Οικονομολόγοι-ζογκλέρ, που κάνουν ταχυδακτυλουργίες τρισεκατομμυρίων, χωρίς να κατέχουν καν την προπαίδεια του πολλαπλασιασμού. Πολιτικοί που μετρούν πάντα ψήφους και ποτέ επιχειρήματα. Πυροβολημένοι θρησκόληπτοι, που επιστρατεύουν ένα υπερσύγχρονο οπλοστάσιο, μόνο και μόνο να μας ξαναγυρίσουν στον Μεσαίωνα: Πίσω από την παγκόσμια εξαθλίωση, κρύβεται μόνο αυτό: μια ανεπανάληπτη, μια θηριώδης βλακεία που αγκαλιάζει ολόκληρη την οικουμένη και γίνεται ενδημική. Αυτό υποστηρίζει ο Μίχαελ Σμιτ-Σάλομον στο συναρπαστικό μανιφέστο του: Όχι άλλοι βλάκες στην εξουσία.
Η κρατούσα βλακεία είναι πάντα η βλακεία των κρατούντων
Το βιβλίο το έχει γράψει ένας σύγχρονος πολιτικός φιλόσοφος ο Σάλομον- Σμιτ, και εκπρόσωπος του Ιδρύματος Τζορντάνο Μπρούνο, απηυδισμένος από την διαχρονική μικρόνοια των απανταχού της γης ηγεσιών. Με συγκεκριμένα μάλιστα καταστροφικά αποτελέσματα.
Kατά τον Μπέρτραντ Ράσσελ το μεγάλο πρόβλημα του κόσμου είναι ότι οι βλάκες είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση και οι έξυπνοι γεμάτοι αμφιβολίες.
Όπως λέει και η Ελένη Αρβελέρ: Αν διευθύνουν οι ανίκανοι, φταίνε οι ικανοί. Κι αν διευθύνουν οι ανάξιοι, τότε φταίει η γενική απαξίωση.
Μήπως είναι καιρός να αντισταθούμε στην καθολική παραφροσύνη της εποχής μας;
Η μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα δεν είναι ούτε οι σεισμοί ούτε τα τσουνάμι, ούτε οι ασυνείδητοι πολιτικοί, οι άπληστοι μάνατζερ ή οι σκοτεινοί συνωμότες, αλλά ένα φαινόμενο ιδιόρρυθμο και παγκόσμιο, ένα φαινόμενο που ξεπερνάει κάθε γνωστό όριο: η απροσμέτρητη ΒΛΑΚΕΙΑ! Κι όποιος δεν το πιστεύει, έχει ήδη μολυνθεί απ’ αυτήν.
Βλακεία –μιλάμε για την παγκόσμιο σταθερά της ανθρώπινης ιστορίας, τη μοναδική δύναμη που υφίσταται αναλλοίωτη εδώ και χιλιετίες: βασιλιάδες, ποντίφηκες, πρόεδροι ήρθαν και παρήλθαν, κοινωνίες γεννήθηκαν και πέθαναν, εκλογικά προγράμματα συντάχθηκαν και ξεχάστηκαν –η βλακεία όμως καλά κρατεί. Οι επαναστάσεις δεν μπόρεσαν να τη βλάψουν στο παραμικρό, όπως δεν μπόρεσαν να τη βλάψουν οι φυσικές καταστροφές, οι παγκόσμιοι πόλεμοι ή οι οικονομικές κρίσεις. Και ενώ υπήρχαν κατά καιρούς ελπιδοφόρες προσεγγίσεις στο πρόβλημα της αρμονικής και ορθολογικής συνύπαρξης των ανθρώπων, αυτού του είδους τα πειράματα κατά κανόνα δεν κρατούσαν πολύ. Οι ισχυρές Διεθνείς των ηλιθίων, των στενοκέφαλων, των αιώνια χτεσινών, των απελπιστικά καθυστερημένων, επέστρεφαν το συντομότερο δυνατό στο πόντιουμ της ιστορίας και ξανάρχιζαν να καθορίζουν τον βλακώδη ρυθμό, στον οποίο ήταν υποχρεωμένες να χορεύουν οι ανθρώπινες σχέσεις.
