Μοϊσμός (Σχολείο της Λογικής) είναι μια αρχαία κινεζική φιλοσοφία της λογικής, της ορθολογικής σκέψης και της επιστήμης, που αναπτύχθηκε από τον αρχαίο Κινέζο φιλόσοφο Μο τσε – Mozi (470π.Χ.-391 π.Χ.). Εξελίχθηκε περίπου την ίδια στιγμή με τον Κομφουκιανισμό, Ταοϊσμό και Νομοκρατισμό ή Νομικισμό, και ήταν μία από τις τέσσερις κύριες φιλοσοφικές σχολές από το 770 π.Χ. έως το 221 π.Χ. Κατά την περίοδο αυτή, ο Μοϊσμός θεωρήθηκε ως ένας σημαντικός ανταγωνιστής στον Κομφουκιανισμό. Αργότερα η διδασκαλία της σχολής Mohism απορροφήθηκε από τον κινέζικο Νομικισμό και τα βιβλία της αργότερα συγχωνεύθηκαν με τον Ταοϊσμό, κι έτσι εξαφανίζεται ως ανεξάρτητη σχολή σκέψης.
Η περίοδος της Άνοιξης και Φθινοπώρου (770 π.Χ.—476 π.Χ) και των Εμπόλεμων Βασιλείων ήτανε η χρυσή εποχή της κινεζικής φιλοσοφίας κατά την διάρκεια της οποίας ιδρύθηκαν πολλές φιλοσοφικές σχολές, όπως αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Ο Μοϊσμός (mò jiā, 墨家) είναι μία από τις πρώτες οργανωμένες φιλοσοφικές ομάδες στην Κίνα η οποία συζήτησε και υποστήριξε ιδέες, όπως το νόημα της ζωής. Με αποτέλεσμα τα κείμενά τους να περιγράφουν 10 δόγματα, που όπως είπαν οι άνθρωποι πρέπει να προσπαθήσουν να ακολουθήσουν στην καθημερινή τους ζωή, τα περισσότερα από τα οποία ενστερνίζονται αμεροληψίας.
Η φροντίδα και η αμεροληψία
Σύμφωνα με τα 10 δόγματα τους, το νόημα της ζωής μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν κάθε μεμονωμένο άτομο δείχνει την ίδια ποσότητα φροντίδας και προσοχής σε κάθε άλλο πρόσωπο, μην βάζοντας τις ανάγκες κανενός παραπάνω από οποιονδήποτε άλλο. Αυτό σήμαινε να απαλλαγούμε από την σπάταλη πολυτέλεια, την διασκέδαση για τους δικούς μας λόγους, και τον πλούτο.
Ο Μοϊσμός προωθεί μια φιλοσοφία της αμερόληπτης φροντίδας. Ήθελαν τους ανθρώπους να αγωνιστούν για την ισότητα, εξασφαλίζοντας έτσι ότι όλοι είχαν τον ίδιο βαθμό ευτυχίας και άνεσης, ενώ εκτιμούσαν τις επιθυμίες τους. Βοηθώντας όμως ο καθένας την επίτευξη του τελικού στόχου στη ζωή θα είχαν ανταμοιβές στη μετά θάνατον ζωή.
Δηλαδή, ένα πρόσωπο πρέπει να φροντίζει εξίσου όλα τα άλλα άτομα, ανεξάρτητα από την πραγματική σχέση τους με αυτόν ή αυτήν. Η έκφραση αυτής της τυφλής φροντίδας είναι αυτό που κάνει ο δίκαιος άνθρωπος της Mohist (Μοϊσμός) σκέψης. Αυτή η υπεράσπιση της αμεροληψίας ήταν ο στόχος της επίθεσης από τις άλλες κινέζικες φιλοσοφικές σχολές, κυρίως τον Κομφουκιανισμό, οι οποίοι πίστευαν ότι, ενώ η αγάπη πρέπει να είναι άνευ όρων, δεν θα πρέπει να είναι αδιάκριτη. Για παράδειγμα, τα παιδιά θα πρέπει να κατέχουν μια μεγαλύτερη αγάπη για τους γονείς τους, από ό, τι για τυχαία αγνώστους.
