Έξοχο δείγμα του σατιρικού ρεαλισμού του Πιραντέλλο, «Το Πιθάρι» επικεντρώνεται στην αντιπαράθεση δύο εκκεντρικών και εξίσου αδιάλλακτων τύπων, που εκπροσωπούν διαφορετικούς κόσμους. Η περηφάνια του λαϊκού μάστορα συγκρούεται με την απληστία του δικομανούς κτηματία και αντιτάσσει στη δική του απόλυτη αλλά στρεβλή λογική την καταλυτική δύναμη του παραλόγου (ο μάστορας δηλώνει διατεθειμένος να ζήσει στο πιθάρι).
Μετατρέποντας τον εγκλεισμό του σε διονυσιακό πανηγύρι και ταυτοχρόνως αποκαλύπτοντας την ένδεια και την απομόνωση του φαινομενικά πανίσχυρου αντιδίκου του, ο εφευρετικός μάστορας ανατρέπει (με την αμέριστη υποστήριξη της κοινότητας) τους όρους του παιχνιδιού και αναγκάζει τον εξαγριωμένο κτηματία να αποβάλει τη δικονομική του πανοπλία και να υποταχτεί στη γήινη και απτή δικαιοσύνη (και στη σοφία της κοινής λογικής).
Η αριστοτεχνικά κινηματογραφική οργάνωση της αφήγησης (που συνετέλεσε και στην επιτυχή μεταφορά του διηγήματος στην οθόνη με την ταινία Χάος των αδελφών Ταβιάνι) συμβάλλει στη μετατροπή μιας κατ’ επίφαση ηθογραφικής ιστορίας του ιταλικού Νότου σε ηθικό μύθο, ο οποίος επιβεβαιώνει την ικανότητα του απλού λαού να αντιστέκεται, μέσω της δύναμης του παραλόγου που αρδεύει την παράδοσή του, στον θεσμοθετημένο παραλογισμό των εκμεταλλευτών του.
ΓΕΜΑΤΕΣ ΟΙ ΕΛΙΕΣ και τούτη τη χρονιά. Γερά δέντρα, προκομμένα, φορτωμένα πέρσι, ξανακάρπισαν φέτος όλες, παρά το χιόνι που τις βρήκε στον ανθό.
Ο Τζίραφα έκανε ένα γύρο στα κτήματά του από το Κότε ως το Πριμοσόλε, και προβλέποντας πως δε θα έφταναν τα πέντε παλιά κιούπια που είχε στην αποδοχή για το λάδι, της καινούριας σοδιάς, παράγγειλε στην ώρα του ένα άλλο πιο μεγάλο ακόμα στο Σάντο Στέφανο της Καμάστρα, εκεί που τα έφτιαχναν. Ψηλό κοντά ένα μπόι, χώρια το κεφάλι, γερό, φαρδύ, το καλύτερο απ’ όλα.
Είχε στήσει γερό καβγά με τον καμινά γι’ αυτό το πιθάρι. Μα και με ποιον δεν τα ’βαζε ο ντον Λολό Τζίραφα; Για το καθετί, το παραμικρό, για ένα πετραδάκι που έπεφτε από το φράχτη, για ένα άχυρο, φώναζε να του σελώσουν τη φοράδα να τρέξει στην πόλη να κάνει μήνυση. Έτσι με τα παράβολα, τα δικαστικά έξοδα και τις αμοιβές των δικηγόρων, κόντευε να καταστραφεί.
Λέγανε πως ο νομικός του σύμβουλος βαρέθηκε να τον βλέπει μπροστά του δυο τρεις φορές την εβδομάδα, και για να τον ξεφορτωθεί του χάρισε ένα βιβλιαράκι σαν σύνοψη. Ήταν ο κώδικας για να ψάχνει και να βρίσκει μόνος του, αν είχαν νομική βάση οι αγώνες που σκόπευε ν’ αρχίσει.
Παλιότερα, όλoι όσοι είχαν προστριβές μαζί του, του φώναζαν, για να τον πάρουν στο ψιλό:
— Σέλωσε τη φοράδα! Τώρα, όμως:
— Το βιβλίο! Το βιβλίο! Συμβουλέψου τον κώδικα!
