Θεωρητικός και Πρακτικός Λόγος περί Θρησκείας

«Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος…». Αυτή ήταν η απάντηση του Immanuel Kant (1724 – 1804) στο ερώτημα τί είναι Διαφωτισμός, Was ist Aufklärung?.

aufclarung

Ως Διαφωτισμός θεωρείται το φιλοσοφικό και πνευματικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στον Ευρωπαϊκό χώρο κυρίως το 18ο αιώνα και επηρέασε σχεδόν όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής. Το κίνημα του Διαφωτισμού ξεκίνησε αρχικά από το 17ο αιώνα και σημαντικοί σταθμοί του θεωρούνται η Νευτώνεια Σύνθεση, η πρωτότυπη γνωσιολογία του  John Locke (1632 – 1704) και η διάδοση των ιδεών αυτού από το Βολταίρο (François-Marie Arouet 1694 – 1778).

Ο Kant γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πρωσική πόλη του  Königsberg και το φιλοσοφικό του εγχείρημα ήταν να συγκεράσει τις δύο αντιτιθέμενες φιλοσοφικές θεωρήσεις του ορθολογισμού και του εμπειρισμού. Με αφετηρία το έλλογο υποκείμενο προσπάθησε να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο αυτό προσλαμβάνει τη γνώση κάτω από συνθήκες καθολικότητας και αναγκαιότητας. Ως κριτικός ιδεαλιστής διατύπωσε τις αντιρρήσεις του περί των θεολογικών επιχειρημάτων, αλλά προχώρησε περαιτέρω και υποστήριξε την ύπαρξη του Θεού σε ένα άλλο πλαίσιο, στις ιδέες του Λόγου και στην ηθική βούληση.

Ο Kant με τη σειρά του μέσω της φιλοσοφίας του αντιτάχθηκε πλήρως στην προσπάθεια προσέγγισης του Θεού με την βοήθεια της ανθρώπινης λογικής όπως πρέσβευε η έννοια της φυσικής θρησκείας. Με τα έργα του Η Κριτική του Καθαρού Λόγου (1781-1787) και Η Κριτική του Πρακτικού Λόγου (1788) παρουσίασε τη φιλοσοφική του θεώρηση η οποία ήταν ριζικά  διαφορετική και απέρριψε τις προσπάθειες εκλογίκευσης εννοιών όπως είναι η ψυχή, ο κόσμος και ο Θεός βασιζόμενος σε μία άλλη οπτική.

Η φιλοσοφική του απόπειρα ήταν να προσδιορίσει τον τρόπο με τον όποιο το ανθρώπινο ον νοεί και προσλαμβάνει τη γνώση. Σύμφωνα με τον Kant η γνώση για το υποκείμενο ξεκινούσε μέσω των αισθήσεων και η νόηση του έλλογου όντος, αφού λάμβανε και κατηγοριοποιούσε τις εποπτείες που δημιουργούσαν αυτές, σχημάτιζε έννοιες. Ως εκ τούτου απαραίτητη προϋπόθεση για ένα υποκείμενο προκειμένου να φτάσει στη γνώση ήταν η εμπειρία. Η επιστημονική γνώση προερχόταν από τη λειτουργία της ανθρώπινης νόησης πάνω στα αποτυπώματα που άφηνε η εμπειρία. Για τον Kant η λειτουργία αυτή αντιστοιχούσε στην υπόσταση του Θεωρητικού Λόγου του υπερβατολογικού υποκειμένου ο οποίος με τη σειρά του περιοριζόταν από τη λειτουργία των αισθητηριακών δεδομένων.

