Η σχέση γονέων και παιδιών είναι ένας δεσμός διαρκούς αλληλεπίδρασης, που «επεμβαίνει» στον ψυχισμό του παιδιού και διαμορφώνει πρότυπα και συμπεριφορές. Μόνο που η «λεπτή γραμμή» ανάμεσα στη προσωπικότητα των γονιών και την αγάπη τους προς το παιδί, ποτέ της δεν υπήρξε διαχωριστική.
Οι γονείς θα διδάξουν πρώτοι στο παιδί τη συμπεριφορά σε σχέση με το φύλο του, τη θέση του στην κοινωνία, στην οικογένεια, το πως θα πετύχει τους στόχους του και τις επιθυμίες του.
“Η μητέρα μου, μού επαναλάμβανε διαρκώς πως κανείς δεν θα με αγαπήσει όπως αυτή. Όταν μεγάλωσα, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα έλεγχο της ζωής μου και έκανα ό, τι θεωρούσα ότι θα άρεσε σε εκείνη».
«Ο πατέρας μου ήταν σαν να μην υπήρχε. Ενδιαφερόταν μόνο για τη δουλειά του Δημιούργησα οικογένεια, αλλά ακόμα κουβαλάω την πικρία -και κάτι σαν ενοχή-για την αδιαφορία του, μέσα μου».
Ενδεικτικά «αντίθετες» ιστορίες με κοινό παρονομαστή παιδικές μνήμες που ενοχλούν, θυμώνουν, πληγώνουν. Ενήλικες -«παιδιά», που, με κάθε είδους παραλλαγές συμπεριφοράς, μοιάζουν «στοιχειωμένοι» από τα λάθη των γονέων τους. Ένα γεγονός που δρα προειδοποιητικά για όσους μεγαλώνουν παιδιά και μπορούν ακόμα να αναθεωρήσουν…
Στερεότυπα και συμπεριφορές
Πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ανάπτυξη του παιδιού είναι αναμφισβήτητα η προβολή των προτύπων, αλλά και τα στερεότυπα κάθε οικογένειας σχετικά με τους ρόλους, τις σχέσεις και τις συμπεριφορές που υιοθετούμε, εξηγούν οι ψυχολόγοι. Οι γονείς – και ιδιαίτερα η μητέρα, αν είναι εκείνη που περνάει περισσότερο χρόνο με το παιδί – είναι αυτοί που θα διδάξουν πρώτοι στο παιδί τη συμπεριφορά σε σχέση με το φύλο του, τη θέση του σε μία ομάδα και στην οικογένεια, την επαφή με τους στόχους και τις επιθυμίες του.
Το ευτυχές είναι ότι κανείς πλέον δεν ενστερνίζεται την άποψη που κάποιοι υποστήριζαν παλιότερα, ότι οι γονείς δεν θα πρέπει να εκδηλώνουν την αγάπη τους έντονα ή να ανταποκρίνονται άμεσα στα καλέσματα και τις επιθυμίες των παιδιών τους για να μην τα κακομάθουν.
O ρόλος τους όμως, πρέπει να είναι υποστηρικτικός και όχι υπερπροστατευτικός. Το παιδί χρειάζεται την αγάπη τους για να νοιώθει ασφαλές και αποδεκτό. H υπερπροστασία δρα πιεστικά και καταπνίγει την αυτονομία και τη δημιουργική εξέλιξη του παιδιού, με συνεπακόλουθο την αντιδραστικότητα ή την πλήρη παθητικότητα του.
O ρόλος της μητέρας
H σχέση παιδιού και μητέρας είναι πρωταρχικής σημασίας, καθώς ξεκινά με βάση το βιολογικό «δέσιμο» που αναπτύσσεται μεταξύ τους κατά τη περίοδο της κύησης. «Η αλληλεπίδραση που υφίσταται ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, επισφραγίζει το γεγονός ότι, η ψυχολογική σχέση τους ξεκινάει πολύ πιο πριν από κάθε άλλη σχέση που το παιδί θα αναπτύξει στο μέλλον», τονίζει η ειδικός. Επομένως η προσωπικότητα της μητέρας παίζει καθοριστικό ρόλο για τη μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού. «Ιδιαίτερα σημαντική, είναι από πλευράς της μητέρας, η γνώση των δικών της ορίων, όσο αφορά στην επαφή της με το παιδί, καθώς και με τις υπόλοιπες σχέσεις της.
