Ήταν μια φορά ένας δερβίσης. Πολύ σοφός… Γύριζε από χωριό σε χωριό, ζήταγε ελεημοσύνη και μοίραζε γνώσεις και συμβουλές στις πλατείες και τις αγορές…Μια μέρα ενώ ζητιάνευε στην αγορά του Άκμπαρ, τον πλησιάζει ένας άνθρωπος και του λέει:
«Χθες το βράδυ ήμουν μ’ έναν μάγο πολύ ξακουστό, και με συμβούλευσε να έρθω σήμερα εδώ, σ’ αυτήν την πλατεία. Είπε ότι θα συναντήσω έναν κουρελή ζητιάνο και ότι o ζητιάνος αυτός, παρ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, θα μου δώσει έναν θησαυρό που θα αλλάξει τη ζωή μου για πάντα. Έτσι, μόλις σε είδα, κατάλαβα ότι εσύ είσαι αυτός που ψάχνω, γιατί δεν νομίζω να υπάρχει άλλος σε χειρότερη κατάσταση από σένα… Δώσε μου λοιπόν το θησαυρό μου».
O δερβίσης τον κοιτάζει σιωπηλός… Μετά, βάζει το χέρι του σε μια τσάντα από φθαρμένο δέρμα που έχει κρεμασμένη στον ώμο του.
«Αυτό πρέπει να είναι» του λέει. Και του δίνει ένα τεράστιο διαμάντι.
Ο άλλος μένει κατάπληκτος.
«Μα… η πέτρα αυτή πρέπει να έχει ανυπολόγιστη αξία.»
«Α, ναι; Μπορεί… Εγώ τη βρήκα στο δάσος.»
«Καλά. Ας είναι. Πόσα πρέπει να σου δώσω γι’ αυτήν;»
«Δεν υπάρχει λόγος. Δεν θέλω να μου δώσεις τίποτα. Σου χρησιμεύει σε κάτι; Εμένα δεν μου χρησιμεύει σε τίποτα. Δεν τη χρειάζομαι, πάρ’ την.»
«Μα…θα μου τη δώσεις έτσι… χωρίς κανένα αντάλλαγμα;»
«Ναι…ναι. Έτσι δεν σου είπε ο μάγος σου; »
«Ναι, βέβαια. Αυτό ακριβώς μου είπε ο μάγος…Ευχαριστώ πολύ.»
Πολύ μπερδεμένος, ο άντρας αρπάζει την πέτρα και φεύγει.
Μετά από μισή ώρα, επιστρέφει. Ψάχνει στην πλατεία να βρει τον δερβίση, και μόλις τον βλέπει του λέει:
«Πάρε την πέτρα σου…»
«Τι έγινε;» τοv ρωτάει ο δερβίσης.
«Πάρε και δώσε μου τον θησαυρό…» λέει o άντρας.
«Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου δώσω» λέει ο δερβίσης.
«Και βέβαια έχεις…Θέλω να μου δώσεις τον τρόπο που έχεις να μπορείς να αποχωρίζεσαι κάτι χωρίς να σε πειράζει.»
Λένε ότι o άνθρωπος αυτός έμεινε δίπλα στον δερβίση πολλά χρόνια μέχρι να μάθει να αποστασιοποιείται και να αποδεσμεύεται.