Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Στουτγκάρδη 27 Αυγούστου 1770 – Βερολίνο 14 Νοεμβρίου 1831) ή Έγελος (όπως απαντάται κάποτε στην ελληνική βιβλιογραφία) υπήρξε σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος και κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού. Επηρέασε βαθιά τη δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για τη διαλεκτική θεωρία του. Ο φιλόσοφος, ο οποίος 20+ κάτι αιώνες μετά τον Ηράκλειτο, έβαλε θεαματικά στο επίκεντρο της φιλοσοφικής σκέψης τη σχέση της αλλαγής με την ουσία και με τα πράγματα.
Αφού δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, έγινε καθηγητής στη Χαϊδελβέργη – στο κέντρο του γερμανικού εθνικού ρομαντισμού. Τέλος, το 1818 έγινε καθηγητής στο Βερολίνο – τη στιγμή ακριβώς που η πόλη αυτή γινόταν, σιγά σιγά, το πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της Ευρώπης. Το Νοέμβριο του 1831 πέθανε στη μεγάλη επιδημία χολέρας. Αλλά ο “εγελιανισμός” είχε ήδη εδραιωθεί σ’ όλα τα γερμανικά πανεπιστήμια.
O Χέγκελ ένωσε στη σκέψη του όλες σχεδόν τις ιδέες που είχε αναπτύξει ο ρομαντισμός και τις προχώρησε ακόμα πιο πέρα. Άσκησε, όμως, και οξυδερκή κριτική στη φιλοσοφία του Σέλινγκ.
Ο Σέλινγκ και οι άλλοι ρομαντικοί έβλεπαν τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης στο λεγόμενο Παγκόσμιο Πνεύμα. O Χέγκελ μεταχειρίζεται επίσης αυτό τον όρο, αλλά του δίνει μια νέα σημασία. Όταν ο Χέγκελ μιλάει για Παγκόσμιο Πνεύμα ή για “Παγκόσμιο Λόγο”, τότε εννοεί το σύνολο, το άθροισμα όλων των εκφράσεων του ανθρώπου. Γιατί μόνο ο άνθρωπος διέθετε πνεύμα. M’ αυτή την έννοια, μπορεί και να μιλήσει για την πορεία του Παγκόσμιου Πνεύματος, έτσι όπως διαγράφεται στην ιστορία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με αυτό εννοεί τη ζωή των ανθρώπων, τις σκέψεις των ανθρώπων και τον πολιτισμό των ανθρώπων.
Παρόλο που ο Καντ δεν παραδεχόταν ότι ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει πέρα για πέρα τα εσώτερα μυστήρια της φύσης, συμφωνούσε, ωστόσο, ότι υπήρχε ένα είδος απρόσιτης αλήθειας. O Χέγκελ, τώρα, έρχεται και λέει ότι η αλήθεια είναι κατά βάση υποκειμενική και διαφωνεί με την ύπαρξη κάποιας άλλης αλήθειας έξω ή πάνω από την ανθρώπινη αντίληψη. Κάθε γνώση είναι γνώση του ανθρώπου, έλεγε.
H σκέψη του Χέγκελ είναι τόσο ποικιλόμορφη και διαθέτει τόσες πολλές αποχρώσεις, που θα πρέπει ν’ αρκεστεί κάποιος στα κυριότερα σημεία. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Χέγκελ δεν είχε γνήσια δική του φιλοσοφία, κι ότι αυτό που ονομάζουμε φιλοσοφία του Χέγκελ δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια μέθοδος για την κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης.
Γι’ αυτό και δεν μπορούμε καν να μιλήσουμε για τον Χέγκελ, χωρίς να αναφερθούμε και στην πορεία της ιστορίας. H “εγελιανή φιλοσοφία” δε μας διδάσκει τίποτα για την “εσώτερη φύση της ύπαρξης”. Μπορεί, όμως, να μας μάθει να σκεφτόμαστε δημιουργικά και αποδοτικά.
