Ο Χρυσός Κανόνας συχνά συνδέεται ιδιαίτερα με τον Χριστιανισμό, θεωρείται ότι συνοψίζει όλη την ηθική διδασκαλία του Ιησού. Η φράση αυτή βασίζεται στα λόγια Του στην επί του Όρους ομιλία και συνδέεται με πολλές άλλες διδαχές της χριστιανικής διδασκαλίας, όπως είναι η εντολή να αγαπάμε τους εχθρούς μας και τους πλησίον μας όπως τον εαυτό μας («αγαπάτε αλλήλους»). Αυτός ο κανόνας, όμως, μπορεί να ανιχνευθεί και σε ιουδαϊκά και ισλαμικά γραπτά, ενώ διαφορετικές παραλλαγές του εμφανίζονται και σε αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα, καθώς και σας διδαχές σοφών της Ανατολής όπως ο Κινέζος διανοητής και φιλόσοφος Κομφούκιος.
Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του Χρυσού Κανόνα έγκειται στην πλήρη γενίκευσή του, η οποία εξηγεί και γιατί έχει ερμηνευτεί και εφαρμοστεί ευρέως και ποικιλοτρόπως. Σύμφωνα με τις ιδιαίτερες προτιμήσεις και ανάγκες, οι ποικίλες πτυχές αυτού του κανόνα μπορούν να συμπεριλάβουν την αμοιβαιότητα, την αντικειμενικότητα και την καθολικότητα. Ταυτόχρονα, όμως, η απλότητα αυτού του κανόνα τον έχει εκθέσει στην κριτική ότι, ουσιαστικά, καμία πρακτική οδηγία δεν μπορεί να τηρηθεί από την υιοθέτησή του.
Αν με βοηθήσεις θα σε βοηθήσω
Ένας λόγος για τη μεγάλη απήχηση του Χρυσού Κανόνα είναι ότι βασίζεται στην ηθική της αμοιβαιότητας. Η μέγιστη σημασία τού να επιστρέφεις μια χάρη ή ένα καλό που σου έχουν κάνει, βρίσκεται σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία και σαν τέτοια συχνά οδηγεί στο να θεωρούμε αυτή την υποχρέωση ως κανόνα. Στον ομηρικό κόσμο, ανάμεσα στους Μυκηναίους στην αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, το να προσφέρονται και να γίνονται αποδεκτά διάφορα δώρα, αποτελούσε ένα σημαντικό τυπικό της φιλοξενίας που έδενε τους ανθρώπους με δεσμούς φιλίας και αφοσίωσης, και προωθούσε την κοινωνική συνοχή.
‘Όταν ζητήθηκε από τον Κινέζο σοφό Κομφούκιο να δώσει μια απλή λέξη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως οδηγός για όλη μας τη ζωή, υποτίθεται ότι απάντησε: «Αυτή η λέξη είναι η “αμοιβαιότητα”, δηλαδή να μην κάνεις στους άλλους αυτά που δεν επιθυμείς να σου κάνουν».
Μπορούμε, λοιπόν, να μαντέψουμε τους λόγους που η αμοιβαιότητα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας σχεδόν παγκόσμιος νόμος. Το να «Αν με βοηθήσεις θα σε βοηθήσω» είναι περισσότερο άβολο και λιγότερο αποτελεσματικό από το να ζητήσεις από κάποιον να το κάνει για εσένα, άρα το να έρθεις σε μια αμοιβαία συμφωνία, μπορεί στο τέλος να αποδειχθεί καλύτερο και για τους δύο συμβαλλόμενους. Ο κίνδυνος, φυσικά, είναι ότι ο πρώτος που θα ζητήσει τη χάρη μπορεί να φανεί αναξιόπιστος ή να κάνει κάποια ζαβολιά, και έτσι, ψάχνοντας για ένα βραχυπρόθεσμο πλεονέκτημα, ίσως αθετήσει τη συμφωνία. Το να εδραιωθεί μια ηθική αμοιβαιότητα, η οποία θα υποστηρίζεται από κοινωνικές κυρώσεις ενάντια σε αυτούς που δεν ανταποδίδουν, είναι ένας τρόπος για να αποθαρρύνεται μια τέτοια εγωιστική συμπεριφορά. Αυτή η ηθική άποψη αποδίδεται περιληπτικά με τον Χρυσό Κανόνα.
