Όλοι οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είχαν να προτείνουν μια θεωρία για την προέλευση του κόσμου και αυτή η θεωρία μιλούσε για κάποιο στοιχείο (νερό, φωτιά ή αέρα) ή και το σύνολο των στοιχείων σε αλληλεπίδραση. Αυτό σημαίνει ότι πίστευαν ότι κόσμος είναι κατανοητός από τον άνθρωπο όπως δήλωσε εμφατικά ο Παρμενίδης ότι «το όν είναι νοούμενο από τον άνθρωπο». Πρόκειται για μια θέση την οποία αποδέχονται και οι ορθολογιστές και οι εμπειριστές, ήδη από την εποχή της κλασικής και ελληνιστικής Ελλάδας με μια μικρή διαφοροποίηση μεταξύ τους.
Οι ορθολογιστές, με κύριους εκπρόσωπους τον Παρμενίδη και τον Πλάτωνα, θεωρούσαν ότι o νους έχει τη δυνατότητα να συλλάβει την φύση του κόσμου όπως αληθινά είναι, όχι όμως και οι αισθήσεις, οι οποίες μας εφοδιάζουν απλά με δοξασίες, απόψεις δηλαδή για τον κόσμο που μπορεί να έχουν ένα βαθμό αλήθειας αλλά πάντοτε ανακατεμένο με πλάνη. Οι εμπειριστές, με κύριους εκπρόσωπους τον Αριστοτέλη, του Στωικούς και τους Επικούρειους, θεωρούσαν ότι κάποιες αισθητηριακές εντυπώσεις μας προσφέρουν αληθινή εικόνα για τον κόσμο, είναι ανάγκη όμως να προσδιοριστούν κάποια κριτήρια διάκρισης αυτών των εντυπώσεων. Η μόνη εξαίρεση στη γενική αυτή τάση της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν κάποιοι Σοφιστές, με κύριο εκπρόσωπο τον Πρωταγόρα, οι οποίοι εξέφραζαν τη σχετικιστική θέση ότι ο καθένας μπορεί να διατυπώσει μια κρίση για τον κόσμο, η οποία όμως είναι αληθινή μόνο ως προς εκείνον, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα εκφοράς κρίσης, η οποία να είναι αληθινή αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τον ομιλητή. Μια παρόμοια αλλά πιο μετριοπαθώς διατυπωμένη άποψη είχε ο Δημόκριτος, ο οποίος έλεγε ότι η αλήθεια των πραγμάτων είναι σε ένα βάθος απρόσιτο στην ανθρώπινη αντίληψη.
Εκείνοι όμως που είπαν με τον πιο σαφή τρόπο ότι η αλήθεια των πραγμάτων δεν είναι εφικτή για τον άνθρωπο είναι οι σκεπτικοί φιλόσοφοι με κύριο εκπρόσωπο τον Πύρρωνα (-360 έως -270), όσο αυτός μας έχει γίνει γνωστός μέσα από τα κείμενα του Σέξτου του Εμπειρικού. Ο Πύρρωνας μάλιστα συνδύασε αυτή την ακραία άποψη με ένα πρακτικό επακόλουθο, που τον οδηγεί σε μια ηθική στάση παρόμοια με αυτήν του Επίκουρου. Διακήρυσσε λοιπόν ότι «είναι αδύνατο να διακρίνουμε, να μετρήσουμε και να κρίνουμε τα πράγματα (αδιάφορα, αστάθμητα, ανεπίκριτα) και γι’ αυτό το λόγο ούτε τα δεδομένα των αισθήσεων μας, ούτε οι κρίσεις μας είναι αληθείς ή ψευδείς. Δεν πρέπει λοιπόν να είμαστε για τίποτα κατηγορηματικοί λέγοντας ότι είναι έτσι και όχι αλλιώς. Για όσους υιοθετήσουν αυτή τη στάση, η συνέπεια θα είναι να φτάσουν πρώτα στην άρνηση να διατυπώνουν ισχυρισμούς για τη φύση των πραγμάτων (αφασία) και κατόπιν στην ψυχική ηρεμία (αταραξία)». Ο σκεπτικός διατυπώνει κρίσεις για τα πράγματα όπως φαίνονται σ’ αυτόν (φαινόμενα) και ποτέ για τα πράγματα καθεαυτά, και με την έννοια αυτή είναι σοφός αλλά όχι φιλόσοφος, εφόσον το κύριο αίτημα της φιλοσοφίας ήταν ανέκαθεν η ανακάλυψη της αντικειμενικής φύσης των πραγμάτων. Με τον τρόπο αυτό δεν κινδυνεύει να υποστεί νοητική σύγχυση, μια κατάσταση που προκύπτει από την αδυναμία ανακάλυψης της αλήθειας ή από την συγκατάθεσή του σε διάφορες εύλογες θεωρίες, οι οποίες όμως συχνά έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Η στάση αυτή της αποφυγής εμπλοκής σε φιλοσοφικά προβλήματα που κατά τη γνώμη των σκεπτικών ήταν εκ φύσεως άλυτα, καταγράφηκε στα κείμενά τους ως ‘εποχή’.
