Πολύ συχνά όταν τα ζευγάρια επιλέγουν το δρόμο της συμβουλευτικής για τη σχέση τους έρχονται με ένα βασανιστικό ερώτημα, το οποίο έχει μπλοκάρει και τους δύο. Το ερώτημα συνοψίζεται στο “πόσο μόνοι και πόσο μαζί;”.
Συνήθως υπάρχει μια ανείπωτη ή ανοιχτή σύγκρουση ως προς το πόσο χρόνο χρειάζεται ο καθένας μόνος, με φίλους, σε προσωπικές δραστηριότητες και πόσο χρόνο με τον/την σύντροφο. Οι ανάγκες σχεδόν πάντα είναι διαφορετικές. Ο ένας έχει ανάγκη για περισσότερη φροντίδα εντός της σχέσης, ενώ ο άλλος αισθάνεται ότι φροντίζει καλύτερα τον εαυτό του εκτός σχέσης. Ο ένας δεν αντέχει τη μοναξιά, ο άλλος δε μπορεί το συνέχεια μαζί. Παρόλα αυτά και οι δύο θέλουν να είναι ζευγάρι, δηλ. θέλουν να συνεχίσουν να είναι μαζί.
Οι πρώιμες εμπειρίες αυτονόμησης ή συναισθηματικής εξάρτησης παίζουν έναν καταλυτικό ρόλο στο πώς το άτομο διαμορφώνει τις ανάγκες του στη συντροφική σχέση. Για παράδειγμα, ένα άτομο που παραμελήθηκε μέσα στην οικογένεια καταγωγής θα αναζητά πάντα στη συντροφική σχέση ένα είδος “μητρικής” ή “πατρικής” φροντίδας και αγάπης. Θα περιμένει, ότι ο/η σύντροφος θα είναι πάντα εκεί για να το φροντίζει πρακτικά και συναισθηματικά. Με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζει ένα σχήμα φροντίδας γονιού/παιδιού, όπου την ευθύνη του εαυτού του την έχει ο γονιός/σύντροφος και όχι το ίδιο το άτομο καθώς παραμένει (συνειδητά ή ασυνείδητα) το παιδί/σύντροφος.
Μια τέτοια δυναμική μπορεί να λειτουργεί χωρίς προβλήματα, αν και οι δύο ρόλοι καλύπτουν τις ανάγκες των συντρόφων. Δηλ. αν και ο ένας έχει ανάγκη να φροντίζει πιο γονικά και ο άλλος να δέχεται φροντίδα πιο παιδικά, τότε το σχήμα λειτουργεί, καθώς η ισορροπία διατηρείται. Η ανισορροπία δημιουργείται από τη στιγμή που είτε ένας από τους δύο έχει κουραστεί στον ρόλο του (π.χ. αυτός που φροντίζει), είτε όταν ένας από τους δύο συνειδητοποιώντας τη δυναμική που επικρατεί, αντιλαμβάνεται ότι δεν την επιθυμεί πια. Έτσι το σύστημα αποσταθεροποιείται, η υφιστάμενη ισορροπία αρχίζει και απειλείται και αναπόφευκτα η συντροφική σχέση κλυδωνίζεται.
Ένα άλλο σχήμα είναι, όταν δύο ισχυρές προσωπικότητες προερχόμενες από ένα ανταγωνιστικό οικογενειακό περιβάλλον λειτουργούν με υπερβολική έμβαση στην αυτονομία, την αυτοκυριαρχία και τις υψηλές επιδόσεις. Πρόκειται για άτομα με αυστηρές προσδοκίες για τον εαυτό τους και τους άλλους. Τέτοιου τύπου προσωπικότητες ως σύντροφοι τείνουν να διεκδικούν αμφότεροι την εξουσία στη σχέση και δύσκολα αφήνονται στη συναισθηματική φροντίδα του άλλου, καθώς η συναισθηματική τους πλευρά μπορεί να είναι παραγκωνισμένη, υποτιμημένη ακόμη και απωθημένη.