Κι ο ντον Λολό απαντούσε:
— Σίγουρα! Και θα σας τυλίξω όλους σε μια κόλα χαρτί, βρωμόσκυλα!
Τούτο το καινούριο πιθάρι, πληρωμένο μετρητά τέσσερα τάλιρα κουδουνιστά, το στέγασαν προσωρινά σ’ ένα βαθύ κατώι, ώσπου να κάνουν χώρο στην αποθήκη. Ήταν στ’ αλήθεια κρίμα να βλέπεις ένα τόσο όμορφο πιθάρι μέσα σ’ εκείνη την τρώγλη που μύριζε μούστο κι εκείνη τη στυφή, διαπεραστική μυρωδιά των χώρων όπου δεν μπαίνει φως κι αέρας.
Εδώ και δυο μέρες είχε αρχίσει το ράβδισμα της ελιάς κι ο ντον Λολό ήταν στις φούριες του. Έτρεχε σαν τρελός ανάμεσα στους ραβδιστάδες και στους αγωγιάτες που κουβάλαγαν με τα μουλάρια κοπριά και την άδειαζαν σωρούς στην πλαγιά για το λίπασμα της καινούριας εποχής. Δεν ήξερε με ποιον να τα πρωτοβάλει. Βλαστήμαγε σαν Τούρκος κι απειλούσε με κεραυνούς κι ετούτους και τους άλλους αν έλειπε μια ελιά —μάλιστα, μία ελιά— λες και τις είχε μετρήσει όλες, μία μία, πάνω στα δέντρα. Με την άσπρη καπελαδούρα του, το πουκάμισο ξεκούμπωτο, τα μανίκια ανασκουμπωμένα, κάθιδρος, έτρεχε από δω κι από κει, αγριεμένος, ξύνοντας με λύσσα τα ξυρισμένα μάγουλά του, όπου το γένι ξαναφύτρωνε προτού προλάβει να φύγει καλά καλά το ξυράφι από πάνω τους.
Ώσπου λοιπόν, το απομεσήμερο της τρίτης μέρας τρεις από τους χωρικούς που ράβδιζαν τα δέντρα, μπαίνοντας στο κατώγι για ν’ ακουμπήσουν τις σκάλες και τα μπαστούνια, απόμειναν βουβοί βλέποντας τ’ όμορφο, κατακαίνουριο πιθάρι ανοιγμένο στη μέση.
— Κοιτάχτε! Κοιτάχτε!
— Ποιος να το ’κανε;
— Ωχ, μάνα μου! Ποιος τον ακούει τώρα τον ντον Λολό! Το καινούριο πιθάρι! Τι κρίμα!
Ο πρώτος, πιο φοβιτσιάρης απ’ όλους, πρότεινε να κλείσουν αμέσως την πόρτα και να φύγουν ήσυχα ήσυχα, αφήνοντας απ’ έξω, ακουμπισμένες στον τοίχο, σκάλες και ραβδιά. Μα ο δεύτερος:
— Μουρλαθήκατε; Με τον ντον Λολό; Είναι ικανός να πιστέψει πως του το σπάσαμε εμείς. Εδώ, όλοι, ασάλευτοι!
Βγήκε έξω από το κατώγι, έκανε τα χέρια του χωνί και φώναξε:
— Ντον Λολό! Έι …έι, ντον Λολόοοο!
Να τον, εκεί πέρα με τους εργάτες που κουβαλούσαν την κοπριά. Χειρονομούσε έξαλλος όπως πάντα, δίνοντας κάθε τόσο μια σπρωξιά στην άσπρη καπελαδούρα του που πότε του έπεφτε ως τα μάτια, πότε πίσω στο λαιμό. Ο ουρανός είχε βαφτεί πορφυρός από τις στερνές αχτίδες του ήλιου που έγερνε στη δύση και μέσα στη γαλήνη και τη δροσούλα που έπεφταν στην εξοχή με το σούρουπο, ξεχώριζαν ακόμα πιο έντονα οι κινήσεις ετούτου του μόνιμα οργισμένου ανθρώπου.
