Οι επιστήμονες έχουν πλέον απάντηση στο ερώτημα «τι μας κάνει να είμαστε ο εαυτός μας;». Υποστηρίζουν ότι η ζωή του ανθρώπου καθορίζεται από την προσωπικότητά του
Αν κάνουμε ένα «μίνι τεστ» στον εαυτό μας και σκεφτούμε 4-5 επίθετα που μας χαρακτηρίζουν, το πιθανότερο είναι ότι μπορούμε να κρίνουμε ενστικτωδώς αν είμαστε κοινωνικοί ή δειλοί, αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, νευρικοί ή ήρεμοι και σε τι βαθμό έχουμε αυτά τα χαρακτηριστικά: με δυο λόγια, αντιλαμβανόμαστε τι είναι αυτό που μας ορίζει. Το σύνολο αυτών των καθοριστικών χαρακτηριστικών εξωτερικά εκδηλώνεται ως συμπεριφορά – αυτό που οι άλλοι βλέπουν σε εμάς -, ενώ εσωτερικά βιώνεται ως η αίσθηση συνοχής και προσωπικής ταυτότητα, ως «εαυτός».
H απάντηση στο ερώτημα «τι μας κάνει να είμαστε ο εαυτός μας;» έχει απασχολήσει τα τελευταία 100 χρόνια φιλοσόφους, επιστήμονες, ψυχολόγους, καλλιτέχνες… Σύμφωνα με τον δρα Paul Costa, έναν από τους πρωτεργάτες της έρευνας της προσωπικότητας στο National Institute of Health των ΗΠΑ, «η προσωπικότητα δεν επηρεάζει απλώς την επιτυχία του ανθρώπου στη ζωή, την καθορίζει». Δηλαδή η καριέρα, η ευτυχία, οι σχέσεις, η υγεία και, γενικότερα, η ζωή του ανθρώπου εξαρτώνται από την προσωπικότητά του.
H ψυχολογία διαθέτει ποικιλία εργαλείων (τεστ) τα οποία μετρούν διάφορα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τόσο υγιή όσο και ψυχοπαθολογικά. Τα τελευταία χρόνια όμως τη σκυτάλη έχει πάρει η βιολογία, που μελετά πώς τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας σχετίζονται με βιολογικές μεταβλητές.
Το χρησιμότερο ψυχολογικό μοντέλο για τη μελέτη της βιολογικής βάσης της προσωπικότητας ονομάζεται «The big five» (οι 5 μεγάλοι παράγοντες) και περιλαμβάνει την εξωστρέφεια, τον νευρωτισμό, την προσήνεια, την ευσυνειδησία και τη δεκτικότητα σε εμπειρίες, παράγοντες που είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον: επομένως, και η βασική βιολογία του καθενός θα πρέπει να είναι ξεχωριστή. Εντυπωσιακό είναι ότι η βαθμολογία που παίρνει το άτομο σε κάθε παράγοντα παραμένει σταθερή στη διάρκεια της ζωής του και ότι υπάρχει μεγάλη συμφωνία ανάμεσα στη βαθμολογία που δίνει κάποιος βαθμολογώντας τον εαυτό του και όταν τον βαθμολογεί κάποιος άλλος που τον ξέρει καλά. Οι ίδιοι παράγοντες φαίνεται να ισχύουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς και γλώσσες, γεγονός το οποίο δείχνει ότι πράγματι αναφέρονται σε κάτι βαθύτατα ανθρώπινο. Σύμφωνα με τον δρα Robert McCrae, ερευνητή στο National Institute of Health, το μεγαλύτερο μέρος της προσωπικότητας (50-80%) κληρονομείται, καθορίζεται δηλαδή από τα γονίδια και όχι από το περιβάλλον ή την ανατροφή.