Όλα τα φιλοσοφικά συστήματα προ του Χέγκελ είχαν προσπαθήσει να θεσπίσουν σταθερά και αιώνια κριτήρια, για ν’ αποφασίσουν τι μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος για τον κόσμο και τι όχι. Αυτό ισχύει και για τον Ντεκάρτ και για τον Σπινόζα, και για τον Χιουμ και για τον Καντ. Όλοι τους ήθελαν να διαπιστώσουν ποια είναι η βάση της ανθρώπινης γνώσης. Και μίλησαν όλοι τους για διαχρονικές προϋποθέσεις αυτής της ανθρώπινης γνώσης.
Ο Χέγκελ από την άλλη θεώρησε ότι είναι αδύνατο να βρεθούν τέτοιες διαχρονικές προϋποθέσεις. Υποστήριξε ότι το θεμέλιο της ανθρώπινης γνώσης αλλάζει από γενιά σε γενιά, εξελίσσεται. Γι’ αυτό και, κατά τη γνώμη του, δεν υπάρχουν “αιώνιες αλήθειες”. Δεν υπάρχει διαχρονικός λόγος. Το μόνο σταθερό κι ακίνητο σημείο, πάνω στο οποίο μπορεί ένας φιλόσοφος να χτίσει τη σκέψη του, είναι η ίδια η ιστορία.
Για τον Χέγκελ, η ιστορία είναι ένα ποτάμι. Ακόμα και η μικρότερη κίνηση του νερού σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του ποταμού καθορίζεται στην πραγματικότητα από το ρεύμα και τον όγκο του νερού στο υπόλοιπο μήκος της κοίτης. Σπουδαίο ρόλο παίζουν, επίσης, τα βράχια στο βυθό του, οι στροφές και οι μαίανδροι στη διαδρομή του, κοντά στο σημείο όπου στέκεσαι και το παρατηρείς.
Και η ιστορία της σκέψης – ή του λόγου – είναι επίσης ένα τέτοιο ποτάμι. Περιέχει όλες τις σκέψεις, όλες τις ιδέες, που οι παλαιότερες γενιές, η μία μετά την άλλη, εισέφεραν στην ανθρώπινη διάνοια και οι οποίες καθορίζουν τη δική μας σκέψη και τις αντιλήψεις για τη ζωή που έχει υιοθετήσει η δική μας εποχή. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μια συγκεκριμένη ιδέα είναι αιώνια σωστή. Μπορεί να είναι σωστή στο σημείο που στεκόμαστε.
Έτσι, οι ιδέες κι οι σκέψεις μπορούν να κριθούν μόνο σε σχέση με μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα. Αν αρχίσουμε να επιχειρηματολογούμε υπέρ της δουλείας εν έτει 2010, τότε το πολύ πολύ να γίνει κάποιος γελοίος. Πριν από 2.500 χρόνια, η ιδέα αυτή δεν ήταν διόλου γελοία, παρόλο που και τότε ακόμα ακούγονταν πού και πού προοδευτικές φωνές υπέρ της κατάργησης της δουλείας.
Μπορούμε, ωστόσο, να φέρουμε κι ένα παράδειγμα πολύ πιο πρόσφατο. Πριν από εκατό μόλις χρόνια, οι άνθρωποι έκαιγαν σιγά σιγά μεγάλες δασικές εκτάσεις, για να εκμεταλλευτούν τη γη και να κερδίσουν βοσκοτόπια και χωράφια, κι η ενέργεια τους αυτή δεν είχε τίποτα το παράλογο. H ίδια ενέργεια, σήμερα, δεν είναι μόνο παράλογη αλλά κι εγκληματική. Έχουμε εντελώς διαφορετικά – και πολύ καλύτερα – κριτήρια.