— Ντον Λολό! Έι… ντον Λολόοο!
Σαν πλησίασε κι είδε τη ζημιά έκανε σαν τρελός. Στην αρχή ρίχτηκε και στους τρεις. Άρπαξε τον έναν από το λαιμό και τον κόλλησε στον τοίχο, φωνάζοντας:
— Μα την Παναγία, θα μου το πληρώσετε!
Ρίχτηκαν πάνω του οι άλλοι δυο και τον σταμάτησαν και τότε έστρεψε τη λύσσα του στον ίδιο του τον εαυτό. Πέταξε το καπέλο κατάχαμα, έσυρε τα νύχια στα μάγουλά του χτυπώντας τα πόδια κι έπιασε να θρηνεί σαν να μοιρολογούσε πεθαμένο.
— Το καινούριο πιθάρι! Το πιθάρι μου! Τέσσερα τάλιρα! Άπιαστο ακόμα!
Ήθελε να μάθει ποιος του το είχε σπάσει. Ήταν δυνατό να σπάσει από μόνο του; Κάποιος πρέπει να το έσπασε από κακία, από ζήλια! Μα πότε; Πώς; Δεν φαίνονταν πουθενά ίχνη βίας. Να είχε έρθει ραϊσμένο από το εργαστήρι; Μα πώς! Κουδούνιζε σαν καμπάνα!…
Σαν είδαν οι χωρικοί πως καταλάγιασε η πρώτη μανία, έπιασαν να τον παρηγορούν, να τον καθησυχάζουν. Το πιθάρι μπορούσε να φτιαχτεί. Δεν είχε σπάσει άσχημα. Ένα κομμάτι μόνο. Ένας καλός κανατάς θα μπορούσε να το μπαλώσει και θα γινόταν πάλι καινούριο. Κι ήταν κι αυτός ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι, που είχε ανακαλύψει μια θαυματουργή κόλλα που κρατούσε ζηλότυπα το μυστικό της: μια κόλλα που ούτε με σφυρί δεν μπορούσες να την ξεκολλήσεις σαν έπιανε. Αν ήθελε λοιπόν, ο ντον Λολό, αύριο με το χάραμα θα ερχόταν εδώ ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι, και το πιθάρι του θα γινόταν καλύτερο κι από πρώτα.
Ο ντον Λολό αρνιόταν γιατί όλα ήταν ανώφελα και δεν υπήρχε γιατριά. Στο τέλος όμως υποχώρησε, άφησε να τον πείσουν κι έτσι το άλλο πρωί μόλις χάραξε, ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι παρουσιάστηκε στο Πριμοσόλε με το καλάθι με τα σύνεργα στην πλάτη.
Ήταν ένας γέρος στραβοκάνης, με τις αρθρώσεις όλο κόμπους σαν τον κορμό γέρικης ελιάς. Τις κουβέντες του τις έπαιρνες από το στόμα με το αγκίστρι. Μόνιμα κατσούφης και θλιβερός, πίστευε πως κανένας δεν μπορούσε να εκτιμήσει την εφεύρεσή του που ήταν ακόμα χωρίς πατέντα. Και γι’ αυτό κοίταζε πάντα μπρος και πίσω, για να μην του κλέψουν το μυστικό.
— Δείξε μου αυτή την κόλλα. Ήταν το πρώτο που του είπε ο ντον Λολό, αφού τον περιεργάστηκε δύσπιστα, από την κορφή ως τα νύχια.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έγνεψε όχι με το κεφάλι, όλος αξιοπρέπεια.
— Θα δείτε στην πράξη.
— Θα γίνει καλό;
Ο μπαρμπα-Ντίμα ακούμπησε στη γη το καλάθι κι έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο μαντίλι από κόκκινο βαμβακερό πανί τριμμένο και χιλιοτυλιγμένο. Έπιασε να το ξεδιπλώνει αργά αργά —μέσα στη γενική προσοχή και περιέργεια— κι όταν στο τέλος ξεπρόβαλε από μέσα ένα ζευγάρι γυαλιά με σπασμένα μπράτσα, δεμένα με σπάγγο, αυτός στέναξε κι οι άλλοι γέλασαν. Ο μπαρμπα-Ντίμα δεν έδωσε σημασία. Σκούπισε τα δάχτυλα προτού πιάσει τα γυαλιά, τα φόρεσε κι ύστερα βάλθηκε να εξετάζει με μεγάλη σοβαρότητα το πιθάρι που το είχαν βγάλει στο αλώνι.