Η ιδέα ότι πρέπει να φερόμαστε στους άλλους με τον τρόπο που θα επιθυμούσαμε να μας συμπεριφέρονται υπονοεί ότι η ίδια βαρύτητα πρέπει να δίνεται στις επιθυμίες και στα ενδιαφέροντα των άλλων και, επομένως, και εμείς πρέπει να συμπεριφερόμαστε με αντικειμενικότητα προς αυτούς. Αλλά αυτό είναι στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο απ’ ότι απαιτεί τυπικά ο Χρυσός Κανόνας, ο οποίος δεν απαιτεί ουσιαστικά να πράττουμε για τους άλλους αυτό που οι ίδιοι θέλουν, αλλά να συμπεριφερόμαστε στους άλλους με τον τρόπο που εμείς θέλουμε να μας συμπεριφέρονται και, επομένως, οι άλλοι θα γίνονται αποδέκτες μιας συμπεριφοράς την οποία ίσως επιθυμούν, μόνο αν αυτή η συμπεριφορά είναι σύμφωνη με τις δικές μας επιθυμίες.
Αυτό που τελικά φαίνεται να είναι το ζητούμενο εδώ, είναι να επιδεικνύουμε σταθερότητα και συνέπεια στη συμπεριφορά μας και όχι αντικειμενικότητα. Ένας εγωιστής που επιθυμεί να κυνηγήσει τα δικά του συμφέροντα ακολουθεί τον κανόνα και συμπεριφέρεται με σταθερότητα και συνέπεια όταν συμβουλεύει τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Ο μαζοχιστής που επιθυμεί να του επιβάλλουν οι άλλοι τον πόνο, ακολουθεί τον κανόνα και ενεργεί με συνέπεια όταν και ο ίδιος προκαλεί πόνο στους άλλους – είτε τους αρέσει είτε όχι. Ο Χρυσός Κανόνας, επομένως, από μόνος του δεν θέτει ουσιαστικά ηθικά διλήμματα.
Αυτή η διάσταση του Χρυσού Κανόνα – δηλαδή η υπενθύμιση για σταθερότητα και συνέπεια – εξηγεί γιατί θεωρούμε την υποκρισία απεχθή· Η ασυμβατότητα μεταξύ του τι κάνουν οι άνθρωποι και τι συστήνουν στους άλλους να κάνουν, το γεγονός δηλαδή ότι οι άνθρωποι δεν πράττουν ό,τι διακηρύττουν, όπως για παράδειγμα ένας μοιχός πολιτικός ο οποίος κάνει κήρυγμα για τις οικογενειακές αξίες, είναι από μόνο του κάτι ανάρμοστο και απαράδεκτο (ανάμεσα σε άλλα πολλά) επειδή ακριβώς δεν επιδεικνύει σταθερότητα και συνέπεια.
Ο Χρυσός Κανόνας, επομένως, δεν είναι μια ηθική πανάκεια. Η ίδια η ασάφειά του έχει επιτρέψει στους ανθρώπους να τον χρησιμοποιούν όταν επιθυμούν να προχωρήσουν σε βαρύγδουπους ισχυρισμούς, τους οποίους δεν μπορεί καλά καλά να καλύψει. Είναι μάλλον ένας γενικός κανόνας, παρά μια αρχή με ευρεία εφαρμογή. Ως τέτοιος, δεν είναι παρά ένας κανόνας που κατέχει μια θέση στη θεμελίωση της ηθικής μας σκέψης και αποτελεί ένα χρήσιμο αντίδοτο, τουλάχιστον, στο είδος της κοντόφθαλμης ηθικής η οποία συχνά επηρεάζεται όταν διακυβεύονται τα συμφέροντά μας.
Όλη η ανθρώπινη ηθική περιέχεται σε αυτή τη φράση: Κάνε τους άλλους τόσο ευτυχισμένους, όσο ευτυχισμένο θα ήθελες και τον εαυτό σου, και ποτέ να μην τους φέρεσαι πιο άσχημα απ ό,τι θα φερόσουν στον εαυτό σου.
Μαρκήσιος Ντε Σαντ
Οι απόψεις των φιλοσόφων για τον Χρυσό Κανόνα
|