Οι εκδηλώσεις της ανθρώπινης επιθετικότητας και βίαιης συμπεριφοράς είναι παντού αισθητές και επηρεάζουν όλες τις πτυχές της ατομικής και συλλογικής ζωής μας. Από την κακοποίηση των παιδιών από τους γονείς τους μέχρι την ωμή και αυθαίρετη βία που ασκούν τα «όργανα της τάξης» στους πολίτες· από τη συναισθηματική βία που ασκείται στους χώρους εργασίας και τα σχολεία μέχρι τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου, η βίαιη συμπεριφορά ήταν και είναι πανταχού παρούσα στην ανθρώπινη ιστορία.
Όταν ένας άνθρωπος, κατά κανόνα άνδρας, εκδηλώνει μια τόσο απάνθρωπη και αντικοινωνική συμπεριφορά, το κάνει συνειδητά ή μήπως «εξαναγκάζεται» παρά τη βούλησή του; Και όποτε συμβαίνει αυτό -και συμβαίνει πολύ συχνά- ο «εύφρων άνθρωπος» (Homo sapiens) μπορεί να θεωρείται υπεύθυνος για τις πράξεις του «βίαιου ανθρώπου» (Homo violens) που κρύβει μέσα του;
Καθημερινά διαβάζουμε στον Τύπο για τα πιο αποκρουστικά εγκλήματα: βιασμούς γυναικών ή ανηλίκων, κακοποίηση παιδιών στο σχολείο από συμμαθητές τους, δολοφονίες συνανθρώπων μας για λίγα ευρώ, τυφλές τρομοκρατικές ενέργειες με πολλά αθώα θύματα.
Το να αποδίδουμε τέτοιες εγκληματικές πράξεις στη γενικευμένη παρακμή των ηθικών αξιών ή στην πλήρη απαξίωση του θεσμού της οικογένειας αποτελεί μια προφανή αλλά, δυστυχώς, ελάχιστα διαφωτιστική αντίδραση, η οποία το μόνο που πετυχαίνει είναι ίσως να μας καθησυχάζει ψυχολογικά: η βίαιη συμπεριφορά αφορά πάντα τους άλλους και ποτέ εμάς τους ίδιους. Πάντως, το γεγονός ότι οι περισσότεροι από εμάς καταφεύγουν σε τέτοιες απλοϊκές και μονομερείς «εξηγήσεις» οφείλεται προφανώς στην εγγενή πολυπλοκότητα και στην άκρως ανησυχητική επιρροή της βίας στη ζωή μας. Στην πραγματικότητα όλοι κατά βάθος γνωρίζουμε ότι είναι αδύνατον να αποδοθεί η βίαιη συμπεριφορά σε μία και μόνο αιτία!
Αντίθετα, οι περισσότερες εκδηλώσεις ανθρώπινης βίας προκύπτουν από τη σύμπραξη πολλών παραγόντων, ενδογενών και εξωγενών: για να εκδηλώσει ένα άτομο ενδογενή γενετική ή νευροψυχολογική προδιάθεση στη βία πρέπει να συντρέχουν και κάποια εξωτερικά αίτια -παιδικές τραυματικές εμπειρίες, έκθεση σε ενδοοικογενειακή βία, μεγάλη κοινωνική καταστολή, έντονη επαγγελματική αβεβαιότητα κ.ο.κ.- τα οποία είναι συνήθως απαραίτητα για να πυροδοτηθεί η αλυσωτή αντίδραση που οδηγεί στην εξωτερίκευση της βίας.
Χωρίς καμία πρόθεση να «νομιμοποιήσουμε» την όποια προσφυγή στη βία, έχει, πιστεύουμε, εξαιρετικό ενδιαφέρον το πώς η σύγχρονη επιστήμη επιχειρεί στις μέρες μας να διαφωτίσει ένα τόσο περίπλοκο βιοψυχολογικό και, ταυτόχρονα, κοινωνικό φαινόμενο. Με δεδομένο μάλιστα το τεράστιο κοινωνικό ενδιαφέρον του θέματος, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει ότι έχει σημειωθεί, τα τελευταία χρόνια, σημαντική πρόοδος στην επιστημονική διερεύνηση της ατομικής και συλλογικής βίας.