— Καλό θα γίνει, αποφάνθηκε.
— Μόνο με την κόλλα δε βασίζομαι, δήλωσε ο Τζίραφο. Θέλω και στηρίγματα.
— Φεύγω! απάντησε ο μπαρμπα-Ντίμα και ξανάβαλε το καλάθι στην πλάτη του.
Ο ντον Λολό τον άρπαξε από το μπράτσο.
— Πού πας; Για δες ύφος! Ούτε ο Καρλομάγνος! Χριστιανέ μου, εκεί μέσα θα βάλω λάδι και το λάδι ιδρώνει! Ένα μίλι σπάσιμο, μόνο με την κόλλα θα το κολλήσεις; Θέλω και στηρίγματα! Κόλλα και στηρίγματα! Εγώ προστάζω.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έκλεισε τα μάτια, έσφιξε τα χείλια και κούνησε το κεφάλι. Όλοι ίδιοι! Του αρνιόνταν την ευχαρίστηση να κάνει καθαρή δουλειά, ευσυνείδητη, τεχνική και ν’ αποδείξει την αξία της κόλλας του.
— Αν το πιθάρι δεν κουδουνάει πάλι σαν καμπάνα… άρχισε.
— Δεν ακούω τίποτα τον διέκοψε ο ντον Λολό. Θέλω και στηρίγματα! Πληρώνω και για τα δυο. Πόσα θέλεις;
— Για την κόλλα μόνο…
— Θεέ μου, τι κεφάλι! Πώς να σου μιλήσω; Είπα, θέλω και στηρίγματα. Συνεννοηθήκαμε; Δεν έχω καιρό για χάσιμο!
Κι έφυγε να πάει να τα βάλει με τους ανθρώπους του.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έπεσε στη δουλειά φουσκωμένος από οργή και πείσμα. Και η οργή και το πείσμα φούντωναν κάθε φορά που έβαζε το τρυπάνι στο πιθάρι και στο σπασμένο κομμάτι, για να περάσει ένα σύρμα και να γίνει η ραφή. Σε κάθε τρύπα μούγκριζε, το μάτι του αγρίευε, το μούτρο του γινόταν όλο και πιο πράσινο από τη χολή. Σαν τέλειωσε ετούτη η πρώτη δουλειά, πέταξε με λύσσα το τρυπάνι στο καλάθι. Τοποθέτησε το σπασμένο κομμάτι στο πιθάρι για να δει αν ταίριαζαν οι τρύπες κι αν ήταν σε ίσια απόσταση, κι ύστερα, με την τανάλια έκοψε τόσα κομματάκια σύρμα όσα κι οι ραφές που έπρεπε να κάνει και φώναξε για βοήθεια έναν από τους χωρικούς που ράβδιζαν τις ελιές.
— Κουράγιο, μπαρμπα-Ντίμα. του είπε αυτός, βλέποντας το αλλοιωμένο πρόσωπό του.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έκανε μια οργισμένη κίνηση. Άνοιξε το σιδερένιο κουτί που είχε την κόλλα, το ύψωσε στον ουρανό σαν να ’θελε να το προσφέρει στον Θεό, μια και οι άνθρωποι δεν ήθελαν ν’ αναγνωρίσουν την αξία του· κι ύστερα άρχισε, με το δάχτυλο, να την αλείφει γύρω γύρω στο σπασμένο κομμάτι. Πήρε την τανάλια και τα κομματάκια το σύρμα που είχε ετοιμάσει από πριν, μπήκε μέσα στην ανοιχτή κοιλιά του πιθαριού και πρόσταξε το χωρικό να τοποθετήσει το κομμάτι έτσι όπως είχε κάνει ο ίδιος λίγο πριν. Και προτού αρχίσει να κάνει τις ραφές, φώναξε, από μέσα, στο χωρικό:
— Τράβα! Τράβα μ’ όλη σου τη δύναμη! Δες, ξεκολλάει; Ανάθεμά τον όποιον δεν πιστεύει! Χτύπα, χτύπα! Σημαίνει ναι ή όχι, σαν καμπάνα κι ας είμαι κι εγώ μέσα; Μπρος, πήγαινε να το πεις στον αφέντη σου.
