«Βρισκόμουν σε ένα περιποιημένο, όμορφα διακοσμημένο δικηγορικό γραφείο. Ο προσηνής δικηγόρος που καθόταν απέναντί μου με πληροφορούσε για την επιμέλεια, τη διατροφή, την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων, τις διακοπές των παιδιών κ.τ.λ. Οσο τον άκουγα, έτριβα το δάχτυλο του δεξιού χεριού – στο σημείο όπου κάποτε υπήρχε η βέρα μου. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα βρισκόμουν στη θέση να πάρω διαζύγιο, όχι επειδή πήγαινε καλά ο γάμος μου -κάθε άλλο-, αλλά επειδή ήταν κάτι το οποίο είχα δει να συμβαίνει μόνο σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. “Ωραία”, είπα από μέσα μου, “το έζησα και αυτό”».
Μια φίλη μου χωρίζει. Δεν είναι η μόνη. Τα τελευταία χρόνια οι χωρισμοί είναι πολλοί. Το 2014 ο αριθμός των εκδοθέντων διαζυγίων εκτινάχθηκε στις 18.353 από τις 13.164 που ήταν το 2013, σύμφωνα με το Εθνικό Ληξιαρχείο.
Ο δημοφιλής ψυχίατρος Ματθαίος Γιωσαφάτ εξέδωσε πέρυσι το βιβλίο «Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί» (εκδ. Αρμός), το οποίο κάνει θραύση στα βιβλιοπωλεία. Τυχαίο; Δεν νομίζω. Διαβάζουμε σ’ αυτό ότι το 50% των ανθρώπων χωρίζουν σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια το ποσοστό των διαζυγίων έφτανε το 23%, ενώ σήμερα είναι 37%. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι σε πέντε χρόνια θα βρισκόμαστε στα ίδια επίπεδα με αυτά του εξωτερικού. «Οι σχετικά καλοί γάμοι αγγίζουν ένα ποσοστό περίπου 20% και, κατά τη δική μου εμπειρία, μόλις το 5% με 10% είναι πραγματικά ευτυχισμένοι», δηλώνει ο ίδιος. Είναι φανερό, λοιπόν, πως ο γάμος δεν «δουλεύει» σήμερα. Το ερώτημα είναι γιατί. «Ο γάμος φαίνεται κάτι απλό – ερωτεύεσαι κάποιον και περνάς την υπόλοιπη ζωή σου μαζί του. Οι προπάπποι μας το έκαναν, οι παππούδες μας, οι γονείς μας. Τότε γιατί στο διάολο δεν μπορούμε εμείς;» αναρωτιέται ο μπλόγκερ και πρόσφατα διαζευγμένος Anthony d’ Ambrosio στο αμερικανικό Huffington Post. Τι φταίει που δύο άνθρωποι δεν μένουν πια μαζί «μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος»; Είναι τα οικονομικά προβλήματα; Εχει να κάνει με τη γενιά μας; Είναι η κρίση της μέσης ηλικίας (τα περισσότερα διαζύγια εκδίδονται μεταξύ 35 και 45 ετών); Είναι το πρόβλημα της μονογαμίας; Ή απλώς είναι θέμα εγωισμού; Ο 29χρονος Αμερικανός πιστεύει «ότι οι καινούργιες γενιές απλώς δεν είναι κατάλληλα “εξοπλισμένες” για να χειρίζονται το γάμο».
«Ολοι θέλουν να παίρνουν»
Μπορεί η είδηση ενός διαζυγίου να μη σοκάρει πλέον, παραμένει ωστόσο σημαντικό θέμα δημόσιας συζήτησης. Ξεκίνησα να το ψάχνω, προκειμένου να βρω απαντήσεις. «Προβλήματα αντιμετωπίζουν γενικά οι ανθρώπινες σχέσεις. Οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν τρέφουν πλέον αυταπάτες, έχει γιγαντωθεί το εγώ τους, καθώς και η ανάγκη τους για αυτοπραγμάτωση, ευτυχία και ανανέωση του έρωτα, οπότε αυτά μερικές φορές συγκρούονται με το θεσμό του γάμου», υποστηρίζει η Μαριαλένα Σπυροπούλου, ψυχοθεραπεύτρια και συνεργάτις της «Καθημερινής». «Επίσης, θα λέγαμε ότι συνολικά οι κοινωνίες πάσχουν από παθολογικό ναρκισσισμό. Κανείς -δεν γενικεύω, είναι σχήμα λόγου- δεν επιθυμεί να δώσει, όλοι θέλουν να παίρνουν».