Η πιο συστηματική ψυχολογική έρευνα ξεκίνησε το 1972 από μια διεθνή επιστημονική ομάδα, η οποία τα επόμενα 34 χρόνια παρακολούθησε συστηματικά την ανάπτυξη χιλίων ατόμων και από τα δύο φύλα που γεννήθηκαν στην πόλη Dunedin της Νέας Ζηλανδίας. Τα άτομα αυτά υποβλήθηκαν σε τακτικές νευροψυχολογικές εξετάσεις από τη γέννησή τους μέχρι τα τρία τους χρόνια, κατόπιν κάθε δύο χρόνια μέχρι το 15ο έτος της ηλικίας τους και στη συνέχεια όταν συμπλήρωσαν τα 18, 21, και 32 χρόνια.
Αναλύοντας τα δεδομένα από αυτή την έρευνα, οι Τ. Moffitt και Α. Caspi κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα άτομα που εκδήλωναν κάποια αντικοινωνική συμπεριφορά συνοδευόμενη από πράξεις σωματικής βίας χωρίζονταν σε δύο ομάδες: η πλειονότητα είχε ηλικία μεταξύ 13 και 15 ετών και οι τάσεις τους για βίαιη παραβατική συμπεριφορά εξαφανίζονταν το ίδιο απότομα όπως εμφανίζονταν. Μια πολύ μικρότερη ομάδα, ωστόσο, εμφάνιζε ήδη από την παιδική ηλικία (ορισμένοι από 5 ετών!) μια ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά και εξακολουθούσε σταθερά να εκδηλώνει αυτή τη συμπεριφορά ακόμη και στην ωριμότητα. Αυτή η δεύτερη ομάδα ιδιαίτερα βίαιων ατόμων όπως διαπίστωσαν αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από αγόρια. Κατέληξαν λοιπόν στο φαινομενικά παράδοξο συμπέρασμα ότι αν κάποιος ανήκει στο αρσενικό φύλο, έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να εκδηλώσει την εγγενή επιθετικότητά του με βίαιο τρόπο.
Γιατί η σωματική βία είναι συνήθως ανδρική;
Πράγματι, πλήθος ψυχογραφικών και στατιστικών ερευνών επιβεβαιώνουν το μάλλον αξιοπερίεργο γεγονός ότι, σε ολόκληρο τον κόσμο, οι έφηβοι και οι νεαροί άνδρες διαπράττουν την πλειονότητα των πιο βίαιων εγκλημάτων. Σύμφωνα, μάλιστα, με τα επίσημα στοιχεία του FBI για το 2004 στις ΗΠΑ, το 90,1% από όσους συνελήφθησαν για δολοφονικές πράξεις ήταν άνδρες, ενώ το 82,1% από όσους συνελήφθησαν για βίαιες πράξεις ήταν επίσης νεαροί άνδρες.
Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει, όπως εσφαλμένα υποστηρίζουν αρκετές φεμινίστριες, ότι οι γυναίκες εκδηλώνουν μικρότερη επιθετικότητα από ό,τι οι άνδρες. Υποδεικνύει όμως σαφώς ότι το λεγόμενο «ασθενές φύλο» επιλέγει και μαθαίνει από νωρίς να εκφράζει με τρόπο λιγότερο άμεσο και πιο συγκαλυμμένο την ιδιόμορφη -περισσότερο ψυχολογική παρά σωματική- θηλυκή βία.