Η άποψη αυτή του Πύρρωνα, παρά την ακρότητά της, δεν απείχε και πολύ από τη στάση που κρατούσε ο μεγαλύτερος δάσκαλος της διαλεκτικής τέχνης, ο Σωκράτης. Η τακτική του, όπως αυτή αποτυπώνεται στους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους, δεν οδηγούσε σε κάποια τελική επιτυχία του διανοητικού στόχου που έθετε. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των συνομιλητών του υπό την καθοδήγησή του, δεν μπόρεσαν ούτε αυτός ούτε εκείνοι να ανακαλύψουν τι είναι η φιλία, τι είναι η ανδρεία, τι είναι η ευσέβεια, τι είναι η γνώση κλπ. Και σε επιστέγασμα όλων αυτών των αποτυχιών ομολόγησε στην απολογία του πως το μόνο που γνωρίζει είναι ότι δεν γνωρίζει τίποτα.
Θα φανταζόταν λοιπόν κανείς ότι με τον Πύρρωνα και το ισχυρό ρεύμα που δημιούργησε γύρω του (Πυρρωνισμός) η φιλοσοφική κριτική δυνατότητα άγγιξε το σκοτεινότερο σημείο της. Ποιο είναι αυτό; το ότι οποιαδήποτε κρίση και αν διατυπώσουμε, αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή αλλιώς ότι μπορεί το μυαλό μου να κινείται , να σκέφτομαι και να μιλώ περί πολλών και διαφόρων ζητημάτων, αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζω τίποτα, καμιά από τις σκέψεις ή τις διατυπωμένες κρίσεις μου δεν αγγίζει την ουσία τους. Μπορεί κανείς να φανταστεί ριζικότερο σκεπτικισμό από αυτόν; Και όμως η ελληνική φιλοσοφία δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Και αυτή ήρθε με τον Καρνεάδη (214 π.Χ. – 129 π.Χ.), ηγέτη τότε της Πλατωνικής Ακαδημίας. Ενώ οι ως τότε σκεπτικοί υποστήριζαν ότι καμία αισθητηριακή εντύπωση ή νοητική κρίση δεν μπορεί να περιγράψει την αλήθεια ενός πράγματος, στην πραγματικότητα είχαν μια βεβαιότητα, τη βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει τίποτα. Αυτή τη βεβαιότητα ήρθε να διαρρήξει ο Καρνεάδης, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορεί ο άνθρωπος να είναι βέβαιος ούτε καν γι’ αυτό. Μπορεί ένας άνθρωπος να θεωρεί ότι δεν γνωρίζει κάτι, αλλά στην πραγματικότητα να το γνωρίζει, όντας οι αντιλήψεις και οι κρίσεις του γι’ αυτό σωστές, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει ότι πραγματικά το γνωρίζει.