Ο λόγος, λέει ο Χέγκελ, είναι επίσης κάτι δυναμικό – μια εξελικτική διαδικασία. Και η “αλήθεια” είναι αυτή ακριβώς η εξέλιξη Γιατί δεν υπάρχουν κριτήρια έξω από την πορεία της ιστορίας, που θα μπορούσαν ν’ αποφασίσουν τι είναι πιο σωστό ή τι είναι πιο αληθινό.
Για παράδειγμα, δεν μπορεί να πάρει κάποιος διάφορες ιδέες από την αρχαιότητα ή από το Μεσαίωνα, από την Αναγέννηση ή από το Διαφωτισμό, και να πει: αυτή είναι σωστή, αυτή είναι λάθος. Γι’ αυτό και δεν μπορεί κάποιος να πει ότι ο Πλάτωνας είχε δίκιο κι ο Αριστοτέλης άδικο. Δεν μπορείς να δώσεις δίκιο στον Χιουμ κι άδικο στον Καντ ή στον Σέλινγκ. Αυτός είναι ένας τρόπος σκέψης που δε λαμβάνει υπόψη του την ιστορική εξέλιξη.
Ο Χέγκελ λέει ότι δεν μπορείς ν’ αποσπάσεις καμιά ιδέα και καμιά φιλοσοφική σκέψη από την ιστορική πραγματικότητα που τη γέννησε. Αλλά, ο άνθρωπος κατεβάζει διαρκώς καινούριες ιδέες. O λόγος είναι “προοδευτικός”. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη γνώση διαρκώς προχωράει προς τα εμπρός* και μαζί της “προοδεύει” και ο άνθρωπος.
Με αυτό το σκεπτικό η φιλοσοφία του Καντ είναι λίγο πιο σωστή από τη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Ή για να το πούμε αλλιώς, το Παγκόσμιο Πνεύμα προχώρησε κάμποσα βήματα από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι την εποχή του Καντ. Αν ξαναγυρίσουμε στην εικόνα του ποταμού, μπορούμε να πούμε ότι τώρα κυλάει περισσότερο νερό στην κοίτη του. Έχουν περάσει, άλλωστε, πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια. O Καντ, όμως, δεν πρέπει να φαντάζεται ότι οι δικές του σκέψεις, οι δικές του “αλήθειες”, θα μείνουν αμετακίνητες και θ’ αποτελέσουν αιώνια ορόσημα στις όχθες του ποταμού. Ούτε οι δικές του σκέψεις είναι τα τελικά συμπεράσματα της σοφίας- η επόμενη γενιά θα τις μελετήσει και θα τις κρίνει με όλες της της δυνάμεις. Κι αυτό ακριβώς έγινε.
Ο Χέγκελ εξηγεί ότι το Παγκόσμιο Πνεύμα κινείται διαρκώς για όλο και πλατύτερη, όλο και διαυγέστερη συνείδηση του εαυτού του. Κατά τη γνώμη του Χέγκελ, λοιπόν, το ζήτημα ναι να φτάσει σιγά σιγά το Παγκόσμιο Πνεύμα στην απόλυτη συνείδηση του εαυτού του. O κόσμος υπάρχει από πάντα, αλλά το Πνεύμα του συνειδητοποιεί σιγά σιγά την ιδιαιτερότητα και την ταυτότητα του, χάρη στον πολιτισμό και στην ανάπτυξη του ανθρώπου.
Όποιος μελετήσει την ιστορία, έλεγε, καταλαβαίνει αμέσως ότι η ανθρωπότητα κινείται προς ολοένα μεγαλύτερη γνώση και ανάπτυξη του εαυτού της. H ιστορία δείχνει με σαφήνεια μια εξέλιξη προς τον ορθό λόγο και την ελευθερία. Φυσικά, υπάρχουν πού και πού πισωγυρίσματα. Αλλά, σε γενικές γραμμές, η πορεία τραβάει μπροστά. Επομένως, η ιστορία για τον Χέγκελ έχει ένα στόχο: την εξέλιξη και την ασταμάτητη πρόοδο.