Στο σχήμα αυτό κανείς δεν εκφράζει ανοιχτά την ανάγκη της συντροφικότητας, παρόλο που είναι μαζί. Ο καθένας επικεντρώνεται στον εαυτό του και στην υποκατάσταση των συναισθηματικών αναγκών μέσα από αυστηρά αυτόνομες συμπεριφορές –για να αποφύγουμε τον όρο “εγωκεντρικές” που δημιουργεί συνήθως παρανοήσεις.
Μία τρίτη δυναμική είναι αυτή της συνεχούς αλληλεξάρτησης. Πρόκειται για ένα συμβιωτικό σχήμα που παραπέμπει σε μια δυναμική παιδιών/αδελφών, όπου κανείς δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα αναλαμβάνοντας την ευθύνη του εαυτού του. Το σχήμα αυτό παρατηρείται στα ζευγάρια που κάνουν σχεδόν τα πάντα μαζί και δεν έχουν αυτόνομη υπόσταση μέσα στη σχέση. Συχνά λειτουργούν μέσα από ένα μοντέλο ακραίας ζήλειας του ενός για τον άλλο, καθώς η απειλή που πλανάται είναι μη τυχόν κάποιος από τους δύο καταφέρει κάτι μόνος του και άρα δε θα χρειάζεται τον άλλο. Τα ζευγάρια αυτής της δυναμικής δυσκολεύονται να πάρουν σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον σε ότι αφορά το μέλλον της σχέσης τους.
Και μετά;
Σε κάθε περίπτωση καταλυτικό ρόλο παίζει η συνειδητοποίηση του σχήματος βάση του οποίου λειτουργεί το ζευγάρι και η απάντηση στο ερώτημα: τι είναι αυτό που άλλαξε και η μέχρι τώρα υπάρχουσα ισορροπία δεν υπάρχει πια; Γιατί δηλαδή αποσταθεροποιήθηκε το σύστημα; Η διερεύνηση αυτού του ερωτήματος μπορεί να οδηγήσει στις προσωπικές αλλαγές που ενδεχομένως συντελούνται στον καθένα, κάτι που ουσιαστικά είναι αναπόφευκτο καθώς η ανθρώπινη φύση υπόκειται συνεχώς σε ψυχοκοινωνικές αλλαγές μέσα στον κύκλο της ζωής.
Αυτό σημαίνει, ότι υπάρχουν συστήματα που είτε μπορούν και απορροφούν αυτές τις αλλαγές και επομένως η βασική ισορροπία δεν διαταράσσεται (το ζευγάρι συνεχίζει να είναι μαζί), είτε καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια νέα ισορροπία χωρίς να διαταραχθεί ο δεσμός της σχέσης. Άλλα συστήματα δεν καταφέρνουν να απορροφήσουν τις αλλαγές που συντελούνται, μία κατάσταση που προκαλεί στο σύστημα αναταραχή. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί το ζευγάρι να οδηγηθεί στο χωρισμό, αν δεν καταφέρει να αναπροσαρμοστεί στις νέες ανάγκες δημιουργώντας ένα νέο αρμονικό σχήμα.
Το ζητούμενο λοιπόν στη συμβουλευτική είναι αν οι αλλαγές που συντελούνται μπορούν να απορροφηθούν ή να προσδώσουν μια νέα ισορροπία, ώστε να μη διαλυθεί το σύστημα. Αν οι αλλαγές είναι τέτοιες που το συγκεκριμένο σύστημα δε μπορεί πια να συνεχίσει με την υπάρχουσα δομή, αυτό σηματοδοτεί νέες αποφάσεις για το μέλλον της σχέσης.
Πηγή Κατερίνα Τζιωρίδου Ψυχολόγος, πιστοποιημένη ψυχοθεραπεύτρια ενηλίκων και ζευγαριών