Η ψυχολόγος Alice Miller (1923-2010) έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση μεταξύ της σωματικής τιμωρίας και της καταστροφικής της επίδρασης στα παιδιά. Έγραψε 13 βιβλία, που έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και αξίζει να διαβαστούν.
Σύμφωνα με την Alice Miller, σε όλο τον κόσμο η βία έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι τα παιδιά έχουν κακοποιηθεί ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, όταν το μυαλό τους δεν ήταν δομημένο και το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό, αλλά δύσκολα αντιληπτό από την κοινωνία.
Αναρωτώμενη για τις αιτίες του μίσους βρήκε την απάντηση μόνο όταν διερεύνησε διεξοδικά τις παιδικές ηλικίες δικτατόρων και κατά συρροήν δολοφόνων οι οποίοι στην παιδική τους ηλικία εκτέθηκαν σε φρικτά βιώματα, τα οποία αρνήθηκαν.
Οι ταπεινώσεις, οι ξυλοδαρμοί, τα χαστούκια, η σεξουαλική παρενόχληση, η παραμέληση, κλπ θεωρούνται όλες μορφές κακομεταχείρισης, γιατί τραυματίζουν την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια του παιδιού, ακόμη και αν οι συνέπειές τους δεν είναι ορατές αμέσως.
Ωστόσο, ως ενήλικες, τα περισσότερα κακοποιημένα παιδιά ή θα υποφέρουν, ή θα γίνουν δήμιοι.
Αυτή η δυναμική της βίας μπορεί να εξελιχτεί ώστε ενήλικες, μία φορά κακοποιημένα παιδιά, να χτυπάνε τα δικά τους παιδιά και συχνά να αισθάνονται ευγνώμονες προς τους γονείς τους, οι οποίοι τους κακομεταχειρίστηκαν όταν ήταν μικρά και ανυπεράσπιστα.
Η άρνηση της κακοποίησης, κατά την συγγραφέα, οδηγεί σε πράξεις εκδίκησης. Αυτός είναι ο λόγος που οι γονείς συνεχίζουν να παράγουν έντονο πόνο.
Ένα παιδί που έχει υποστεί σωματική τιμωρία και ταπείνωση στο όνομα της ανατροφής αφομοιώνει από πολύ μικρό τη γλώσσα της βίας και της υποκρισίας και την κατανοεί ως το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας.
Διασαφηνίζει με βάση τα παραδείγματα του Χίτλερ, του Στάλιν, του Νίτσε, του Πικάσο, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Κάφκα, του Σίλερ, Ρεμπώ, Προυστ ή του Τζόυς πώς μπορεί να επιδράσει η παιδική κακοποίηση στην κοινωνία.
Σε όλες τις περιπτώσεις, η ψυχολόγος σημειώνει ότι βρήκε επιπτώσεις του μίσους απέναντι σε έναν τουλάχιστον γονιό – μίσος, που παρέμενε ασυνείδητο, όχι μόνο επειδή απαγορευόταν αυστηρά να μισείς τον γονιό σου, αλλά και επειδή για ένα παιδί ήταν θέμα επιβίωσης να διατηρήσει την ψευδαίσθηση ότι έχει έναν καλό γονιό.
Μόνο με τη μετάθεση σε ένα υποκατάστατο του γονιού πρόσωπο, γινόταν επιτρεπτό το μίσος αυτό και μπορούσε να εκδηλωθεί.
Ωστόσο ανάμεσα στα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική τιμωρία στο παρελθόν υπάρχουν και εκείνα που ήδη στην παιδική τους ηλικία ή στην μετέπειτα ζωή τους δεν συνάντησαν μόνο πρόσωπα που τους βοήθησαν, δίχως να το συνειδητοποιούν, αλλά και «ενήμερους μάρτυρες», ανθρώπους δηλαδή που εν γνώσει τους τα συνέδραμαν να αναγνωρίσουν το άδικο που βίωσαν και να εκφράσουν τη θλίψη τους για αυτό που τους είχε συμβεί.
Αυτά τα παιδιά δεν εξελίχτηκαν φυσικά σε βίαιες εγκληματικές προσωπικότητες. Ήταν σε θέση να νιώσουν συναισθήματα και να δράσουν συνειδητά.
Τι είναι αλήθεια το μίσος; Για τη συγγραφέα είναι μια πιθανή συνέπεια της οργής και της απόγνωσης του παιδιού, το οποίο παραμελήθηκε ήδη κατά το προγλωσσικό στάδιο.
Όσο ο θυμός απέναντι σε έναν γονιό παραμένει ασυνείδητος και απωθημένος δεν μπορεί να σβήσει. Μπορεί μόνο να μετατεθεί σε αποδιοπομπαίους τράγους, στα ίδια τα παιδιά αυτού που τον νιώθει ή σε υποτιθέμενους εχθρούς.