— Όποιος είναι από πάνω προστάζει, μπαρμπα-Ντίμα, στέναξε ο χωρικός. Κι όποιος είναι από κάτω, βρίσκει τον μπελά του. Βάλε τα στηρίγματα, κατά πως το θέλει!
Κι ο μπαρμπα-Ντίμα έπιασε να περνάει κάθε κομματάκι σύρμα από τις δυο τρύπες, από τη μια κι από την άλλη μεριά της ρωγμής. Και με την τανάλια, έστριβε τις δυο άκριες. Του πήρε μια ώρα να τα περάσει όλα. Ο ιδρώτας ποτάμι, μέσα στο πιθάρι. Δούλευε και κλαιγόταν για την κακή του τύχη. Κι ο χωρικός απ’ έξω, τον παρηγορούσε.
— Τώρα, βοήθα με να βγω, του είπε στο τέλος ο μπαρμπα-Ντίμα.
Μα το πιθάρι όσο φαρδιά κοιλιά είχε, τόσο είχε και στενό λαιμό. Ο μπαρμπα-Ντίμα, μέσα στη λύσσα του, δεν το είχε προσέξει. Τώρα, δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε, μα τρόπο να βγει δεν έβρισκε. Κι ο χωρικός, αντί να τον βοηθήσει, χτυπιόταν από τα γέλια. Φυλακισμένος, φυλακισμένος εκεί μέσα στο πιθάρι που το είχε μπαλώσει ο ίδιος, το είχε κάνει σαν καινούριο και τώρα, για να βγει, δεν υπήρχε άλλος τρόπος, παρά να το σπάσει πάλι από την αρχή, κι αυτή τη φορά αγιάτρευτα.
Με τις φωνές και με τα γέλια, έτρεξε κι ο ντον Λολό. Ο μπαρμπα-Ντίμα μέσα στο πιθάρι, ίδιος αγριεμένος γάτος.
— Βγάλτε με! ούρλιαξε. Για τον Θεό, θέλω να βγω! Αμέσως! Βοηθήστε με!
Ο ντον Λολό έμεινε στην αρχή άλαλος. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.
— Μα πώς; Εκεί μέσα; Ράφτηκε μέσα;
Πλησίασε στο πιθάρι και φώναξε στο γέρο:
— Βοήθεια; Πώς να σε βοηθήσω, ξεμωραμένε γέρο; Δεν έπρεπε να πάρεις πρώτα τα μέτρα; Εμπρός, δοκίμασε: βγάλε έξω το ένα χέρι… έτσι! και το κεφάλι… άντε… όχι, σιγά!… Περίμενε! όχι έτσι!… Μα πώς τα κατάφερες; Και το πιθάρι τώρα; Ηρεμία. Ηρεμία! σύστηνε στους γύρω λες κι οι άλλοι είχαν χάσει την ηρεμία τους.
— Μου φούντωσε το κεφάλι! Ηρεμία! Ετούτη είναι καινούρια περίπτωση… Τη φοράδα!
Και χτύπησε με τα νύχια του το πιθάρι. Στ’ αλήθεια, σήμαινε σαν καμπάνα.
— Ωραία! Καινούριο από την αρχή… Περιμένετε! είπε στον φυλακισμένο. Σέλωσέ μου τη φοράδα! πρόσταξε το χωρικό και ξύνοντας το κούτελο του, συνέχισε μονολογώντας:
— Μα για δες τι μου έτυχε! Ετούτο δω δεν είναι πιθάρι, είναι εργαλείο του διαβόλου!
Κι έτρεξε στο πιθάρι, όπου ο μπαρμπα-Ντίμα χτυπιόταν σαν ζώο πιασμένο στο δόκανο.
