Πως η εξουσία οδηγεί στην υποκρισία

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι σε θέσεις εξουσίας δεν ακολουθούν τους ηθικούς κανόνες που πρεσβεύουν; Την απάντηση δίνει μια νέα μελέτη που δείχνει ότι η εξουσία κατά κανόνα κάνει όσους την αποκτούν να είναι αυστηροί με τους άλλους, αλλά «ελαστικοί» με τον εαυτό τους!

chess

«Σύμφωνα με την μελέτη μας, η απόκτηση εξουσίας και επιρροής πάνω στους άλλους, δημιουργεί σοβαρή διαταραχή της κριτικής ικανότητας, οδηγώντας σε μια σοβαρή ανακολουθία: οι ισχυροί είναι πολύ πιο αυστηροί όταν κρίνουν τους άλλους και πολύ πιο ελαστικοί όταν αξιολογούν τις δικές τους πράξεις και συμπεριφορές», λέει ο δρ Άνταμ Γκαλίνσκυ, καθηγητής Ηθικής & Αποφάσεων στην Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Northwestern.

Για να καταλήξουν σε αυτό το συμπέρασμα, ο δρ Γκαλίνσκυ και οι συνεργάτες του εξομοίωσαν τις ηθικές επιλογές που πρέπει να κάνουν οι ισχυροί άνθρωποι, ζητώντας από ομάδα εθελοντών να υποδυθούν διαφορετικούς ρόλους: άλλοι ήταν «πρωθυπουργοί» και άλλοι «δημόσιοι υπάλληλοι».

Στη συνέχεια, οι ερευνητές τους ζήτησαν να αντιμετωπίσουν ηθικά διλήμματα που σχετίζονταν με θέματα όπως οι κανόνες της οδικής κυκλοφορίας, η φορολογία και η κλοπή ιδιοκτησίας.

social Αλλεπάλληλα πειράματα έδειξαν πως κάθε φορά που οι εθελοντές είχαν μεγαλύτερη εξουσία τόσο πιο υποκριτικοί ήταν στην δική τους συμπεριφορά και τόσο πιο ανάλγητοι όταν έκριναν τους «κατώτερους».

Υπήρχαν, πάντως, και μερικοί (λίγοι) εθελοντές οι οποίοι ένιωθαν πως δεν τους άξιζε η «εξουσία» που τους είχε δοθεί, με συνέπεια να είναι πολύ πιο σκληροί με τον εαυτό τους απ’ ό,τι με τους άλλους – μία τάση που οι ειδικοί αποκαλούν «υπερκρισία».

Υποκρισία ή υπερκρισία, γεγονός παραμένει ότι τελικά η συμπεριφορά των «πρωθυπουργών» οδήγησε σε κοινωνική ανισότητα. «Οι “ισχυροί” έθεταν κανόνες και περιορισμούς για τους άλλους που όμως δεν ίσχυαν για τον εαυτό τους, ενώ οι “αδύναμοι” συναινούσαν στην κοινωνική ανισότητα επειδή δεν αισθάνονταν ότι έχουν τη δύναμη να την αλλάξουν», εξήγησε ο δρ Γκαλίνσκυ.

Η νέα μελέτη πρόκειται να δημοσιευθεί σε επικείμενο τεύχος της επιθεωρήσεως «PsychologicalScience».

Πηγή