Τα αίτια για αυτή τη φυλετική διαφοροποίηση στον τρόπο που εκδηλώνεται η ανθρώπινη βία είναι πολλά και θα πρέπει να αναζητηθούν τόσο στην εξελικτική μας ιστορία όσο και στα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς που τα παιδιά υποχρεώνονται να εμπεδώσουν από τη γέννησή τους. Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα περισσότερα αγοράκια πρέπει να μάθουν από νωρίς «να υπερασπίζονται διά της βίας τον εαυτό τους», ενώ τα κοριτσάκια «δεν πρέπει να παίζουν μπουνιές» αλλά να επιβάλλουν με πιο έμμεσους τρόπους τη θέλησή τους.
Πάντως, όσοι επιμένουν ότι οι νευροβιολογικοί παράγοντες παίζουν δευτερεύοντα ή και ασήμαντο ρόλο στις εκδηλώσεις της ανθρώπινης βίας στα δύο φύλα, και συνεπώς ότι αυτές καθορίζονται «σε τελευταία ανάλυση» από κοινωνικούς αποκλειστικά παράγοντες, θα πρέπει μάλλον να αναθεωρήσουν ορισμένες από τις απόψεις τους. Σήμερα, για παράδειγμα, στο δίλημμα «φύση ή ανατροφή» φαίνεται να κυριαρχεί η φύση -όμως η διαμάχη παραμένει ανοιχτή παρά την απλοϊκή ερμηνεία των πρόσφατων νευροβιολογικών κατακτήσεων.
Πράγματι, για να εξηγήσουν το γιατί οι άνδρες καταφεύγουν συχνότερα από τις γυναίκες στη σωματική βία, οι επιστήμονες επικαλούνται την τεστοστερόνη, μια τυπικά ανδρική ορμόνη. Οπως σε πολλά άλλα ζωικά είδη, έτσι και στον άνθρωπο διαπίστωσαν ότι η υψηλή συγκέντρωση τεστοστερόνης στο νευρικό σύστημα έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς. Στον άνθρωπο όμως η εξάρτηση της βίαιης συμπεριφοράς από αυτή την ορμόνη είναι λιγότερο άμεση και εμφανής από ό,τι σε ζώα με λιγότερο σύνθετο νευρικό σύστημα από το δικό μας. Εντούτοις, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι δράστες βίαιων εγκλημάτων παρουσιάζουν σαφώς υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης απ’ ό,τι οι δράστες λιγότερο βίαιων εγκλημάτων.
Η συγκέντρωση αυτής της ορμόνης στον εγκέφαλό μας υπόκειται σε μεγάλες διακυμάνσεις. Για παράδειγμα, στους άνδρες αυξάνεται κατακόρυφα λίγο πριν από έναν αθλητικό αγώνα. Και ενώ στους νικητές η συγκέντρωσή της παραμένει υψηλή αρκετή ώρα μετά το τέλος του αγώνα, στους ηττημένους πέφτει αμέσως κατακόρυφα. Ορισμένοι ερευνητές, μάλιστα, θεωρούν πιθανό η συχνή εμπειρία βίαιων ή απλώς συγκρουσιακών καταστάσεων μεγάλης ανταγωνιστικότητας να μεταβάλλει με σχεδόν μόνιμο τρόπο τα επίπεδα συγκέντρωσης αυτής της ορμόνης και συνεπώς να διευκολύνει την εξωτερίκευση της βίαιης συμπεριφοράς!
Πολλές άλλες έρευνες υποδεικνύουν τη σαφέστατη σχέση που όντως υπάρχει μεταξύ βίαιης συμπεριφοράς και ενός είδους μόνιμου νευροχημικού βραχυκυκλώματος. Σε πολλά άτομα που είχαν καταδικαστεί για ιδιαίτερα βίαια εγκλήματα οι νευροεπιστήμονες διαπίστωσαν την παρουσία μόνιμων ανατομικών και φυσιολογικών εγκεφαλικών αλλοιώσεων, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στον προμετωπιαίο φλοιό και στο βαθύτερο μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου (βλ. ειδικό πλαίσιο), εγκεφαλικές περιοχές που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των συγκινήσεων και στον έλεγχο των συναισθηματικών αντιδράσεων ενός ανθρώπου.