Η ιστορία είναι για τον Χέγκελ μια μακριά κι αδιάκοπη αλυσίδα σκέψεων και μάλιστα οι κρίκοι της δεν έρχονται να δεθούν τυχαία ο ένας με τον άλλο, αλλά ακολουθούν ορισμένους κανόνες. Όποιος μελετήσει διεξοδικά την ιστορία, θα παρατηρήσει ότι, τις περισσότερες φορές, μια νέα ιδέα έρχεται να στηριχτεί σε ιδέες και σκέψεις που εκφράστηκαν παλαιότερα. Και μόλις διατυπωθεί αυτή η νέα σκέψη, δε θ’ αργήσουν ν’ ακουστούν και οι πρώτες αντιρρήσεις, οι πρώτες διαφωνίες. Κατ’ αυτό τον τρόπο, υπάρχουν πάντα δύο αντίθετοι πόλοι, κι ανάμεσα τους δημιουργείται μια ένταση που λύνεται μόνο με μια τρίτη σκέψη, η οποία κρατάει από τα δύο αντίθετα άκρα το καλύτερο και συνεχίζει την πορεία προς τα εμπρός. O Χέγκελ ονόμασε αυτή την εξέλιξη διαλεκτική εξέλιξη.
Για παράδειγμα: οι Ελεάτες θεωρούσαν αδύνατη οποιαδήποτε μεταβολή στη φύση. Κατέληξαν, λοιπόν, ν’ αρνηθούν όλες τις μεταβολές, ακόμα κι όταν τις αντιλαμβάνονταν με τις αισθήσεις τους. Οι Ελεάτες διατύπωσαν έναν ισχυρισμό, κι ο Χέγκελ ονομάζει αυτούς τους ισχυρισμούς “θέσεις”.
Αλλά κάθε φορά που κάποιος διατυπώνει μια σαφή και ξεκάθαρη θέση, δεν αργεί να παρουσιαστεί και η αντίθετη της. Αυτή την αντίθετη θέση, ο Χέγκελ την ονομάζει άρνηση. H άρνηση της φιλοσοφίας των Ελεατών ήταν η φιλοσοφία του Ηράκλειτου, που έλεγε ότι “τα πάντα ρει”. Ανάμεσα σ’ αυτές τις διαμετρικά αντίθετες ιδέες, δημιουργήθηκε μια τάση, που “λύθηκε” όταν ο Εμπεδοκλής διατύπωσε την άποψη πως είχαν κι οι δυο λίγο δίκιο και λίγο άδικο.
Οι Ελεάτες είχαν δίκιο πως στην ουσία τίποτα δεν αλλάζει. H ιδέα τους, ωστόσο, ότι δεν μπορούσαμε να εμπιστευτούμε καθόλου τα δεδομένα των αισθήσεων μας ήταν λανθασμένη. O Ηράκλειτος είχε δίκιο όταν έλεγε ότι μπορούμε να στηριζόμαστε στις αισθήσεις μας, αλλά δεν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι όλα αλλάζουν. Γιατί δεν υπάρχει μία μόνο πρωταρχική ύλη. H σύνθεση μπορεί ν’ αλλάζει, όχι όμως και τα πρωταρχικά στοιχεία αυτά καθ’ αυτά.
H άποψη του Εμπεδοκλή, που βρισκόταν στη μέση των δύο προηγουμένων, συνδυάζοντας και τις δύο, ονομάζεται από τον Χέγκελ “άρνηση της άρνησης“».
Χρησιμοποιούσε δε και τρεις άλλους όρους για τα τρία στάδια του δρόμου που οδηγεί στη γνώση: θέση, αντίθεση, σύνθεση. Μπορείς να ονομάσει κάποιος θέση τον ορθολογισμό του Ντεκάρτ – η εμπειριστική φιλοσοφία του Χιουμ θα είναι τότε η αντίθεση. H σύνθεση αυτών των δύο αντίθετων τρόπων σκέψης είναι η φιλοσοφία του Καντ. O Καντ έδωσε δίκιο και στους ορθολογιστές και στους εμπειριστές. Παράλληλα, έδειξε ότι είχαν κάνει κι οι δυο τους σημαντικά λάθη. H ιστορία, όμως, δεν τελειώνει με τον Καντ. H σύνθεση του Καντ έγινε με τη σειρά της αφετηρία για μια νέα σειρά τριών κρίκων, για μια νέα “τριάδα” σκέψεων. Γιατί και η σύνθεση γίνεται θέση κι ακολουθείται από μια νέα αντίθεση.
