού. Έτσι, μεταφυτεύεται η σκεπτική φιλοσοφία στη Ρώμη.
Με την ευκαιρία αυτή εκφώνησε δύο αντιφατικούς λόγους για τη δικαιοσύνη, σύμφωνα με τη σοφιστική μέθοδο. Οι λόγοι αυτοί βρίσκονται στο Γ’ βιβλίο της Πολιτείας του Κικέρωνα. Ο Καρνεάδης υποστήριξε στον πρώτο λόγο του ότι το δίκαιο έχει φυσική προέλευση και ότι το νομικό δίκαιο επιδιώκει να μιμηθεί το φυσικό δίκαιο. Η πρώτη διάλεξη του Καρνεάδη μπροστά στη ρωμαϊκή νεολαία ήταν ένα εγκώμιο για τη δικαιοσύνη και προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού.
Στον δεύτερο λόγο του λίγες ημέρες μετά, αντίθετα, αποδείκνυε πόσο ασυμβίβαστη είναι η δικαιοσύνη προς την κρατούσα τάξη των πραγμάτων και τις απαιτήσεις του πρακτικού βίου. Όρισε λοιπόν το δίκαιο ως σύνολο νόμων ταγμένων να υπερασπίσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των ισχυρών: η πολιτική, επομένως, πρέπει να στηρίζεται σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή. Έτσι μπροστά στους Ρωμαίους απέδειξε το αυτονόητο: “Ένας καλός ρήτωρ, μπορεί να υποστηρίξη όλες τις απόψεις”.
Κατά βάθος ο Καρνεάδης παρουσίαζε μπροστά στους Ρωμαίους ακροατές του τον πυρήνα της φιλοσοφίας του: ο Καρνεάδης δεν αμφισβητούσε μόνο κάθε γνωστική βεβαιότητα, συμπεριλαμβανομένης και της μαθηματικής γνώσης, αλλά απέρριπτε και την ίδια την Ηθική των στωικών. Τις ρίζες του δογματισμού τους επιχειρούσε να αποκόψει ο Καρνεάδης.
Ο σκοπός του ήταν να θέσει στο ακροατήριό του το ακόλουθο δίλημμα: αθώωση της Αθήνας ή αμφισβήτηση της νομιμότητας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η επιτυχία αυτών των θέσεων μεταξύ της ρωμαϊκής νεολαίας και η διάδοση και η δημοτικότητα της ελληνικής φιλοσοφίας προκάλεσαν ζωηρές αντιδράσεις, σε σημείο ώστε ο Κάτων, αυστηρός προασπιστής των ρωμαϊκών παραδόσεων, φρόντισε για την αποπομπή των τριών αντιπροσώπων.
Η διδασκαλία του Καρνεάδη, κυρίως προφορική, διασώθηκε μέσω μαρτυριών άλλων συγγραφέων. Παρά τη μορφή των προαναφερθέντων λόγων του δεν ήταν σκεπτικιστής, αλλά ο θεμελιωτής της πιθανοκρατίας, σύμφωνα με την οποία, αντίθετα από τη στωική και επικούρεια θεωρία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει σε καμία βέβαιη αλήθεια, αλλά μόνο σε γνώμες πιθανότερες από άλλες. Υποστηρίζει ιδιαίτερα, εναντίον της στωικής μοιρολατρίας και της επικούρειας αιτιοκρατίας, τη θέση της ελευθερίας της βούλησης.
Ο Καρνεάδης δίδασκε ότι κριτήρια της αλήθειας δεν υπάρχουν, ερευνούσε το πρόβλημα της δυνατότητας της γνώσης συστηματικά και υπέβαλλε σε λεπτομερή κριτική τις απόψεις των προηγούμενων φιλοσόφων και ιδίως του Χρυσίππου. Δείχνει την ασυμφωνία της μοιρολατρείας των στωικών προς την ελευθερία της βούλησης και στρέφεται ενάντια στην αστρολογία και τη μαντεία.
Αμείλικτη κριτική άσκησε ο Καρνεάδης στις περί θεού δοξασίες των στωικών και την ύπαρξη θείας πρόνοιας . Η αρμονία, η τάξη και η σκοπιμότητα που υφίστανται στον κόσμο δεν είναι απόδειξη της ύπαρξης του θεού, αφού πλήθος κακών κατακλύζει τον κόσμο. και κυρίως εναντιώθηκε στην στωική θεωρία της ειμαρμένης (μοιρολατρίας) και της επικούρειας αιτιοκρατίας. Η εύρεση των πιο ευλογοφανών από αυτά τα ενδεχόμενα είναι ένα ακανθώδες μονοπάτι το οποίο ελίσσεται ανάμεσα στην απόλυτη αμφισβήτηση και τον παρακινδυνευμένο δογματισμό.
Αποκαλύπτει τις αντιφάσεις στην περί θεού αντίληψη των στωικών: ο θεός είναι τυχαία στον κόσμο, και όμως προνοεί γι’ αυτόν. Ζει, ωστόσο είναι αναλλοίωτος. Είναι έμψυχο, λογικό ον, αλλά είναι και αιώνιος! Κάθε έλλογο ον έχει αισθήματα, συναισθήματα, πάθη και άλλες ιδιότητες, οι οποίες βέβαια δεν έχουν καμία σχέση με την αθανασία, την αφθαρσία και την αιωνιότητα. Τοιουτοτρόπως ο Καρνεάδης ανέτρεψε διαλεκτικά όλες τις περί θεών αντιφατικές δοξασίες των στωικών, έδειξε πόσο αθεμελίωτες είναι οι απόψεις τους για την ειμαρμένη και το πεπρωμένο του ανθρώπου και προετοίμασε μια υψηλότερη αντίληψη για τον θεό ως υπερβατικό ον που δεν υπόκειται σε καθορισμούς.
Παρ’ ὅλο ποὺ ἦρθε σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς στωϊκοὺς φιλοσόφους δὲν θέλει νὰ ἀμφισβητήση τὸ στωϊκὸ θεμελιῶδες δόγμα, «τὸ μηδὲν ἀναιτίως γίγνεσθαι», προσθέτει ὅμως ὅτι ἑκάστη αἰτία εἶναι μέλος μιᾶς ἄνευ ἀρχῆς σειρᾶς αἰτιώδους ἀλληλουχίας. Δὲν παραδεχόταν δηλαδὴ ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἀπόδειξη γιὰ κάτι, γιατὶ κάθε ἀπόδειξη χρειάζεται μία ἄλλη ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἴδια κ.ο.κ. Με τον Καρνεάδη η Ακαδημία του Πλάτωνα πέρασε σε μία νέα φάση προβληματισμού που απορρίπτει κάθε δόγμα και μέσο προσέγγισης της απόλυτης αλήθειας.
Επιδράσεις
Το έργο του επηρέασε ιδιαίτερα τον Λουκιανό στα έργα του: Αλέξανδρος ή ψυδόμαντις, Ζευς ο ελεγχόμενος, Ζευς τραγωδός, Θεών διάλογοι, Θεών κρίσις, Θεών εκκλησία, Περί της αστρολογίας, Περί θυσιών, Περί της Συρίης θεού, Ερμότιμος ή Περί αιρέσεων κ.α.