Οπως προκύπτει από πολλές και διαφορετικές μελέτες, στη λήψη και τον έλεγχο πολλών συνειδητών μας αποφάσεων και «ελεύθερων» επιλογών μας εμπλέκονται συγκεκριμένα κυκλώματα του προμετωπιαίου φλοιού, τα οποία μπορούν, όταν χρειάζεται, να καταστέλλουν (μέσω των κατάλληλων νευροχημικών σημάτων) ορισμένες περιοχές του πιο πρωτόγονου εξελικτικά μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου, και πιο συγκεκριμένα του υποθάλαμου και της αμυγδαλής, δύο δομών του μεταιχμιακού συστήματος που διαμορφώνουν τα αισθήματα φόβου, πανικού αλλά και τις βίαιες αντιδράσεις μας. Συνεπώς, κάθε διακοπή ή αλλοίωση -εξαιτίας ενός τραύματος, μιας γενετικής μετάλλαξης- της φυσιολογικής επικοινωνίας μεταξύ του αρχαιότερου μεταιχμιακού συστήματος και του πιο εξελιγμένου προμετωπιαίου φλοιού πιθανά να καθιστά το άτομο παντελώς ανίκανο να ελέγχει συνειδητά τις συναισθηματικές του αντιδράσεις!
Οσο μάλιστα νωρίτερα στη ζωή ενός ανθρώπου διακόπτεται, από κάποια ασθένεια ή τραύμα, αυτό το αμφίδρομο κανάλι επικοινωνίας και ελέγχου του «ανώτερου» μετωπιαίου φλοιού με τις κατώτερες δομές του μεταιχμιακού συστήματος τόσο δραματικότερες είναι οι συνέπειες. Αυτό το αναμφισβήτητο γεγονός επιβεβαιώνεται από διάφορες κλινικές παρατηρήσεις σε ασθενείς με σοβαρά νευρολογικά προβλήματα, καθώς και από τις ενδελεχείς καταγραφές, μέσω τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ), της λειτουργίας του εγκεφάλου φυλακισμένων δολοφόνων ή των ιδιαίτερα βίαιων ατόμων.
Από τις τρισδιάστατες απεικονίσεις της λειτουργίας του εγκεφάλου των φυλακισμένων ο διάσημος Αμερικανός νευρολόγος Adrian Raine διαπίστωσε την παρουσία σημαντικών διαφορών ανάμεσα στους κρατουμένους που είχαν διαπράξει το φόνο αυθόρμητα, υπό την επήρεια μεγάλου θυμού ή έντονης συναισθηματικής εμπλοκής, και στους ψυχρούς επαγγελματίες δολοφόνους οι οποίοι είχαν προσχεδιάσει λεπτομερώς και είχαν διαπράξει το έγκλημα χωρίς καμία συναισθηματική εμπλοκή. Στην πρώτη περίπτωση, των «θερμών» δολοφόνων, διαπίστωσε μια εμφανώς μειωμένη και ανεπαρκή λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού του εγκεφάλου τους, ενώ αντίθετα τα επίπεδα λειτουργίας του προμετωπιαίου φλοιού των «ψυχρών» δολοφόνων ήταν απολύτως φυσιολογικά!