— Καινούρια περίπτωση, αγαπητέ μου, που πρέπει να τη λύσει ο δικηγόρος. Τη φοράδα! Τη φοράδα! Πάω κι έρχομαι! Κάντε υπομονή! Για το συμφέρο σου… Ήσυχα! Κι εγώ θα κοιτάξω το δικό μου. Και πρώτ’ απ’ όλα, για να διατηρήσω τα δικαιώματά μου, θα κάνω το χρέος μου. Ορίστε: σου πληρώνω τη δουλειά, το μεροκάματο. Πέντε λίρες. Σε φτάνουν;
— Δε θέλω τίποτα! ούρλιαξε ο μπαρμπα-Ντίμα. Θέλω να βγω!
— Θα βγεις. Μα στο μεταξύ εγώ σε πληρώνω. Ορίστε, πέντε λίρες.
Τις έβγαλε από την τσέπη του σακακιού και τις έριξε στο πιθάρι. Κι ύστερα ρώτησε με έγνοια:
— Κολάτσισες; Ψωμί και προσφάι, γρήγορα! Δεν θέλεις; Πέτα το στα σκυλιά! Εγώ πάντως στο έδωσα.
Παράγγειλε να του το δώσουν, πήδησε στη σέλα και δρόμο, καλπάζοντας για την πόλη. Όσοι τον είδαν, νόμισαν πως πήγαινε να κλειστεί στο τρελοκομείο, τόσο παλαβά χειρονομούσε.
Ευτυχώς, δε χρειάστηκε να περιμένει στον προθάλαμο του δικηγόρου. Μα αναγκάστηκε να περιμένει ώσπου να σταματήσει αυτός τα γέλια, όταν του εξέθεσε την περίπτωση.
— Με συγχωρείτε, πού το βρίσκετε το αστείο; Η αφεντιά σας δεν καίγεται. Δικό μου είναι το πιθάρι!
Μα αυτός εξακολουθούσε να γελάει κι ήθελε να του ξαναδιηγηθεί το περιστατικό, και δώσ’ του καινούριο γέλιο. Ώστε μέσα ε; Ράφτηκε μέσα; Κι αυτός, ο ντον Λολό, τι σκόπευε να κάνει; Να… να τον κρατήσει μέσα… χα… χα… χα… μέσα… χαχαχά, για να μη χάσει το κιούπι;
— Πρέπει να το χάσω; ρώτησε ο ντον Λολό σφίγγοντας τις γροθιές. Κι η ζημιά και το ρεζιλίκι;
— Μα ξέρετε πώς λέγεται αυτό; του είπε στο τέλος, ο δικηγόρος. Λέγεται παράνομος κράτησις προσώπου!
— Κράτηση; Και ποιος τον κράτησε; Μόνος του μπήκε εκεί μέσα! Τι φταίω εγώ;
Ο δικηγόρος του εξήγησε τότε πως υπήρχαν δυο περιπτώσεις: από τη δική του τη μεριά, ο ντον Λολό έπρεπε να ελευθερώσει αμέσως το φυλακισμένο για να μην κατηγορηθεί για παράνομο κράτηση. Από την άλλη, ο μάστορης έπρεπε να λογοδοτήσει για τη ζημιά που είχε κάνει με την απερισκεψία ή την επιπολαιότητά του.
— Α! ο Τζίραφα πήρε ανάσα. Θα μου πληρώσει το πιθάρι!
— Σιγά! τον έκοψε ο δικηγόρος. Όχι, βέβαια, σαν να ήταν καινούριο!
— Και γιατί;
— Μα γιατί ήταν σπασμένο! Τι στην ευχή!
— Σπασμένο; Όχι, κύριέ μου! Ήταν γερό, ολόγερο! Καλύτερο από καινούριο, το είπε κι ο ίδιος! Και τώρα αν το σπάσω δεν μπορώ να το ξανακολλήσω. Θα πάει χαμένο το πιθάρι, κύριε δικηγόρε!
Ο δικηγόρος τον βεβαίωσε πως θα το λάβαινε υπόψη του, και θα τον έβαζε να το πληρώσει στην κατάσταση που ήταν τώρα.
— Βάλτε τον να το εκτιμήσει μόνος του, τον συμβούλεψε.