Καμουφλαρισμένος ως ιδεολογία, ο θυμός που έχει μετεξελιχθεί σε μίσος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, γιατί είναι ανίκητος και υπερβαίνει κάθε ηθική επιταγή. Όποιος παρατηρήσει με ενσυναίσθηση το κλάμα ενός απελπισμένου βρέφους θα εκπλαγεί, γράφει, από την ένταση αυτών των συναισθημάτων.
«Ένα ζώο αντιδρά στην επίθεση είτε με φυγή, είτε με πάλη. Αμφότεροι οι τρόποι αυτοί είναι αδύνατοι για ένα νήπιο το οποίο το βασανίζουν οι πιο κοντινοί του συγγενείς. Έτσι, η φυσική αντίδραση αναστέλλεται, για δεκαετίες ολόκληρες μερικές φορές, ώσπου να εκδηλωθεί απέναντι σε κάποιον πιο αδύναμο. Τότε τα καταπιεσμένα συναισθήματα ξεσπούν με τρόπο αδίστακτο κατά των μειονοτήτων. Αυτό ονομάζεται ξενοφοβία, και τα θύματα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Μόνο οι λόγοι αυτού του μίσους είναι παντού οι ίδιοι.
[…]
Σκοτώνουν και βασανίζουν ξένους ανθρώπους, που δεν τους έχουν κάνει τίποτε κακό, κι ύστερα ωραιοποιούν τις φρικαλεότητές τους με υποτιθέμενες θρησκευτικές ή πολιτικές ιδέες. Φυσικά, δεν έχουν ιδέα πως πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους εκδικούνται για την τρομοκρατία που γνώρισαν οι ίδιοι στην πρώιμη παιδική τους ηλικία.»
Πώς είναι δυνατόν άνδρες και γυναίκες που έχαιραν μιας γενικής εκτίμησης να συμπεριφέρθηκαν σαν τέρατα; Κατά την άποψή της, η αιτία βρίσκεται σαφέστατα στον καταστροφικό τρόπο ανατροφής των μικρών παιδιών, ο οποίος ήταν ευρύτατα διαδεδομένος στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία και τον οποίο χαρακτηρίζει ως κακοποίηση νηπίων. Και σε άλλες χώρες κακοποιούνταν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα ακόμη να κακοποιούνται παιδιά με το πρόσχημα της ανατροφής –όμως ούτε κατά διάνοια με τον συστηματικό τρόπο και την επιμέλεια που ήταν τόσο χαρακτηριστική για τη μαύρη παιδαγωγική στη Γερμανία.
Στις δύο γενιές που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, οι μέθοδοι αυτές τελειοποιήθηκαν. Ώσπου στο τέλος ο Χίτλερ έλαβε αυτό που χρειαζόταν.
Σύμφωνα με τα δικά του λόγια αυτό εκφράστηκε ως εξής: «Η παιδαγωγική μου είναι σκληρή. Η αδυναμία πρέπει να κοπεί από τη ρίζα. Στα εκπαιδευτήριά μου θα γαλουχηθεί μια νεολαία, που μπροστά της ο κόσμος θα τρομάζει. Μια βίαιη, κυρίαρχη, ατρόμητη, φοβερή νεολαία θέλω. Η νεότητα πρέπει να έχει όλα αυτά τα γνωρίσματα. Πρέπει να υπομένει πόνους. Τίποτε το αδύναμο και τρυφερό δεν πρέπει να βρίσκεται εντός της. Το ελεύθερο, υπέροχο αρπακτικό ζώο πρέπει να αστράφτει και πάλι στο βλέμμα της».
Αυτό το παιδαγωγικό πρόγραμμα εξολόθρευσης του ζωντανού στοιχείου προηγήθηκε των σχεδίων εξολόθρευσης ενός λαού. Ήταν, με άλλα λόγια, η προϋπόθεση της επιτυχίας.
Μελέτες σε εγκαταλελειμμένα και κακοποιημένα σοβαρά παιδιά από τη Ρουμανία αποκάλυψαν εντυπωσιακές βλάβες σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου. Η νευροβιολογική έρευνα καθιστά πιο εύκολο για μας να κατανοήσουμε τον τρόπο των ναζί, όπως ο Άιχμαν, ο Χίμλερ και άλλοι λειτούργησαν. Η αυστηρή εκπαίδευση υπακοής που υποβλήθηκαν σε πρόωρη παιδική ηλικία οδήγησε σε ανεπαρκή ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων, όπως η συμπόνια και ο οίκτος για τα βάσανα των άλλων.
Η Μίλερ δεν δέχεται την γενετική θεωρία της τρέλας. Ερμήνευσε την ψύχωση του Νίτσε ως αποτέλεσμα του πρωσικού τρόπου ανατροφής των παιδιών. Ο Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, είχε έναν βίαιο πατέρα, αλλά μια στοργική μητέρα. Εκείνη δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να τον προστατεύσει από τον πατέρα του, αλλά, γράφει ότι του έδωσε μια ισχυρή αντίληψη της αγάπης, χωρίς την οποία τα μυθιστορήματά του θα ήταν αδιανόητα.
