Η διάκριση ανάμεσα στο έχειν και το είναι δεν είναι και τόσο ξεκάθαρη για την κοινή λογική. Το έχει φαίνεται να είναι μια φυσιολογική λειτουργία της ζωής μας: για να ζήσουμε πρέπει να έχουμε πράγματα.
Ακόμα περισσότερο, πρέπει να έχουμε πράγματα για να μπορούμε να τα απολαμβάνουμε. Σ’ ένα πολιτισμό όπου ο ύψιστος σκοπός είναι η κατοχή θα έλεγε κανείς ότι η βαθύτερη σημασία του είναι , είναι το έχει. Και όταν κάποιος δεν έχει τίποτα δεν είναι τίποτα.
Η αγωνία και η ανασφάλεια που προκαλείται από τον κίνδυνο να χάσει κανείς ό,τι έχει, δεν υπάρχει στους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι. Αν είμαι αυτός που είμαι και όχι αυτό που έχω, τότε κανένας δε μπορεί να μου στερήσει ή να με απειλήσει για την ασφάλεια και την αίσθηση της ταυτότητάς μου. Το κέντρο είναι μέσα μου, η δυνατότητά μου να υπάρχω και να εκφράζω τις βασικές μου δυνάμεις είναι κομμάτι της δομής του χαρακτήρα μου και εξαρτάται από μένα. Αυτό βέβαια αληθεύει σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής, όχι σε περιπτώσεις αρρώστιας, αναπηρίας, βασανισμού ή άλλες συνθήκες ισχυρών εξωτερικών περιορισμών.
Ενώ το έχειν βασίζεται σε κάποιο πράγμα που φθείρεται με τη χρήση, το είναι αναπτύσσεται με την εξάσκηση […] Οι δυνάμεις της λογικής, της αγάπης, της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, όλες οι βασικές δυνάμεις αναπτύσσονται μέσα από τη διαδικασία της έκφρασής τους. Ό,τι ξοδεύεται δεν πάει χαμένο, αντίθετα ό,τι φυλάγεται είναι χαμένο. Όταν προσπαθώ να είμαι, η μόνη απειλή για την ασφάλειά μου βρίσκεται μέσα μου: στην έλλειψη πίστης στη ζωή και στις δημιουργικές μου ικανότητες, στις τάσεις πισωδρόμησης, στην εσωτερική μαλθακότητα και στην προθυμία ν’ αφήσω τους άλλους ν’ αναλάβουν τη ζωή μου. Αλλά αυτοί οι κίνδυνοι εξαφανίζονται, δεν είναι συστατικά του είναι, ενώ ο κίνδυνος της απώλειας είναι έμφυτος στο έχειν.
Τα εμπειρικά ανθρωπολογικά και ψυχαναλυτικά δεδομένα δείχνουν ότι το έχειν και το είναι αποτελούν τους δύο βασικούς τρόπους εμπειρίας, και οι αντίστοιχες δυνάμεις τους καθορίζουν τις διαφορές ανάμεσα στους χαρακτήρες των ατόμων καθώς και τους διάφορους τύπους του κοινωνικού χαρακτήρα.
Τους τελευταίους αιώνες στις δυτικές γλώσσες άρχισε να γίνεται φανερή μια κάποια αλλαγή στην έμφαση που δίνουν στο έχει και στο είναι, καθώς η τάση της υποκατάστασης των ρημάτων με ουσιαστικά έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Το ουσιαστικό είναι η ακριβής έκφραση για ένα πράγμα. Ενώ για μια ενέργεια είναι το ρήμα. Παρόλα αυτά όλο και πιο συχνά μια ενέργεια εκφράζεται με τύπους του έχω.
Για παράδειγμα: «Γιατρέ έχω ένα πρόβλημα. Έχω αϋπνία. Αν και έχω ένα όμορφο σπίτι, χαριτωμένα παιδιά και ευτυχισμένο γάμο, έχω πολλές στεναχώριες». Πριν από μερικές δεκαετίες αντί ο άρρωστος να πει «έχω πρόβλημα», πιθανόν να έλεγε «είμαι στεναχωρημένος», αντί «έχω αϋπνία», «δεν μπορώ να κοιμηθώ», και αντί «έχω ένα ευτυχισμένο γάμο», «είμαι ευτυχισμένος στον γάμο μου».
Το σύγχρονο γλωσσικό ύφος δείχνει τον ψηλό βαθμό αλλοτρίωσης που επικρατεί. Το εγώ της εμπειρίας αντικαθίσταται με το αυτό της κτήσης.