Μέσα από την αντίληψη αυτή και το παιδί με τη σειρά του θα μπορέσει να αποκτήσει επίγνωση της δικής του θέσης στην οικογένεια και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον».
H σημασία του πατέρα
Σύμφωνα με τους ειδικούς ο ρόλος του πατέρα, αν και ξεκινάει λίγο αργότερα από αυτόν της μητέρας, είναι εξίσου καθοριστικός για το παιδί. «Είναι εκείνος που, μετά το πρώτο διάστημα της ζωής του παιδιού, θα προστατεύσει τα όρια της οικογένειας, διευκολύνοντας σταδιακά την ανεξαρτησία και τον αυτοπροσδιορισμό των δύο άλλων μελών (μητέρας και παιδιού), που το προηγούμενο διάστημα καταλύθηκε λόγω των αυξημένων βιολογικών και συναισθηματικών αναγκών, που καλείται να καλύψει η μητέρα». Av αυτό δεν γίνει έγκαιρα και ομαλά, τότε ο ρόλος της γυναίκας -και κατά συνέπεια η σχέση της με το παιδί- μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για το ίδιο, αλλά και για ολόκληρο το σύστημα της οικογένειας.
Τα συνηθέστερα λάθη
Και της μητέρας, και του πατέρα, μπορεί να αφορούν είτε στον συναισθηματικό τους τόνο, είτε στον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί ο καθένας τους να οριοθετήσει το παιδί.
Ο συναισθηματικός τόνος μπορεί να χαρακτηρίζεται από στοργή έως εχθρότητα. Από την άλλη, ο τρόπος οριοθέτησης του παιδιού, να διακυμαίνεται ανάμεσα στον έλεγχο και την πλήρη αυτονομία. Και οι δυο γονείς θα πρέπει να επιδιώκουν ένα πλαίσιο ασφάλειας για το παιδί. Με άλλα λόγια να οικοδομήσουν μια σχέση μαζί του, όπου η αποδοχή, η δημοκρατικότητα κι η συνεργασία θα αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά. Σε αυτό το πρότυπο σχέσης, ο έλεγχος καθίσταται αναγκαίος, μόνο στο βαθμό που διασφαλίζει τα όρια του ρόλου τού κάθε μέλους της οικογένειας.
Ποιος «ευθύνεται»;
Σχεδόν όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως, για τα προβλήματα που εμφανίζονται στο παιδί, δεν ευθύνεται η δυσλειτουργική σχέση μητέρας – παιδιού, ή πατέρα – παιδιού. Αίτιο αποτελεί, η συναλλαγή και η αλληλεπίδραση πατέρα-μητέρας, που ορίζουν την οικογενειακή ατμόσφαιρα και το αν αυτή θα είναι τελικά λειτουργική ή όχι. «Αν οι ενδοψυχικές σχέσεις των γονέων είναι ανώριμες και παθολογικές, το πιθανότερο είναι ότι θα δημιουργήσουν μία κακή οικογενειακή ατμόσφαιρα.
Αυτό μεταφράζεται σε συχνές συγκρούσεις, όπου τα παιδιά συνειδητά ή ασυνείδητα χρησιμοποιούνται ως όπλα εναντίον του συντρόφου, ή ως «αντικείμενα» για την ικανοποίηση ανεκπλήρωτων συναισθηματικών αναγκών».
Οι επιπτώσεις από αυτή την «πάλη» είναι σοβαρές και προκαλούν τραύματα στις ψυχές των παιδιών, που δύσκολα «αποχωρίζονται» και στην ενήλικη ζωή τους. Η ευθύνη απέναντι στον ψυχισμό των παιδιών προϋποθέτει σεβασμό στην αξιοπρέπεια τους και ουσιαστική επαφή με τα αισθήματα εντός μας. Αυτό δρα επιδιορθωτικά σε ενδεχόμενα λάθη και ισορροπεί τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας οικογένειας.
της Έλενας Κιουρκτση