Πείτε μου αλήθεια τη γνώμη σας, Θεοί και Άθεοι. Ποιος άνθρωπος θα άντεχε στ´ αλήθεια τον «Παράδεισο»; Ποιος θα ανεχόταν να ζει σε ιδανικές συνθήκες για παραπάνω από μερικά εικοσιτετράωρα; Επί πόσο θα γούσταρε να τον αγαπούν για πάντα; Να ζει στον πιο υπέροχο καιρό, με την πιο θαυμάσια συντροφιά, τις πιο ενδιαφέρουσες ενασχολήσεις; Με μόνο καλούς συνανθρώπους που να αγαπούν για πάντα, χωρίς καθόλου φθόνους, φόνους, απάτες, ψέματα;
Ποιος αλήθεια θα ήθελε με όλη την καρδιά της ψυχής του, εισιτήριο διαρκείας για το τέλειο; Ποιος δε θα’ θελε καλύτερα, ό,τι δεν είναι τέλειο, έτσι ώστε να μπορεί να κοροϊδέψει τον εαυτό του πως εκείνος κάποτε, ίσως καταφέρει να το κάνει τέλειο; Ποιος θα μπορούσε να μην πλήξει έστω και στο ελάχιστο, αν ζούσε σε έναν κόσμο δίχως τελειωμό, με πρόσωπα που να χαμογελούν νύχτωσε-ξημέρωσε, που να είναι ακαταπαύστως σε κατάσταση ευδαιμονίας, που να μην έχουν να αντιμετωπίσουν κανένα ζόρι, κανένα παίδεμα;
Μου φαίνεται εξωπραγματικό, αν όχι γελοίο, να πιστεύει κανείς σε Παράδεισους. Σε μελωδίες ευτυχίας που να μπορούν να ηχούν αιωνίως. Αν ήταν τόσο ρόδινα τα πράγματα, τότε γιατί τα τριαντάφυλλα να’ χουν αγκάθια; Μήπως, λέω μήπως, γιατί μόνον αυτά τα αγκάθια μπορούν τελικά να κάνουν τον άνθρωπο να δει έστω και για λίγο την πραγματική ομορφιά ενός τριαντάφυλλου; Και εξηγούμαι. Μιλάω αυστηρά και συγκεκριμένα για τον Άνθρωπο. Όχι για τον Υπεράνθρωπο. Ίσως για αυτόν τον ανώτερο άνθρωπο, που με τόση σοφία εποίησεν ο θεός Νίτσε, τα πράγματα να’ ναι αλλιώς. Ίσως εκείνος να ήταν ο μόνος που πραγματικά να γούσταρε τον Παράδεισο, γιατί ίσως εκείνος να ήταν πραγματικά και ο μόνος που όντως τον γεύτηκε.
Όσον αφορά όμως, εμάς τους κοινούς, θνητούς ανθρώπους, έχω την εντύπωση ότι μάθαμε στην ταλαιπωρία. Το σύστημα έχει προγραμματιστεί να περιμένει την επόμενη δοκιμασία, το επόμενο μονοπάτι, την επόμενη πρόκα, μόνο και μόνο για να νιώσει καλά ξεπερνώντας τα. Έχει μάθει ο μηχανισμός του ανθρώπου να περιμένει τον επόμενο αγώνα. Πώς αλλιώς θα μπορεί μετά να κατακτήσει την επόμενη νίκη;
Ο Άνθρωπος θέλει σαν τρελός αυτά τα ίχνη «κόλασης», και σε αυτή και σε κάθε ζωή. Διψά σαν κοράκι, για λίγες στάλες ταλαιπωρίας, και σε αυτό και σε κάθε σύμπαν. Βαριέται το άψογο. Πεθυμά το μελαγχολές. Δεν αντέχει να του πάνε για πολύ, όλα πρίμα. Θέλει να νιώσει για μια στιγμή πως βρέχει μέσα του. Πως μέσα από κάθε βάσανο, κρύβεται η ελπίδα. Κρύβεται. Δε δίδεται άπλετα και ανά δεύτερο. Κρύβεται, εμφανίζεται και μετά πάλι φεύγει.
Έτσι λοιπόν, κανένας άνθρωπος δε χρειάζεται να ζει περιμένοντας να πάει στον Παράδεισο. Γιατί πολύ απλά δεν έχει ιδέα τι πα να πει Παράδεισος. Μονάχα περνάει που και που ξυστά από δίπλα του, παίρνει μια τζούρα και μετά επιστρέφει, στα φυσιολογικά για τη γη επίπεδα.
Άνθρωπος και Παράδεισος δεν πάνε μαζί λοιπόν. Και είναι, ίσως, αυτός ο μόνος κανόνας ο οποίος δεν επιδέχεται καμίας μα καμίας μα καμίας εξαίρεσης. Καμίας!
Πηγή Άννα Ιωαννίδου