Το έχω είναι μια απατηλή έννοια. Αυτοί που πιστεύουν ότι η κατοχή είναι η πιο φυσική ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης θα εκπλαγούν αν μάθουν ότι πολλές γλώσσες δεν έχουν λέξη για το έχω. Στα εβραϊκά για παράδειγμα το έχω εκφράζεται με την φράση «είναι για εμένα». Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε ότι κατά την εξέλιξη πολλών γλωσσών η φράση «είναι δικό μου» αντικαταστάθηκε πολύ αργότερα από το ρήμα έχω.
Το γεγονός αυτό υπονοεί ότι το ρήμα έχω εξελίχτηκε παράλληλα με την ανάπτυξη της ατομικής ιδιοκτησίας και είναι ανύπαρκτο σε κοινωνίες όπου κυριαρχεί η λειτουργική ιδιοκτησία, δηλαδή η κτήση πραγμάτων για συγκεκριμένη χρήση. Όταν το έχει καθορίζει τον τρόπο ύπαρξης μου η σχέση μου με τον υπόλοιπο κόσμο είναι κτητική.
Το είμαι στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εκφράζεται με την ρίζα του es που σημαίνει υπάρχω. Το είμαι δηλώνει την πραγματικότητα της ύπαρξης αυτού που είναι. Όταν λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι αναφερόμαστε στην ουσία του ανθρώπου ή του πράγματος και όχι στην εμφάνιση του.
Όταν χρησιμοποιώ τα ρήματα είμαι ή έχω, αναφέρομαι σε δυο βασικούς τρόπους ύπαρξης σε δυο διαφορετικές στάσεις απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μου και τον κόσμο. Η διαφορά είναι ανάμεσα σε μια κοινωνία, που το ενδιαφέρον της συγκεντρώνεται στους ανθρώπους, και σε μια άλλη που το ενδιαφέρον της συγκεντρώνεται στα πράγματα.
Διαβάστε και Έριχ Φρομ: ο συγγραφέας της Τέχνης της Αγάπης
Έριχ Φρομ (1900-1980) Γερμανός ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος και ανθρωπιστής. Προσπάθησε να ενώσει τον Μαρξισμό με τη Φροϋδική σκέψη. Έγραψε πολλά έργα μεταξύ των οποίων είναι Η Τέχνη της Αγάπης, Να έχεις ή να Είσαι; και Ο Φόβος της Ελευθερίας, που είναι το γνωστότερο έργο του και εστιάζει στην ανθρώπινη παρόρμηση του ανθρώπου να αναζητά μια πηγή εξουσίας και ελέγχου αντί της ελευθερίας που πιστεύεται ότι είναι αληθινή επιθυμία του. Παραμένει διαχρονικά ένα επίκαιρο και προφητικό βιβλίο για όσα συμβαίνουν σήμερα, αλλά και για όσα πιθανόν θα ακολουθήσουν, καθώς η ελευθερία περιορίζεται όλο και περισσότερο από την ένταση του οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού και θρησκευτικού ολοκληρωτισμού.
Στο εμβληματικό αυτό έργο, ο Fromm εξηγεί αρχικά πως οι επαναστατικές αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση, η υπέρμετρη δύναμη του κεφαλαίου και η οικονομική κρίση μεγαλώνουν τα αισθήματα αβεβαιότητας, μοναξιάς και ασημαντότητας του σύγχρονου ανθρώπου, ενώ η απειλή πολέμου ισχυροποιεί τον φόβο. Στη συνέχεια εστιάζει στους μηχανισμούς άμυνας του ατόμου, που είναι ταυτόχρονα και οι μηχανισμοί διαφυγής του από την ελευθερία: ο ολοκληρωτισμός, η ροπή προς την καταστροφή και ο κομφορμισμός.
Και αν για τον ανυποψίαστο πολίτη ο κομφορμισμός είναι ακίνδυνος, για τον Fromm έχει τεράστια σημασία: στα πλαίσια αυτής της “λύσης”, στην οποία προσφεύγει η πλειονότητα των μελών της κοινωνίας, ο άνθρωπος παύει να είναι ο εαυτός του και υιοθετεί απολύτως τον τύπο της προσωπικότητας που του επιβάλλουν τα πολιτιστικά πρότυπα, η κοινή γνώμη, η κοινή λογική. Έτσι, οι συνειδητοί φόβοι της μοναξιάς και της αβεβαιότητας αντιμετωπίζονται με την ένταξη στο όλον. Όμως, με αυτόν τον τρόπο, το άτομο πληρώνει το τίμημα για την απομάκρυνσή του από την αληθινή, θετική ελευθερία, η οποία συνίσταται στην αυθόρμητη δραστηριότητα.