Οπότε έχει δίκιο ο Αμερικανός συνάδελφος όταν λέει ότι οι νεότερες γενιές δεν έχουν τα απαραίτητα εφόδια για το γάμο; Η ψυχοθεραπεύτρια δείχνει να συμφωνεί: «Η δική μου γενιά καθώς και οι νεότερες είναι ενημερωμένες, ταξιδεμένες και καταρτισμένες, μας λείπει όμως η βαθιά γνώση για τη μητρότητα και την πατρότητα. Γυναίκες και άνδρες μπαίνουν στο γάμο εντελώς ανέτοιμοι».
Τα αίτια των διαζυγίων είναι πολλά και ποικίλα. Ο δικηγόρος Γιάννης Ψωμάς πιστεύει ότι αποτελούν συνδυασμό διαφορετικής κουλτούρας, οικονομικών δυσχερειών και άγχους. «Τα ζευγάρια δεν μπαίνουν εύκολα στη διαδικασία να κάνουν οικογένεια, οπότε είναι πιο εύκολος ο χωρισμός», λέει. Η κρίση επίσης έπαιξε μεγάλο ρόλο, κατά τη γνώμη του. Η έλλειψη χρημάτων δημιουργεί προστριβές, ενώ τα χρέη γονατίζουν τα ζευγάρια. «Σε πολλά σπίτια σήμερα εργάζεται η μητέρα και όχι ο πατέρας. Το γεγονός ότι εκείνη φέρνει τα χρήματα δημιουργεί ανισορροπία και αγκυλώσεις». Σύμφωνα με τις στατιστικές, οι γυναίκες είναι εκείνες που συνήθως παίρνουν την απόφαση να χωρίσουν. «Δεν έχουν οικονομική ανάγκη, όπως παλιότερα, ούτε τίθεται θέμα κοινωνικής κατακραυγής. Ο άνδρας μπορεί να μένει σε μια σχέση ακόμη και αν υπάρχουν προβλήματα», συμπληρώνει ο κ. Ψωμάς.
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι οι γυναίκες είναι απογοητευμένες. Και έχουν κάθε λόγο να είναι: έχουν γίνει οι «κουβαλητές» της οικογένειας και, αντί να τους προσφέρουν την εφημερίδα και τις παντόφλες όταν σχολάνε από τη δουλειά, αντιμετωπίζουν την επικριτική διάθεση των συζύγων, οι οποίοι τις φορτώνουν με περισσότερες ενοχές, που τροφοδοτούνται από συντηρητικές νοοτροπίες περί παραδοσιακών ρόλων. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, τα διαζύγια αντανακλούν την εξέλιξη της φεμινιστικής επανάστασης. «Τώρα οι γυναίκες εργάζονται, έχουν δικό τους κύκλο, οπότε έχουν αυξημένες απαιτήσεις από τους συζύγους – ερωτικές, συναισθηματικές και πρακτικές. Επίσης, επειδή είχαν ζωή και πριν από το γάμο, δυσκολεύονται να κάνουν υπομονή. Δεν εξετάζω εάν είναι καλό ή κακό, απλώς το “φωτογραφίζω”», λέει η ψυχοθεραπεύτρια Μ. Σπυροπούλου.
Η Μαρία, 40 ετών, μητέρα δύο παιδιών, χώρισε ύστερα από δέκα χρόνια συμβίωσης. Τι συνέβη στη δική της περίπτωση; «Ακόμη προσπαθώ να καταλάβω. Το οικονoμικό ήταν αιτία πολλών καβγάδων», λέει. «Δουλεύεις πολλές ώρες, αλλά δεν έχεις πολλά χρήματα. Υποτίθεται ότι σ’ αυτή την ηλικία πρέπει να βρίσκεσαι σε επαγγελματική ακμή, όχι σε τέλμα. Αυτό φέρνει προβλήματα στη σχέση. Ισως αν ήταν πιο σίγουρος ο σύζυγός μου στα επαγγελματικά του, να δούλευε καλύτερα η σχέση μας. Μετά, τίθεται και το ερώτημα: Ποιου η καριέρα έχει προτεραιότητα; Ο άνδρας μου ήθελε να είμαι χειραφετημένη, αλλά από την άλλη θα προτιμούσε να είμαι η “μανούλα” που γίνεται θυσία για όλα, όπως ήταν η δική του μητέρα».