Η ουσιώδης διαφοροποίηση του Kant σε σχέση με το Hume και άλλους φιλοσόφους της εποχής του Διαφωτισμού ήταν η ανάλυσή του για τα φαινόμενα και τα νοούμενα. Η διάκριση αυτή ότι στον κόσμο της γνώσης υπήρχαν αφενός τα φαινόμενα, δηλαδή οι εκφάνσεις της πραγματικότητας μέσω της λειτουργίας των αισθητηρίων οργάνων, και αφετέρου τα νοούμενα, δηλαδή οι ιδέες της νόησης του έλλογου όντος, είχε τεθεί και από άλλους. Ο Kant όμως διαχώρισε τη διάκριση αυτή στο Θεωρητικό Λόγο και στον Πρακτικό Λόγο. Ο Πρακτικός Λόγος του υπερβατολογικού υποκειμένου είχε να κάνει με ιδέες οι οποίες αποτελούσαν έννοιες του Λόγου κατ’ αντιστοιχία με τις έννοιες της νόησης του Θεωρητικού Λόγου, με την διαφορά ότι οι έννοιες αυτές δεν εκπορεύονταν από την αισθητηριακή εμπειρία. Οι ιδέες σύμφωνα με τον Kant διεύρυναν τις έννοιες της νόησης ώστε να γίνει αντιληπτή η ολότητα των φαινομένων και ταυτόχρονα έθεταν τα όρια της δυνατής εμπειρίας.  Οι καθολικές και αναγκαίες ιδέες που απορρέουν από το Λόγο του υπερβατολογικού υποκειμένου,  σύμφωνα με το Kant, ήταν η ιδέα της ψυχής του κόσμου και του Θεού.

Η διάκριση Θεωρητικού και Πρακτικού Λόγου στη σκέψη του Kant βασιζόταν αφενός μεν στο ότι το υπερβατολογικό υποκείμενο ήταν «…κατ’ αίσθηση αντίληψη και λόγος…»,αφετέρου δε ότι αυτό δεν υπήρχε μόνο «…για να γνωρίζει αλλά και να πράττει….»Ο Πρακτικός Λόγος απομακρυνόταν από την εμπειρία και ταυτιζόταν με τη βούληση. Ως εκ τούτου η βούληση με την οποία είχε προικιστεί το έλλογο ον καθόριζε τις πράξεις του και προσδιόριζε την ηθικότητα στη ζωή του. Όμως επειδή η ανθρώπινη βούληση δεν οριοθετείται σύμφωνα με τη φυσική νομοτέλεια, δηλαδή την ντετερμινιστική αιτιότητα που επικρατεί στο φυσικό κόσμο, αλλά ακολουθεί τελολογική σκοπιμότητα, ώθησε τον Kant να διατυπώσει την άποψη ότι «….Η ελευθερία είναι το θεμέλιο της ηθικής συμπεριφοράς…». Η ελευθερία της βούλησης αποτέλεσε αξίωμα για τον Kant, δεδομένου ότι έχουμε την ικανότητα επιλογής των πράξεων μας, χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατόν να μιλάμε περί ηθικής.

Η Καντιανή ηθική είχε ως στοιχείο ανάλυσης τη βούληση του έλλογου υποκειμένου η οποία πήγαζε από το Λόγο και δεν καθοριζόταν από εξωτερικούς παράγοντες. Ο Kant αντιτέθηκε στην ωφελιμιστική ηθική που κυριαρχούσε την εποχή του Διαφωτισμού και αντέτεινε ότι η ατομική πράξη θα έπρεπε να εκπορεύεται από το Λόγο και να είναι σύμφωνη με «…την έννοια του καθήκοντος…». Σύμφωνα με τον Kant το έλλογο υποκείμενο είχε έμφυτη στη συνείδησή του την έννοια του καθήκοντος η οποία αποτελούσε και τον βασικό κανόνα ηθικότητας και ως εκ τούτου κάθε πράξη έπρεπε να ακολουθεί την αρχή «….Πράττε μόνο βάσει εκείνης της αρχής, δια της οποίας μπορείς ταυτόχρονα να θέλεις αυτή να γίνει καθολικός νόμος ….».Αυτή η ρήση αποτέλεσε την «κατηγορική προσταγή» του Kant και την διατύπωσε στο έργο του Θεμέλια της μεταφυσικής των Ηθών (1785).  Η κατηγορική προσταγή επέβαλλε τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να πράττουμε. Η ερμηνεία της ήταν ότι οφείλουμε να πράττουμε με τέτοιον τρόπο ώστε η ατομική μας βούληση να μετατρέπεται σε καθολικό νόμο και επιπρόσθετα να συνδιαλλασσόμαστε με τους συνανθρώπους μας εντός του κοινού βίου με γνώμονα ένα σκοπό και όχι να τους χρησιμοποιούμε ως μέσο επιδίωξης προσωπικής ωφέλειας.

