Όταν μιλάμε για λαϊκισμό πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε δύο πεδία και γλώσσες. Στη γλώσσα της πολιτικής αντιπαράθεσης, όπως μεταδίδεται από τα μέσα ενημέρωσης, το επίθετο «λαϊκιστής» χρησιμοποιείται για κάποιον που απευθύνεται στα ταπεινά ένστικτα του ψηφοφόρου με ψέματα, κραυγές και υποσχέσεις που είναι αδύνατο να εκπληρωθούν.
Διακρίνεις τον λαϊκιστή στον θόρυβο της μάχης επειδή επιδιώκει τη συνενοχή με τον λαό, αντί να θέτει ερωτήματα στους πολίτες. Τον διακρίνεις επίσης επειδή είναι εκείνος που αρνείται την ύπαρξη των ιδεολογιών, δηλώνει ότι ο διαχωρισμός μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς έχει ξεπεραστεί ή παριστάνει τη γέφυρα ανάμεσά τους.
Λαϊκιστής, επιπλέον, είναι εκείνος που χωρίζει τους πολίτες σε δύο αντίπαλες ομάδες (πλούσιοι εναντίον φτωχών, απλοί άνθρωποι απέναντι σε μια κάστα) ή υποδεικνύει μια σειρά εχθρών, εξωτερικών και εσωτερικών, που είναι υπεύθυνοι για όλα τα δεινά του έθνους και από τους οποίους το έθνος πρέπει να απελευθερωθεί. Ο κατάλογος είναι μακρύς και περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, την ολιγαρχία, την Άνγκελα Μέρκελ, τον νεοφιλελευθερισμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Πέρα όμως από την καθημερινότητα της πολιτικής, η πολιτική επιστήμη μελετά τον λαϊκισμό ως φαινόμενο σύνθετο, πολύπλευρο και μεταλλασσόμενο, που επηρεάζει διάφορες κοινωνίες σε διάφορες χρονικές στιγμές. Ένας πρώτος λαϊκισμός, της δεκαετίας του ?30, οραματιζόταν τη διάλυση των δημοκρατιών και την ένταξή τους σε δύο ολοκληρωτικές τάσεις (την κομμουνιστική και τη φασιστική) που θα πολεμούσαν μεταξύ τους μέχρι θανάτου.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ευδοκίμησε ένας λαϊκισμός συντηρητικού και αυταρχικού χρώματος. Στο δεύτερο αυτό είδος λαϊκισμού συναντάμε διάφορους στρατηγούς ή άλλους χαρισματικούς ηγέτες που θέλουν να σώσουν την πατρίδα από έναν εξωτερικό εχθρό, να την απαλλάξουν από ένα εσωτερικό χάος ή να εξασφαλίσουν την οικονομική της ανάπτυξη, εις βάρος φυσικά της δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών. Μερικά παραδείγματα είναι οι στρατηγοί Περόν, Φράνκο ή Τρουχίγιο, ο Σουκάρνο στην Ινδονησία και ο Παρκ Τσουνγκ-χι στη Νότια Κορέα, αλλά και ο «πατέρας» της Σιγκαπούρης, ο Λι Κουαν Γιου, που κυβέρνησε τη χώρα από το 1959 ως το 1990 με ένα απλό και γενικής χρήσης σύνθημα: «Εμείς αποφασίζουμε τι είναι σωστό, δεν έχει σημασία τι σκέφτεται ο λαός».
Όλοι αυτοί οι ισχυροί άνδρες πίστευαν ότι οι προσωπικότητές τους, οι χώρες τους και οι μοίρες τους ήταν κάτι μοναδικό και επεξεργάστηκαν πολιτικά δόγματα που δικαιολογούσαν την εξουσία τους και αναγόρευαν το καθεστώς τους σε μια εναλλακτική λύση ανώτερη από την (πάντα διεφθαρμένη) αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπήρχε τίποτα μοναδικό σε αυτά τα δόγματα. Αντίθετα, χαρακτηρίζονται από πολλά κοινά στοιχεία: Τον αυταρχισμό, την οικογένεια, τον νόμο, την τάξη, τον Θεό, την πατρίδα. Και φυσικά, την άρνηση της ιδέας ότι οι λαοί μπορούν να κυβερνώνται μόνοι τους με ελεύθερο και ειρηνικό τρόπο.