— Χρυσόστομε! φώναξε ο ντον Λολό κι έφυγε τρέχοντας.
Σαν γύρισε, κατά το βραδάκι, βρήκε τους χωρικούς να έχουν στήσει πανηγύρι γύρω από το κατοικημένο πιθάρι. Ακόμα κι ο σκύλος έπαιρνε μέρος, πηδώντας και γαβγίζοντας. Ο μπαρμπα-Ντίμα δεν ήταν μόνο ήρεμος, αλλά είχε αρχίσει να διασκεδάζει με την παράξενη περιπέτειά του και γελούσε με την καρδιά του.
Ο Τζίραφα τους παραμέρισε όλους κι έσκυψε πάνω από το πιθάρι.
— Α! Είσαι καλά;
— Περίκαλα! Στη δροσιά. Πιο καλά κι από το σπίτι μου, του αποκρίθηκε ο γέρος.
— Χαίρομαι. Λοιπόν, σε πληροφορώ πως ετούτο το πιθάρι μου κόστισε, καινούριο, τέσσερα τάλιρα. Πόσο πιστεύεις πως αξίζει τώρα;
— Με μένα μέσα; ρώτησε ο μπαρμπα-Ντίμα.
Γέλια οι χωριάτες.
— Σιωπή! φώναξε ο Τζίραφα. Ένα από τα δυο; ή η κόλλα σου αξίζει κάτι ή δεν αξίζει τίποτα. Αν δεν αξίζει τίποτα, είσαι απατεώνας. Αν αξίζει κάτι, το πιθάρι πρέπει να έχει, έτσι όπως είναι, κάποια τιμή. Ποια; Κάνε εσύ την εκτίμηση.
Ο μπαρμπα-Ντίμα απόμεινε να συλλογιέται για λίγο κι ύστερα είπε:
— Αποκρίνομαι. Αν με είχες αφήσει να το κολλήσω μόνο με την κόλλα, όπως ήθελα εγώ, πρώτα πρώτα, δεν θα βρισκόμουνα εδώ μέσα και το πιθάρι θα είχε πάνω κάτω την αρχική του αξία. Έτσι μπαλωμένο με τούτες τις ραφές, που έπρεπε αναγκαστικά να τις κάνω από μέσα, τι τιμή μπορεί να έχει, ούτε το τρίτο απ’ όσο άξιζε καλά καλά.
— Ένα τρίτο; ρώτησε ο Τζίραφα. Ένα τάλιρο και τριάντα τρία;
— Λιγότερο ναι, περισσότερο όχι.
— Ε λοιπόν, είπε ο ντον Λολό, ας περάσει ο λόγος σου και δώσ’ μου ένα τάλιρο και τριάντα τρία.
— Τι πράγμα; έκανε ο μπαρμπα-Ντίμα σαν να μην είχε ακούσει.
— Σπάω το κιούπι για να βγεις, κι εσύ με πληρώνεις σύμφωνα με την εκτίμησή σου, έτσι είπε ο δικηγόρος.
— Να πληρώσω εγώ; τσίριξε ο μπαρμπα-Ντίμα. Αστειεύεται η αφεντιά σου; Εδώ μέσα θα κάτσω, να πιάσω σκουλήκια.
Και βγάζοντας, με κάποιο ζόρι αλήθεια, μια κοκάλινη πίπα από την τσέπη του, την άναψε και βάλθηκε να καπνίζει διώχνοντας τον καπνό από το λαιμό του πιθαριού.
Ο ντον Λολό έμεινε άναυδος. Ετούτη την περίπτωση, να μη θέλει να βγει ο μπαρμπα-Ντίμα από το πιθάρι, ούτε αυτός, ούτε ο δικηγόρος την είχαν προβλέψει. Και τώρα τι γινόταν; Πώς θα λυνόταν το πρόβλημα; Πήγε να προστάξει και πάλι:
— Τη φοράδα! Μα σκέφτηκε πως είχε νυχτώσει πια.