Τι ρόλο παίζει το περιβάλλον;
Σαφώς επηρεάζει το περιβάλλον το άτομο, ιδίως πριν από την ηλικία των 30 ετών. Μάλιστα γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι γίνονται πιο ευχάριστοι καθώς περνούν τα χρόνια. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές θεωρίες για το τι καθορίζει το μη κληρονομημένο κομμάτι της προσωπικότητάς μας, αλλά δεν θεμελιώνονται ερευνητικά. Αυτό που η σύγχρονη έρευνα καταδεικνύει είναι ότι η γονεϊκή στάση και ο τρόπος ανατροφής του παιδιού παίζουν πολύ μικρότερο ρόλο από ό,τι πιστεύονταν: η σημαντικότερη συμβολή προέρχεται από τα γονίδια.
H ερευνητική ομάδα του Klaus -Peter Lesch στο Πανεπιστήμιο Wurzburg της Γερμανίας (1996) βρήκε ένα ποικιλόμορφο γονίδιο που σχετίζεται με τη βαθμολογία στον νευρωτισμό, ενώ μια ισραηλινή επιστημονική ομάδα με επικεφαλής τον Richard Ebstein στο Herzog Memorial Hospital της Ιερουσαλήμ βρήκε ένα γονίδιο σχετιζόμενο με την εξωστρέφεια.
Το επονομαζόμενο γονίδιο Lesch κωδικοποιεί την πρωτεΐνη 5-HTT, έργο της οποίας είναι να αντλεί μόρια της χημικής ουσίας σεροτονίνης – που ρυθμίζει τη διάθεση – από τις συνάψεις του εγκεφάλου (μεταφέρουν σήματα ανάμεσα στις απολήξεις των νεύρων) πίσω στα εγκεφαλικά κύτταρα. Αυτή η επαναπρόσληψη συντονίζει τη νευρομεταβίβαση ρυθμίζοντας την ένταση και τη διάρκεια των σημάτων της σεροτονίνης στις συνάψεις. H ομάδα του Lesch βρήκε ότι το γονίδιο υπάρχει σε δύο διαφορετικές μορφές, ή αλληλόμορφα, η μία εκ των οποίων διαθέτει ένα παραπάνω κομμάτι. Ονόμασαν αυτά τα αλληλόμορφα «μακρά» και «βραχέα». Οταν έδωσαν σε 505 άτομα ένα τεστ προσωπικότητας (5 μεγάλοι παράγοντες), βρήκαν μια αδύναμη αλλά σταθερή σχέση ανάμεσα στα αλληλόμορφα και στη βαθμολογία. Ατομα με τη βραχεία μορφή του γονιδίου – 68% του γενικού πληθυσμού – είχαν σημαντικά υψηλότερη βαθμολογία στον παράγοντα «νευρωτισμός». Οι επιστήμονες συμπέραναν ότι αυτή η παραλλαγή του γονιδίου της μεταφοράς σεροτονίνης, το οποίο κληρονομούμε, έχει μικρή αλλά σημαντική επιρροή στην προσωπικότητα.
H ομάδα του δρος Ebstein βρήκε μια σύνδεση ανάμεσα στην εξωστρέφεια και σε ένα γονίδιο που σχετίζεται με τη νευρομεταβίβαση. Αυτό το γονίδιο κωδικοποιεί τον υποδοχέα ντοπαμίνης DRD4, που βρίσκεται στη μεμβράνη των νευρώνων και μεταδίδει σήματα ντοπαμίνης από το εσωτερικό στο εξωτερικό του κυττάρου. Και σε αυτή την περίπτωση το γονίδιο εμφανίζεται σε δύο διαφορετικές μορφές, «μακρά» και «βραχεία». Βρέθηκε ότι άτομα με τη «μακρά» μορφή του γονιδίου είχαν υψηλότερη βαθμολογία στον παράγοντα «Δεκτικότητα σε εμπειρίες».
Γιατί είναι τόσο σημαντικά αυτά τα ευρήματα; Διότι η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη είναι σημαντικοί ρυθμιστές της διάθεσης και του συναισθήματος, άρα οι γενετικές διαφορές στον βιοχημικό εξοπλισμό που τις ρυθμίζει επηρεάζουν την προσωπικότητα του ανθρώπου. Ερευνες με καλλιεργημένα νευρικά κύτταρα δείχνουν την ύπαρξη πιθανού μηχανισμού για την επιρροή του γονιδίου του Lesch: τα κύτταρα με δύο μακρά αλληλόμορφα είναι δύο φορές αποτελεσματικότερα στην άντληση σεροτονίνης από ό,τι κύτταρα με ένα ή δύο βραχέα αλληλόμορφα, και οι άνθρωποι που έχουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο – τείνουν να είναι πιο νευρωτικοί – έχουν σχετικά υψηλότερα επίπεδα σεροτονίνης στις νευρωνικές συνάψεις τους.