Η Διαλεκτική του Χέγκελ, όμως, δεν εφαρμόζεται μόνο στην ιστορία. Κι όταν συζητάμε – ή αναλύουμε κάτι -, σκεφτόμαστε με διαλεκτικό τρόπο. Προσπαθούμε να εντοπίσουμε τα λάθη σ’ ένα συλλογισμό. O Χέγκελ ονόμασε αυτή τη διαδικασία “αρνητική σκέψη”. Κι όταν βρούμε τα λάθη, κρατάμε τα καλά στοιχεία.
Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι ένας σοσιαλιστής κι ένας συντηρητικός κάθονται και κουβεντιάζουν, για να λύσουν μαζί ένα κοινωνικό πρόβλημα. Αργά ή γρήγορα, θα παρατηρηθεί κάποια ένταση ανάμεσα στις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις τους. Αυτό δε σημαίνει ότι ο ένας έχει σε όλα δίκιο κι ο άλλος σε όλα άδικο. Το πιθανότερο είναι ότι και οι δύο έχουν λίγο δίκιο και λίγο άδικο. Στην πορεία της συζήτησης, θα κρατήσουν, αν είναι, φυσικά, έξυπνοι, τα καλύτερα στοιχεία από τις προτάσεις του καθενός.
Αλλά δυστυχώς δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνουμε ποιο είναι το καλό και ποιό το κακό. Γι αυτό και πρέπει να αφήσουμε την ιστορία να μας πει για το σωστό και το λάθος. Και όπως έλεγε ο Χέγκελ, μόνο ό,τι είναι λογικό ή σωστό καλύτερα μπορεί να επιβιώσει.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η έννοια “ύπαρξη” και η έννοια “ανυπαρξία”. Είναι αδύνατο να συλλογιστεί κανείς ότι υπάρχει, χωρίς να θυμηθεί, την ίδια κιόλας στιγμή, ότι δε θα είναι για πάντα εδώ. Αυτές οι δυο εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες, το “Είναι” και το “Μη Είναι”, συνδυάζονται με την έννοια “Γίγνεσθαι”. Γιατί αυτό που γίνεται σημαίνει πως είναι τώρα ή θα είναι αργότερα, αλλά δε θα είναι για πάντα.
Η Λογική του Χέγκελ είναι, λοιπόν, μια δυναμική λογική. Θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι γεμάτη αντιθέσεις. Άρα και η περιγραφή της πραγματικότητας πρέπει να ξέρει να περιγράφει τις αντιθέσεις.
O Χέγκελ έδινε μεγάλη σημασία σε κάποιους παράγοντες που ονόμαζε “αντικειμενικές δυνάμεις”. Κι εννοούσε την οικογένεια και το κράτος. Για τον Χέγκελ, το κράτος αντιπροσωπεύει “περισσότερα” απ’ ό,τι ο απλός πολίτης. Αντιπροσωπεύει “περισσότερα” ακόμα κι από το άθροισμα όλων των πολιτών. O Χέγκελ θεωρεί πως είναι αδύνατο να ζήσει ο άνθρωπος έξω από την κοινωνία. Όποιος αδιαφορεί για τον κοινωνικό του περίγυρο κι ανασηκώνει τους ώμους του με απάθεια “ψάχνοντας να βρει τον εαυτό του” είναι, κατά τη γνώμη του Χέγκελ, τρελός κι ανόητος.
Πηγή: Ο Κόσμος της Σοφίας – Jostein Gaarder