Μο τσε
Ο Μο τσε (Mozi) γεννήθηκε γύρω στο 470 π.Χ., λίγο μετά τον θάνατο του Κομφούκιου, και έλαβε την παραδοσιακή κινεζική παιδεία, η οποία βασιζόταν στα κλασικά κείμενα. Ωστόσο, αργότερα αντιπάθησε την έμφαση που έδινε ο κομφουκισμός στις φυλετικές σχέσεις, κάτι που τον οδήγησε να δημιουργήσει τη δική του σχολή σκέψης, υποστηρίζοντας την καθολική αγάπη ή τζιάν άι. Με το τζιάν άι, ο Μο τσε εννοεί ότι πρέπει να νοιαζόμαστε για όλους τους ανθρώπους το ίδιο, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση ή τη σχέση τους με εμάς. Θεωρεί αυτή τη φιλοσοφία, η οποία «στηρίζει και διατηρεί τη ζωή», ως απολύτως αγαθοποιό και σε αρμονία με τις επιταγές του Ουρανού` η φιλοσοφία αυτή ονομάστηκε μοϊσμός.
Ο Μο τσε πιστεύει ότι οι πράξεις μας έχουν πάντοτε ανταποδοτικότητα. Αν φερόμαστε στους άλλους όπως θέλουμε να μας φέρονται, τότε θα εισπράξουμε παρόμοια συμπεριφορά. Αυτή είναι η σημασία του ρητού «όταν μου προσφέρουν ένα ροδάκινο, ανταποδίδω με ένα δαμάσκηνο». Σύμφωνα με τον Μο τσε, όταν αυτή η αρχή μέριμνας για όλους ακολουθείται από ηγέτες, αποφεύγονται οι πόλεμοι` όταν ακολουθείται από όλους, οδηγεί σε μια αρμονικότερη και, άρα, παραγωγικότερη κοινωνία. Αυτή η ιδέα διέπεται από παρόμοιο πνεύμα με την ιδέα του ωφελιμισμού, που πρότειναν οι δυτικοί φιλόσοφοι τον 19ο αιώνα.
Κράτησε την κασετίνα επιστρέφοντας το μαργαριτάρι στον πωλητή
Στο έργο Χαν Φέι Τσε καταγράφηκε η παρακάτω ιστορία:
Ένας κάτοικος στο Βασίλειο Τσου ήθελε να πουλήσει το μαργαριτάρι σε ένα κάτοικο του Βασιλείου Τζενγκ. Τότε έφτιαξε μια λεπτεπίλεπτη κασετίνα, την αρωμάτισε με άριστα μυρωδικά, την διακόσμησε με πολύτιμους λίθους, υπέροχους νεφρίτες και σμαράγδια. Ο κάτοικος του Βασιλείου Τζενγκ αγόρασε την κασετίνα με το μαργαριτάρι μέσα της αλλά επέστρεψε το μαργαριτάρι στον πωλητή κρατώντας μόνο την λαμπρή κασετίνα. Μπορεί να πει κανείς ότι ο πωλητής ήταν ειδικός στο να πουλήσει την κασετίνα αλλά όχι και ειδικός για να πουλήσει μαργαριτάρια.
Αυτή η μικρή ιστορία είναι ένα από τα δύο παραδείγματα που δίνονται για να εξηγήσουν γιατί ο Μο Τσε μιλάει πολύ αλλά τα λόγια του δεν είναι όμορφα. «Ο λόγος της εποχής μας είναι πολύ όμορφος. Οι βασιλιάδες προσέχουν μόνο αν είναι όμορφος αντί αν είναι χρήσιμος… Αν τα λόγια είναι πολύ στολισμένα, ο Μο Τσε ανησυχεί μήπως οι άνθρωποι προσέχουν μόνο την λογοτεχνική ομορφιά της θεωρίας του και ξεχνάνε την εσωτερική της αξία, επομένως η απαγγελία τους θα βλάψει την πρακτική τους αξία. Είναι όπως εκείνος ο κάτοικος του Τσου που πουλάει ένα μαργαριτάρι. Γιαυτό τα λόγια του Μο Τσε είναι πολλά αλλά όχι όμορφα.»
Παρόλο που η αρχική σημασία της παροιμίας είναι να συμβολίσει τις συνέπειες της υπερβολικά όμορφης εμφάνισης, με το πέρασμα του χρόνου η παροιμία αυτή σήμερα χρησιμοποιείται για τον άνθρωπο που έχει έλλειψη κρίσης και που δίνει σημασία μόνο στην εμφάνιση και όχι στην πραγματική αξία.