H ομάδα του δρος Ebstein βρήκε μια διαφορετική μορφή του γονιδίου υποδοχέα της σεροτονίνης 2C, που σχετίζεται με την προσήνεια. Ερευνητές στην Ουγγαρία και στην Ιαπωνία βρήκαν μια άλλη εκδοχή του γονιδίου υποδοχέα της ντοπαμίνης D4 που σχετίζεται με την εξωστρέφεια. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν πώς τα γονίδια επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο τα νεύρα επικοινωνούν από το ένα μέρος του εγκεφάλου σε ένα άλλο.
Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι η προσπάθεια ανεύρεσης των γονιδίων της προσωπικότητας αξίζει τον κόπο. Κάθε γονίδιο έχει μέτρια συμβολή στις διαφορές σε μία μόνο διάσταση της προσωπικότητας, αλλά η συμβολή τους είναι αρκετά μεγάλη για να δείξει ότι ο αριθμός γονιδίων που περιλαμβάνεται σε κάθε χαρακτηριστικό της προσωπικότητας είναι δυνατό να ελεγχθεί – περίπου 20-30 γονίδια.
Ο δρ Ahmad Hariri, του National Institute of Mental Health των ΗΠΑ, χρησιμοποίησε τη μαγνητική τομογραφία (fMRI) για να διαπιστώσει πώς τα γονίδια που επηρεάζουν τη χημεία του εγκεφάλου συμβάλλουν στη δημιουργία της σύνθετης προσωπικότητας. Είκοσι οκτώ άτομα, τα μισά με τη βραχεία εκδοχή του γονιδίου 5-HTT και τα άλλα μισά με τη μακρά, συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια προσωπικότητας και είδαν φωτογραφίες από τρομακτικές εκφράσεις προσώπου, ενώ η δραστηριότητα του εγκεφάλου τους μετριόταν από fMRI. Τα υποκείμενα δεν είχαν διαφορές στη βαθμολογία στο τεστ προσωπικότητας. Είχαν όμως σημαντικές διαφορές στα αποτελέσματα της μαγνητικής τομογραφίας: τα άτομα με τη βραχεία μορφή του γονιδίου έδειξαν περισσότερο φόβο στην εγκεφαλική τους δραστηριότητα, προερχόμενη από την αμυγδαλή, περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με την επεξεργασία των τρομακτικών ερεθισμάτων. Ο δρ Hariri συμπέρανε ότι το να έχει κανείς τη βραχεία εκδοχή του γονιδίου καθιστά την αμυγδαλή του πιο ευαίσθητη και αυτό πιθανόν εξηγεί γιατί αυτή η εκδοχή του γονιδίου συνδέεται με νευρωτικές τάσεις.
Το Εγώ μας γεννιέται ή φτιάχνεται;
Παρά τις τελευταίες ερευνητικές επιτυχίες στον τομέα της βιολογικής προσέγγισης της προσωπικότητας, η επιστήμη βρίσκεται ακόμη μακριά από το να μπορεί να εξηγήσει μέσω της γενετικής και των τεχνικών απεικόνισης του εγκεφάλου ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο όπως η προσωπικότητα του ανθρώπου. Χρειάζονται πολλές έρευνες ακόμη για να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο η γενετική μας συγκρότηση αλληλεπιδρά με το περιβάλλον για να αναδειχθεί η μοναδική προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου. Είναι λοιπόν ο άνθρωπος έρμαιο των γενετικών του καταβολών ή μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά και από το περιβάλλον του; H θετική απάντηση έρχεται από τον δρα Paul Costa, του National Institute of Health των ΗΠΑ: «Ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει την προσωπικότητά του, αλλά χρειάζεται σκληρή προσπάθεια».
Λίζα Βάρβογλη, ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια