Οι γυναίκες υποφέρουν περισσότερο ψυχικά και σωματικά όταν χωρίζουν, αλλά το ξεπερνούν πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι άντρες επειδή στρέφονται στον κοινωνικό τους ιστό για στήριξη, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Αντιθέτως, οι άντρες συνήθως κρύβουν τα συναισθήματά τους και προχωράνε χωρίς να έχουν στ’ αλήθεια ξεπεράσει τον χωρισμό – και μπορεί να μην τον ξεπεράσουν ποτέ.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή δρα Κραιγκ-Έρικ Μόρις, βιοπολιτισμικό ανθρωπολόγο από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Binghamton της Νέας Υόρκης, η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων οφείλεται στην βιολογία.
Όπως γράφουν στην επιθεώρηση «Evolutionary Behavioral Sciences» ο δρ Μόρις και οι συνεργάτες του από το University College του Λονδίνου (UCL), ζήτησαν από 5.707 εθελοντές από 96 χώρες να συμπληρώσουν ειδικά ερωτηματολόγια για τα συναισθήματα και τα σωματικά προβλήματα που τυχόν είχαν εκδηλώσει έπειτα από έναν πρόσφατο χωρισμό από την μόνιμη ρομαντική σχέση τους.
Τους ζήτησαν επίσης να βαθμολογήσουν τον ψυχικό και σωματικό πόνο τους με βάση μία κλίμακα από 0 (κανένας πόνος) έως 10 (αφόρητος πόνος).
Οι γυναίκες έτειναν να αναφέρουν εντονότερο ψυχοσωματικό πόνο, καθώς έδωσαν μέση βαθμολογία 6,84 βαθμών στην ψυχική οδύνη τους και 4,21 στην σωματική, ενώ οι άντρες έδωσαν αντιστοίχως μέση βαθμολογία 6,58 και 3,75.
Επιπλέον, οι γυναίκες ανέφεραν περισσότερο θυμό, άγχος και φόβο, ενώ οι άντρες ανέφεραν περισσότερα καταθλιπτικά συμπτώματα και απώλεια της συγκέντρωσής τους.
Οι γυναίκες είχαν επίσης αυξημένες πιθανότητα να εκδηλώσουν κρίσεις πανικού και επεισόδια αϋπνίας, καθώς και να στραφούν στο φαγητό για παρηγοριά με συνέπεια να είναι πολύ πιθανότερο να παρουσιάσουν και αύξηση του σωματικού βάρους τους.
Παρότι, όμως, οι γυναίκες υπέφεραν περισσότερο από τον χωρισμό, εξωτερίκευαν περισσότερο τα συναισθήματά τους στον κοινωνικό περίγυρό τους και έτσι έτειναν να τον ξεπερνούν πιο γρήγορα, ενώ κατά κανόνα έβγαιναν από την θλίψη τους πιο δυνατές από συναισθηματικής πλευράς.
Αντιθέτως, οι άντρες είχαν την τάση να μην μιλούν για τα συναισθήματά τους και να συνεχίζουν απλώς τη ζωή τους, με συνέπεια ακόμα και στην επόμενη σχέση να κουβαλάνε τη θλίψη της προηγούμενης – και σε πολλές περιπτώσεις χρειάζονταν μήνες και χρόνια για να ξεπεράσουν τον πόνο τους, ενώ μερικοί είπαν πως ποτέ δεν τον ξεπέρασαν.
Οι αιτίες
Όλ’ αυτά εξηγούνται με πολύ απλό τρόπο από ανθρωπολογικής/εξελικτικής πλευράς, κατά τον δρα Μόρις.
«Οι γυναίκες είναι προγραμματισμένες να επενδύουν περισσότερο σε μία μόνιμη ρομαντική σχέση, διότι για τη φύση κάθε ερωτική σχέση έχει ως απώτερο σκοπό την τεκνοποίηση και την διαιώνιση του είδους», είπε.
«Γι’ αυτό το λόγο, υποσυνείδητα επιλέγουν ως ερωτικό σύντροφο τον άντρα που η βιολογία τους θεωρεί ως καλύτερο για πατέρα και φροντιστή των παιδιών τους και επενδύουν πολύ στη σχέση που δημιουργείται.
»Όταν, λοιπόν, η σχέση αυτή χαθεί, ο συναισθηματικός αντίκτυπος είναι γι’ αυτές μεγαλύτερος, αλλά φροντίζουν να εξωτερικεύουν όσα νιώθουν για να τα αντέξουν και τελικά να τα ξεπεράσουν».
Οι άντρες από την πλευρά τους είναι προγραμματισμένοι να ανταγωνίζονται για την ερωτική προσοχή των γυναικών και έτσι μπορεί η απώλεια της γυναίκας φαινομενικά να μην τους πονάει πολύ στην αρχή.
«Βαθιά μέσα τους, όμως, μπορεί να υποφέρουν, ενώ καθώς περνάει ο καιρός εδραιώνεται η επίγνωση ότι πρέπει να μπουν πάλι στο “πεδίο του ανταγωνισμού” για να αντικαταστήσουν ό,τι έχασαν – ή ακόμα χειρότερα αντιλαμβάνονται ότι η απώλεια που υπέστησαν είναι αναντικατάστατη», εξήγησε ο δρ Μόρις.
Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να αποτραβηχτούν από τη δουλειά ή, αν είναι νέοι, τα μαθήματά τους, ή και να αρχίσουν να επιδεικνύουν αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές όπως να πίνουν πολύ, πρόσθεσε.
Και κατέληξε: «Αυτού του είδους οι μελέτες και τα ευρήματα μάς βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τα συναισθήματα που γεννά ένας χωρισμός και ίσως να επινοήσουμε τρόπους να βοηθήσουμε τα άτομα υψηλού κινδύνου».