Ετσι, σήμερα η διαζευκτική περιγραφή που αντιπαραθέτει τη φύση-βιολογία στην ανατροφή-πολιτισμό, απ’ ό,τι φαίνεται κλίνει μάλλον προς τη φύση-βιολογία, εισάγοντας μια «νέα» αντίληψη και περιγραφή που τείνει να «βιολογικοποιεί» κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά, αναζητά δηλαδή αποκλειστικά στα γονίδια και, πιο πρόσφατα, στις εγκεφαλικές δομές όλες τις εξηγήσεις της ανθρώπινης φυσιολογικής και παραβατικής συμπεριφοράς. Συνεπώς, τα αίτια των σοβαρών κοινωνικών και ιστορικών αδιεξόδων του πολιτισμού μας θα πρέπει πλέον να αναζητηθούν, να εξηγηθούν και ίσως να «θεραπευτούν» από την έρευνα των νευροβιολογικών προϋποθέσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Αυτή η προσέγγιση κυριαρχεί πλέον και στην έρευνα της ανθρώπινης βίας. Η προσέγγιση αυτή, ενώ βασίζεται σε πραγματικά επιστημονικά δεδομένα, τείνει να είναι εξίσου αποσπασματική και μονομερής με την αντίθετή της, επικρατέστερη μέχρι χθες, αντίληψη που απέδιδε τα πάντα στην ανατροφή και σε εξωγενείς κοινωνιο-ιστορικούς παράγοντες. Και ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν βιολογικά αίτια για κάποιες ακραίες εγκληματικές συμπεριφορές, η ίδια η εγκληματικότητα δεν έχει καθόλου αποδειχθεί ότι διαθέτει σαφείς νευροβιολογικές ρίζες και ότι καθορίζεται αποκλειστικά από βιολογικά αίτια! Αντίθετα, αν κάτι έγινε σαφές από τις πρόσφατες νευροβιολογικές κατακτήσεις είναι ότι η εγκληματικότητα είναι «σχέση» και όχι «κάποιο πράγμα», είναι δηλαδή μια «τάση» και όχι ένα σαφές βιολογικό «αντικείμενο». Υπάρχουν μόνο συγκεκριμένες σχέσεις βίας μεταξύ διαφορετικών ανθρώπινων εγκεφάλων και μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, σχέσεις που μόνο αλληλεπιδρώντας συνδιαμορφώνουν και εξελίσσουν τον τρόπο σκέψης των εγκεφάλων μας. *
Από πολυάριθμες νευροβιολογικές έρευνες προέκυψε ότι κάποιες ανωμαλίες ή τραύματα στα νευρωνικά κυκλώματα του προμετωπιαίου φλοιού του εγκεφάλου μας μπορεί να επηρεάζουν δραστικά την κοινωνική μας συμπεριφορά και μας καθιστούν ανίκανους να ελέγχουμε τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να αντιδράμε με ιδιαίτερα βίαιο και ανεξέλεγκτο τρόπο.
Για να εξηγήσουν τέτοια φαινόμενα ανεξέλεγκτης σωματικής βίας που συχνά οδηγούν σε δολοφονίες, ορισμένοι επιφανείς νευροεπιστήμονες πρότειναν τη θεωρία του «μετωπιαίου εγκεφάλου» για τον έλεγχο της βίας. Η περιοχή αυτή εμπλέκεται άμεσα στη λήψη συνειδητών αποφάσεων και στη λειτουργία της «ελεύθερης βούλησης». Αυτό το πετυχαίνει χάρη στον νευρολογικό έλεγχο που μπορεί να ασκεί ο πιο πρόσφατα εξελιγμένος μετωπιαίος φλοιός πάνω στις βαθύτερες και άρα πιο πρωτόγονες εξελικτικά εγκεφαλικές δομές, όπως είναι το μεταιχμιακό σύστημα.
Από καιρό ήταν γνωστό στους ειδικούς ότι το μεταιχμιακό σύστημα και ειδικότερα δύο δομές του, ο υποθάλαμος και η αμυγδαλή, παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία αισθημάτων όπως ο φόβος και η επιθετικότητα. Οταν εξαιτίας ενός τραύματος ή κάποιας ανωμαλίας διακόπτεται η επικοινωνία αυτών των δύο εγκεφαλικών δομών, το άτομο είναι ανίκανο να ελέγξει και να περιορίσει με τη βούλησή του τις εξαιρετικά βίαιες αντιδράσεις του. Αυτή η επιστημονική υπόθεση καταφέρνει να εξηγήσει τη συνήθη απίστευτη ωμότητα, την παντελή έλλειψη φόβου ή τύψεων που επιδεικνύουν ορισμένοι, αλλά όχι όλοι, δολοφόνοι.
Από τον Σπύρο Μανουσέλη στην Ελευθεροτυπία