Αποφεύγοντας την αναζήτηση της αλήθειας, λέει η ψυχολόγος, δεν διασώζουμε την αγάπη -ούτε καν την αγάπη για τους γονείς μας. Η πράξη της συγχώρεσης δεν μας βοηθάει, όσο συγκαλύπτει αυτά που συνέβησαν. Γιατί η αγάπη και η αυταπάτη αλληλοαποκλείονται. Από την αναλήθεια, την άρνηση της οδύνης στο προσωπικό μας παρελθόν, γεννιέται το μίσος που μεταβιβάζεται σε αθώους. Αποτελεί μια προσκόλληση στην αυταπάτη και στο αδιέξοδο. Η πραγματική αγάπη αντέχει την αλήθεια.
Στο έργο της «Το Δράμα του προικισμένου παιδιού», η Alice Miller επίσης θεωρεί ότι πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν, όταν ήταν παιδιά, να μάθουν να κρύβουν πολύ επιδέξια τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των γονέων τους και να κερδίσουν την «αγάπη» τους.
Ως ενήλικες μπορεί να κυνηγούν την επιτυχία, έχουν όμως ταυτόχρονα μια υποβόσκουσα αίσθηση ότι δεν αξίζουν τίποτα. Χωρίς ποτέ να τους έχει επιτραπεί να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, και έχοντας χάσει την επαφή με τον αληθινό τους εαυτό, εκδραματίζουν τα καταπιεσμένα συναισθήματά τους με επεισόδια κατάθλιψης ή καταναγκαστικής συμπεριφοράς, ή ακόμα και με ιδέες μεγαλείου.
Στη συνέχεια, με τη σειρά τους, μεταφέρουν αυτή τη κληρονομιά της καταπίεσης στα δικά τους παιδιά. Πρόκειται για την «δηλητηριώδη» παιδαγωγική (το κάνω για το καλό σου) που καταστρέφει ζωές.
Στα κείμενά της, η Miller κατηγόρησε τους ψυχολογικά βίαιους γονείς για την πλειοψηφία των νευρώσεων και ψυχώσεων. Υποστήριξε ότι όλες οι περιπτώσεις των ψυχικών ασθενειών προκαλούνται από την καταπίεση της οργής και του πόνου, ως αποτέλεσμα των υποσυνείδητων παιδικών τραυμάτων που δεν επιλύθηκαν συναισθηματικά.
Οι άνθρωποι δεν προτιμούν να ξέρουν για τη δική τους θυματοποίηση κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας γιατί προκαλεί αφόρητο πόνο. Η μετατόπιση κατευθύνει ασυνείδητα το ανεπίλυτο τραύμα ενάντια σε άλλους (πόλεμος, τρομοκρατία, εγκληματικότητα) στον εαυτό του (διατροφικές διαταραχές, εθισμό στα ναρκωτικά, κατάθλιψη) και στους απογόνους.
Επιβεβαίωσε αυτό που τόσο πολλοί θεώρησαν ότι δεν είναι αληθινό: ότι τα προβλήματά τους δεν ήταν έμφυτα αλλά είχαν πραγματικές αιτίες, και ως εκ τούτου πραγματικές λύσεις. Ενθαρρύνει έτσι τους γονείς να προσπαθήσουν να θεραπεύσουν τις συγκρούσεις τους και να γίνουν καλύτεροι γονείς. Οι άνθρωποι των οποίων η ακεραιότητα δεν έχει υποστεί ζημιά κατά την παιδική ηλικία, οι οποίοι έχουν προστασία, σεβασμό, και αντιμετωπίζονται με ειλικρίνεια από τους γονείς τους, θα είναι – τόσο στα νιάτα τους και στην ενήλικη ζωή – ευφυείς συναισθηματικά.
Θα πάρουν ευχαρίστηση στη ζωή και δεν θα αισθάνονται καμία ανάγκη να βλάψουν τους άλλους ή τον εαυτό τους. Θα χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, όχι για να επιτεθούν στους άλλους.
Τα παραδείγματα της Alice Miller είναι τόσο ζωντανά που αγγίζουν το πληγωμένο παιδί που υπάρχει μέσα σε όλους μας και δείχνουν κυρίως ότι μέσω αυτής της συνειδητοποίησης μπορούμε να σπάσουμε την αλυσίδα της βίας.
-
Πώς γεννιέται το μίσος
-
Πώς οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας επηρεάζουν τη μετέπειτα ζωή μας: Έξι ιστορίες της Alice Miller, Εκδόσεις Ροές, 2013
-
Παναγιώτα Ψυχογιού, Διδάκτορας Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ, Καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Πηγή: artinews.gr