— Α, έτσι; ρώτησε. Θέλεις να εγκατασταθείς στο πιθάρι μου; Είσαστε μάρτυρες όλοι! Δεν θέλει να βγει για να μην πληρώσει. Αύριο θα σου κάνω μήνυση για καταχρηστική διαμονή και επειδή μου παρεμποδίζεις τη χρήση του πιθαριού.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έστειλε πρώτα άλλο ένα σύννεφο καπνού κι ύστερ’ απάντησε ατάραχος:
— Όχι κύριε. Εγώ δεν εμποδίζω τίποτα. Μήπως κάθομαι εδώ μέσα γιατί μου κάνει κέφι; Βγάλτε με κι εγώ φεύγω ευχαρίστως. Αλλά να πληρώσω… ούτε γι’ αστείο, αφέντη μου!
Ο ντον Λολό σήκωσε το πόδι του, σ’ ένα ξέσπασμα λύσσας, και έκανε να κλωτσήσει το πιθάρι· μα συγκρατήθηκε. Αντίθετα, το αγκάλιασε με τα δυο χέρια και το τράνταζε μ’ όλη του τη δύναμη.
— Βλέπεις τι αξίζει η κόλλα μου, του είπε ο μπαρμπα-Ντίμα από μέσα.
— Χολέρα! μούγκρισε ο Τζίραφα. Ποιος σε αδίκησε, εγώ ή εσύ; Και πρέπει να πληρώσω εγώ; Μείνε εκεί και πέθανε από την πείνα. Θα δούμε ποιος θα νικήσει!
Κι έφυγε χωρίς να σκεφτεί τις πέντε λίρες που του είχε ρίξει στο πιθάρι, το πρωί. Μ’ αυτά τα λεφτά, ο μπαρμπα-Ντίμα σκέφτηκε να το γλεντήσει με τους χωρικούς που άργησαν να γυρίσουν στα σπίτια τους κι έμειναν να περάσουν τη νύχτα τους στο αλώνι. Ένας πήγε να ψωνίσει στην ταβέρνα, εκεί κοντά. Και λες και το ’κανε επίτηδες, είχε και μια πανσέληνο που θαρρείς και ήταν μέρα.
Κάποια ώρα, ο ντον Λολό που είχε πλαγιάσει ξύπνησε από ένα σαματά της κόλασης. Βγήκε στο μπαλκόνι κι εκεί, στο αλώνι, κάτω από το φεγγάρι, αντίκρισε μύριους διαβόλους: οι χωρικοί μεθυσμένοι, πιασμένοι χέρι χέρι, χόρευαν γύρω από το κιούπι. Ο μπαρμπα-Ντίμα, μέσα, τραγουδούσε, ξελαρυγγιαζόταν.
Αυτή τη φορά, ο ντον Λολό δεν κρατήθηκε. Όρμησε σαν αφηνιασμένος ταύρος και προτού προλάβουν να τον σταματήσουν, με μια κλωτσιά, έστειλε το πιθάρι να κατρακυλήσει, κάτω στην πλαγιά. Κι αυτό, κατρακυλώντας με συνοδεία τα γέλια και τα ξεφωνητά των μεθυσμένων, πήγε και τσακίστηκε πάνω σε μια ελιά.
Κι έτσι νίκησε ο μπαρμπα-Ντίμα.
LUΙGI PIRANDELLO (Τζιρτζέντι Σικελίας 1867 – Ρώμη 1936). Ιταλός δραματουργός και πεζογράφος. Σπούδασε νομική και φιλολογία. Βασικά θέματα των θεατρικών, κυρίως, έργων του είναι η σύγχυση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, το πρόβλημα των πολλών όψεων της αλήθειας, η ανάγκη του ανθρώπου για αυταπάτη. Γι’ αυτό και θεωρήθηκε πρόδρομος του μεταπολεμικού θεάτρου του παραλόγου. Τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1934.
Έργα του: Αγάπες χωρίς αγάπη (διηγήματα, 1894), Ο μακαρίτης Ματίας Πασκάλ (μυθιστόρημα, 1904), Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε (θέατρο, 1917), Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα (θέατρο, 1921), Ερρίκος Δ’(θέατρο, 1922), Απόψε αυτοσχεδιάζουμε (θέατρο, 1930) κ.ά.