Σοβαρό λόγο παίζει και η ελληνική οικογένεια, η οποία επηρεάζει την ευτυχία ενός ζευγαριού. Ενας από τους λόγους που χώρισε πέρυσι ο Γιώργος, 35χρονος ιδιωτικός υπάλληλος, ήταν επειδή οι γονείς της συζύγου του ανακατεύονταν πολύ στη ζωή τους. «Εμεναν στον επάνω όροφο. Είχα τις καλύτερες σχέσεις μαζί τους, αλλά με έκαναν να νιώθω ευνουχισμένος. Η γυναίκα μου πρώτα συζητούσε μαζί τους τα προσωπικά μας θέματα και έπειτα απλώς μου ανακοίνωνε τις αποφάσεις τους. Από τα πιο απλά πράγματα, όπως σε ποιο εστιατόριο θα πάμε να φάμε, μέχρι τα πιο σοβαρά, όπως πότε θα κάνουμε παιδί. Επίσης, δεν ήμασταν οικονομικά ανεξάρτητοι – μας υποστήριζαν οι γονείς της. Αυτό, όμως, συμβαίνει πάντα με ανταλλάγματα», αποκαλύπτει. Το φαινόμενο αυτό συνεπάγεται τη δυσκολία ανάληψης ευθυνών: η ελληνική οικογένεια νομίζει ότι βοηθάει το παιδί της, δυστυχώς όμως το «βρεφοποιεί». «Οι “δεμένες” οικογένειες ευθύνονται για πολλές δυσλειτουργίες. Οι άνθρωποι πρέπει να εκπαιδεύονται για να είναι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι και να κάνουν τα δικά τους λάθη, και να πληρώνουν το τίμημα. Νομίζουμε ότι οι άνδρες -όπως και οι γυναίκες σήμερα-, επειδή φοράνε πιο μοντέρνα ρούχα, έχουν απόψεις, ξενυχτάνε ή σπούδασαν σε καλά πανεπιστήμια, απαγκιστρώθηκαν και από τη μαμά τους ή τον μπαμπά τους. Πολλές φορές η πραγματικότητα είναι άλλη και αυτό αναδεικνύεται στο γάμο αυτού του ανθρώπου, στο πώς ασυνείδητα ή συνειδητά επηρεάζεται», σχολιάζει η Μ. Σπυροπούλου.
Γάμος σημαίνει δυστυχία;
Το περίεργο είναι ότι, ενώ ο γάμος δεν φαίνεται να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους, εκείνοι εξακολουθούν να παντρεύονται. Βέβαια, υπάρχουν και εκείνοι που δεν πιστεύουν στο θεσμό. «Ο Τύπος και το σινεμά μάς παραμυθιάζουν με το “ένας και μοναδικός έρωτας”, δημιουργώντας μια καθολική φαντασίωση. Οταν φυσικά αυτή καταρρεύσει, δεν έχουμε τα μέσα να πραγματευτούμε άλλη βάση συμβίωσης και συνέχισης του γάμου. Τα διαζύγια λοιπόν προκύπτουν από τις αντιφάσεις του κοινωνικού συστήματος, δεν είναι επειδή εμείς είμαστε αποτυχημένοι ως σύζυγοι», λέει η συγγραφέας Αντζελα Δημητρακάκη, της οποίας το καινούργιο μυθιστόρημα «Aeroplast» μιλάει για μια μητέρα που αφήνει το παιδί της να το μεγαλώσει ο πατέρας του, προκειμένου εκείνη να ακολουθήσει την καριέρα της.
Κανείς δεν θέλει να είναι μόνος με ένα γάτο στο σπίτι, αλλά φαίνεται πως οι σύγχρονοι άνθρωποι δυσκολεύονται να συμβιώνουν με άλλους ανθρώπους. Η απορία, επομένως, παραμένει. Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί; Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ πιστεύει ότι «δεν υπάρχει μια απάντηση. Ο γάμος αυτός καθαυτόν είναι σωστός. Είναι η πιο συμφερτική κατάσταση στη ζωή μας. Εχουμε κοινά χρήματα, κοινά παιδιά με κοινή ζωή, κοινή σεξουαλική ευχαρίστηση, κοινό φαγητό. Είναι μια όαση ασφάλειας… Εντούτοις, για πολλούς ανθρώπους είναι η βασική πηγή της δυστυχίας τους. Η άποψή μου είναι ότι ο γάμος δεν θα πεθάνει, αλλά θα υποστεί διάφορες αλλαγές, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής».
ΣΕΛΑΝΑ ΒΡΟΝΤΗ Καθημερινή