Ένας άνθρωπος ενδιαφερόταν πολύ να γνωρίσει τον εαυτό του και ν’ ανακαλύψει τις υπέρτατες αλήθειες της ζωής. Σ’ όλη του τη ζωή αναζητούσε έναν φωτισμένο άνθρωπο που θα του έδινε κι εκείνου τα φώτα του. Πήγαινε απ’ τον ένα δάσκαλο στον άλλον, όμως, έμενε στην ίδια κατάσταση. Πέρασαν πολλά χρόνια αναζήτησης, κι ο άνθρωπος ήταν πια κουρασμένος· εξαντλημένος.
Τότε, μια μέρα, ένας γέροντας από ένα μικρό ορεινό χωριό, του είπε:
«Αν στ’ αλήθεια θέλεις να βρεις το δάσκαλό σου, πρέπει να πας στο Νεπάλ. Εκεί ζει ένας άνθρωπος που έχει φήμη μεγάλου σοφού. Κανένας δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται – είναι μυστήριο. Θα πρέπει να τον βρεις μόνος σου, αλλά ένα είναι το σίγουρο: δεν θα είναι εύκολο. Όσοι τον αναζήτησαν είπαν ότι όταν κάποιος πλησίαζε τον τόπο του, εκείνος έφευγε και χωνόταν ακόμα πιο βαθιά μέσα στα βουνά.
Ο άνθρωπος ένιωθε να γερνά, όμως οπλίστηκε με θάρρος και ξεκίνησε.
Δύο χρόνια ταξίδευε με καμήλες, με άλογα, και τελικά με τα πόδια, ώσπου να φτάσει στο σημείο εκείνο, στη βάση του βραχώδους όγκου του Νεπάλ.
Κι από πού να ξεκινήσει το ψάξιμο;
Ο κόσμος του έλεγε:
«Ναι, τον γνωρίζουμε τον γέροντα. Είναι τόσο γέρος…»
«Αδύνατο να καταλάβεις την ηλικία του. Μπορεί να είναι τριακοσίων ετών, πεντακοσίων… Κανείς δεν ξέρει.»
«Ζει κάπου εδώ, πράγματι, όμως δεν ξέρουμε ακριβώς το μέρος… Κανένας δεν ξέρει με ακρίβεια.»
«Κάπου εδώ θα τριγυρίζει. Αν ψάξεις συστηματικά θα τον βρεις».
Ο άνθρωπος έψαχνε, έψαχνε, έψαχνε…
Δύο ολόκληρα χρόνια τριγυρνούσε στο Νεπάλ κατάκοπος, αδυνατισμένος, τρώγοντας άγρια φρούτα, φύλλα και αγριόχορτα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Θα ήταν πολύ ήπιο αν λέγαμε ότι έχασε «πολλά», γιατί μάλλον τα είχε χάσει «όλα». Ωστόσο, ήταν αποφασισμένος να βρει εκείνον τον άνθρωπο.
Για να πάρει θάρρος έλεγε με το νου του ότι για να είναι τόσο δύσκολο να βρεθεί κάποιος, σίγουρα θ’ αξίζει τον κόπο.
«Ακόμα κι αν σου κοστίσει τη ζωή σου;» τον ρώτησε ένα απόγευμα κάποιος χωρικός.
«Ακόμα κι έτσι» απάντησε.
«Είσαι τρελός» είπε ο χωρικός, «αλλά αν αυτό θέλεις… Λένε ότι υπάρχει ένας πολύ σοφός δάσκαλος που ζει σε μια καλύβα πάνω σ’ εκείνο το βουνό… Λένε ακόμα ότι η ανάβαση είναι θανατηφόρα.»
Μάζεψε τις τελευταίες του δυνάμεις και σκαρφάλωσε στην κορυφή. Παλεύοντας με τα βράχια, με κουρελιασμένα και τα τελευταία απομεινάρια των ρούχων του, σκελετωμένος, διψασμένος, βρόμικος και πληγιασμένος έφτασε σ’ ένα μικρό αχυρένιο καλύβι.
Έρποντας σχεδόν, έσπρωξε τη σαραβαλιασμένη πόρτα…
Τότε είδε πεσμένο στο έδαφος το ακίνητο σώμα ενός γέροντα.
Πλησίασε και κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο δάσκαλος…
Όμως, είχε φτάσει αργά. Ο γέρος ήταν νεκρός.
Ο άνθρωπος κατέρρευσε κυριολεκτικά δίπλα στο παγωμένο σώμα του φωτισμένου δασκάλου, τσακισμένος από την κούραση, τον πόνο, την απογοήτευση.
Δυο μέρες και δυο νύχτες έκλαιγε χωρίς να κουνηθεί από εκεί, και την τρίτη μέρα σηκώθηκε και βγήκε να πιει λίγο νερό.
Στάθηκε κάτω από τον ήλιο κι ανάσανε τον δροσερό αέρα των βουνών.
Οι σκέψεις είχαν εξαφανιστεί χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Δεν είχε κάνει τίποτα, δεν είχε πετύχει τίποτα και δεν του έμενε τίποτα να κάνει.
Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό ένιωσε ανακουφισμένος, γαλήνιος, χωρίς επείγουσες ανάγκες…
Κι ένιωσε ξάφνου να γεμίζει με φως η ψυχή του.
Ποτέ δεν είχε νιώσει τέτοια ευτυχία!
Ένας μικρός, ανεπαίσθητος θόρυβος του έδωσε να καταλάβει ότι δεν ήταν μόνος.
Καθώς στράφηκε, τον είδε.
Πίσω του στεκόταν ο γέρος δάσκαλος. Ο φωτισμένος. Τον κοίταζε χαμογελώντας.
Ύστερα από λίγο του είπε:
«Ώστε έφτασες τελικά. Θέλεις να με ρωτήσεις κάτι;»
Και ο άνθρωπος που τόσο τον είχε αναζητήσει, απάντησε:
«Όχι».
Και γέλασαν και οι δυο τους με γέλια τρανταχτά που αντηχούσαν στα φαράγγια.
Από την άγνοια στη σοφία