Μετά τους αυταρχικούς αυτούς λαϊκισμούς της Δεξιάς, εμφανίστηκε (κυρίως στη Λατινική Αμερική) ένας τρίτος λαϊκισμός, αυτή τη φορά της Αριστεράς. Αν οι συντηρητικοί λαϊκισμοί βασίζονταν στον αποκλεισμό και την άρνηση της λαϊκής συμμετοχής, οι νέοι λαϊκισμοί διακήρυξαν το αντίθετο: Τη συμμετοχή των μέχρι τότε αποκλεισμένων στην πολιτική, είτε επρόκειτο για τους ιθαγενείς είτε απλώς για τα λαϊκά στρώματα. Η μπολιβαριανή επανάσταση, που έφερε στην εξουσία τον Ούγο Τσάβες στη Βενεζουέλα και ενέπνευσε τον Έβο Μοράλες στη Βολιβία, τον Ραφαέλ Κορέα στον Ισημερινό και τους ηγέτες του Podemos στα πρώτα τους χρόνια, πρεσβεύει την επανένωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς όχι μόνο με τον λαό, αλλά και με τα κλασικά εργαλεία της δημοκρατίας (εκλογές και πολιτική εκπροσώπηση) που μέχρι τότε είχαν δυσφημιστεί. Ο λαϊκισμός της Αριστεράς αγνοεί την εργατική τάξη, την οποία ο Μαρξ θεωρούσε ιστορικό υποκείμενο, υπερβαίνει την παραδοσιακή αμηχανία της Αριστεράς με την ιδέα του έθνους, την οποία παραδίδει στη Δεξιά και τον φασισμό, τοποθετεί τον λαό και την εθνική κυριαρχία στο επίκεντρο της πολιτικής της και παρουσιάζεται στις κάλπες με την ελπίδα να κερδίσει την εξουσία με δημοκρατικό τρόπο ώστε, στη συνέχεια, (χωρίς να το ομολογεί δημοσίως) να αντικαταστήσει την παλιά φιλελεύθερη δημοκρατία με έναν νέο τύπο δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Δεν τελειώνει όμως εδώ η ιστορία του λαϊκισμού. Οι λαϊκιστές της Αριστεράς βρήκαν έναν σκληρό ανταγωνιστή στους νέους λαϊκιστές της ξενόφοβης Δεξιάς που θριαμβεύει στη δυτική Ευρώπη. Η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, ο Νάιτζελ Φάρατζ στη Βρετανία και διάφοροι λαϊκιστές στη Σουηδία, τη Δανία, την Ολλανδία, την Ελβετία και άλλες χώρες (όπως φυσικά και ο Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες) ανεμίζουν τη σημασία της συμμετοχής, των κοινωνικών δικαιωμάτων και της εθνικής κυριαρχίας απέναντι στον εξωτερικό εχθρό. Αυτός ο εχθρός μπορεί να είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το κοσμοπολίτικο και υπερεθνικό σχέδιό της, που χαρακτηρίζεται «φυλακή των λαών», αλλά και το Ισλάμ, που βαφτίζεται ισλαμοφασισμός, ή οι ξένοι, που κατηγορούνται ότι διαφθείρουν τις αξίες του έθνους με την παρασιτική ζωή τους. Πολλά από αυτά τα νέα λαϊκιστικά κόμματα χρησιμοποιούν τον όρο ελευθερία ή δημοκρατία στα ονόματά τους, κρύβονται πίσω από την κοσμικότητα, προσποιούνται ακόμη κι ότι υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών ή των ομοφυλόφιλων απέναντι στο ισλάμ. Όλα αυτά, για να κρύψουν την τοξικότητα των αυταρχικών και εθνικιστικών τους απόψεων.
Από αυτή την ποικιλία των εθνικισμών αναδύεται μια κάπως άβολη αλήθεια: Ότι μέσα στις κοινωνίες μας φαίνεται να υπάρχει ένα λαϊκιστικό γονίδιο, μια προδιάθεση για φυλετική, εθνοτική ή εθνικιστική ταύτιση που προσπαθεί να τοποθετηθεί πάνω από την ιδέα των ανθρώπων ως ελεύθερων και ισότιμων όντων. Είναι λες και οι δημοκρατίες έχουν μια αταβιστική τάση προς την αυτοκτονία, η οποία δεν χρειάζεται παρά το κατάλληλο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ερέθισμα για να βγει στην επιφάνεια. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η αφόρητη επανεμφάνισή της;
Του Χοσέ Ιγνάθιο Τορεμπλάνκα El Pais – ΑΠΕ) * Ο Χοσέ Ιγνάθιο Τορεμπλάνκα είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Εκπαίδευσης εξ Αποστάσεως (UNED) στη Μαδρίτη, όπου και διδάσκει «Το πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Επίσης, είναι επικεφαλής του προγράμματος «Επανεφεύρεση της Ευρώπης» στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τις Διεθνείς Σχέσεις (ECFR) και συγγραφέας του βιβλίου «Επίθεση στον ουρανό: Το Podemos ή η πολιτική μετά την κρίση». Αρθρογραφεί δυο φορές την εβδομάδα για διεθνή θέματα, στην έντυπη έκδοση της El Pais και διατηρεί το blog Cafe Steiner (http://blogs.elpais.com/cafe-steiner/) στην εφημερίδα.