Στο έργο με τίτλο Η θρησκεία μέσα στα όρια του απλού λόγου (1793) ο Kant υποστήριξε ότι η έννοια της θρησκείας περικλειόταν αποκλειστικά εντός των ορίων του Λόγου δηλαδή δεν απορρέει από τις νοησιαρχικές διεργασίες του υπερβατολογικού υποκειμένου και ειδικότερα περιορίζεται εντός της ηθικής βούλησης.Με τη σκέψη αυτή ο Kant διασαφήνισε ότι η θρησκεία δε διακατέχεται από κάποιο εμπειρικό υπόβαθρο και ότι ταυτίζεται με ηθικούς κανόνες.

Στο αναφερόμενο έργο του θεώρησε ότι εντός των καθηκόντων του έλλογου όντος ήταν η σύσταση κοινότητας σύμφωνα με τους νόμους της αρετής για τη διατήρηση της ηθικότητας καθώς επίσης και η προαγωγή του αγαθού από μέρους του ανθρωπίνου γένους ως υπέρτατου  σκοπού. Ως εκ τούτου κατέληγε στο συμπέρασμα ότι για να εκπληρωθούν τα καθήκοντα αυτά απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η σύσταση «….ενός υψηλότερου ηθικού όντος» το οποίο ταύτισε με την έννοια του Θεού, του ηθικού κυρίαρχου του κόσμου.

Η μελέτη του Kant πάνω στο θέμα της θρησκείας και της ύπαρξης του Θεού ήταν δοσμένη υπό άλλο πρίσμα σε σχέση με τους συγχρόνους του φιλοσόφους. Η Ιδέα του Θεού ως ένα ον πάνω από όλα έθετε την ηθική βούληση ως επιβεβλημένο καθήκον και σκοπό προόδου του ανθρωπίνου γένους αλλά επίσης και ως μια μετά θάνατον επιβράβευση.  Ως εκ τούτου ο Θεός ως Ιδέα του Πρακτικού Λόγου αποτελούσε μία «…υπερβατική ηθική εξουσία…» και όφειλε ως Ιδέα να ισχύει διότι σε αντίθετη περίπτωση η κανόνες της ηθικότητας θα αποτελούσαν αντίφαση.Από την άλλη διατύπωσε την άποψη  ότι η φυσική θρησκεία ταυτιζόταν με την ηθική βούληση του έλλογου υποκειμένου και διαχωριζόταν από την παραδοσιακή θεολογία. Θεωρούσε ότι η ιερή παράδοση της Εκκλησίας αποτελούσε μία ψευδολατρεία με πρακτικές που ήταν χρήσιμες τις παλαιότερες εποχές ενώ στη σύγχρονή του εποχή επιβαλλόταν η αντικατάσταση αυτών από μία θρησκεία του Λόγου, δηλαδή την ίδρυση μίας ηθικής πολιτείας επί της Γης βασισμένης στους κανόνες της αρετής.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

A., Kenny, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, Νεφέλη, Αθήνα 2005.

F., Alessio, Ιστορία της νεότερης φιλοσοφίας, Τραυλός, Αθήνα 2012.

Ζ., Λαγκρέ, Η φυσική θρησκεία, μτρφ. Αλ. Παπαθανασοπούλου, Πατάκης, Αθήνα 1996, κεφ. «Καντ: η θρησκεία εντός των ορίων του λόγου».

Ι., Καντ, Η θρησκεία εντός των ορίων του λόγου και μόνο, μτφρ. Κ. Ανδρουλιδάκης, Πόλις, Αθήνα 2007.

Woolhouse, R.S., Φιλοσοφία της Επιστήμης, Τόμος Β’: Οι εμπειριστές, μτφρ. Σ. Τσούρτη, Πολύτροπον, Αθήνα 2003.

Πηγή