Ο Τζον Άνταμς, ο δεύτερος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, διαμαρτυρήθηκε για την άθλια αυτή κατάσταση ήδη από τον 18o αιώνα: «Ενώ όλες οι άλλες επιστήμες προχωρούν με βήμα ταχύ, η τέχνη του διοικείν προχωράει με βήμα σημειωτόν? το σημερινό της επίπεδο είναι το ίδιο άθλιο μ’ εκείνο πριν από τρεις ή τέσσερις χιλιάδες χρόνια».[1]
Ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε. Τα πεπραγμένα της πολιτικής υπολείπονται πάντα όσων έχουν επιτύχει οι άνθρωποι σε άλλους τομείς. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Θα μπορούσε, ας πούμε, να μένει η πολιτική πίσω από τις επιστήμες και τις τέχνες στο πνευματικό πεδίο, γιατί προσφέρει ακριβώς στους πνευματικά καθυστερημένους τη δυνατότητα να εξελιχθούν; Δε θα ήταν καθόλου δύσκολο να βρούμε πολιτικούς που το παράδειγμά τους να μας επιτρέπει να στηρίξουμε μια τέτοια θέση. Ωστόσο, θα ερχόμασταν σε μετωπική σύγκρουση με την πραγματικότητα: γιατί η «εξουσία των ηλιθίων» δε βασίζεται σε ατομικές μειονεξίες (οι οποίες δεν παρατηρούνται συχνότερα στην πολιτική –ας είμαστε δίκαιοι τουλάχιστον σ’ αυτό– απ’ ό,τι στον γενικότερο μέσο όρο του πληθυσμού), αλλά σε συλλογικούς παραλογισμούς: η βλακεία γίνεται πολιτικά ενεργή όταν παίρνει ενδημικές διαστάσεις, όταν ο παραλογισμός είναι πανταχού παρών, σε βαθμό που να μην αναγνωρίζεται πια η πραγματική του φύση.
Αυτή είναι, ελέω ανθρώπου, η κανονική περίπτωση. Ο Φρίντριχ Νίτσε το δήλωσε κατηγορηματικά: «Ο παραλογισμός σπάνια απαντά στα μεμονωμένα άτομα –στις ομάδες όμως, στα κόμματα, στους λαούς και στις εποχές είναι ο κανόνας».[2]
Η δυσκολία σ’ αυτήν την «εντελώς φυσιολογική παράνοια» είναι το ότι μπορεί κανείς να την αναγνωρίσει μόνο όταν κρίνει από την ασφάλεια της απόστασης, στο χώρο ή στο χρόνο. Γιατί είμαστε όλοι εγκλωβισμένοι σε ένα πολιτιστικό Μάτριξ, από το οποίο έχουμε κοινωνικά αφομοιωθεί. Έτσι, η τρέχουσα κουλτούρα την οποία ασπαζόμαστε, μας φαίνεται γενικά απολύτως λογική.
Είναι όμως πράγματι έτσι; Είμαστε πράγματι σε τέτοιο βαθμό εξυπνότεροι από τους ανθρώπους του παρελθόντος, ή μήπως έχει φορέσει η δική μας βλακεία άλλο μανδύα; Θα μας βλέπουν ίσως οι μελλοντικές γενιές, εμάς τους «μορφωμένους ανθρώπους του πολιτισμού», με το ίδιο γεμάτο οίκτο βλέμμα, με το οποίο βλέπουμε, εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, εκείνους τους μακρινούς προγόνους μας, που ήταν πεπεισμένοι ότι με ανθρωποθυσίες μπορούσαν να κατευνάσουν την οργή των στοιχείων της φύσης; Είμαστε άραγε το ίδιο ξεροκέφαλοι, το ίδιο προκατειλημμένοι, το ίδιο στενοκέφαλοι όσο κι εκείνοι; Ποιους θυσιάζουμε εμείς; Και για ποιους λόγους;
Δυστυχώς δεν υπάρχει κάποιο κόκκινο χαπάκι για να μπορείς να βγεις από το παραισθησιογόνο Μάτριξ.[3] Πρέπει να καταβάλουμε ιδιαίτερα μεγάλες πνευματικές προσπάθειες για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε έστω κι ένα ελάχιστο ποσοστό των εφήμερων μύθων που κουβαλάμε όλοι μας. Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να κρατήσει ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων εφ’ όρου ζωής στο προαποφασισμένο γι’ αυτούς Μάτριξ. Γιατί ποιος είναι διατεθειμένος να καταβάλει πνευματική προσπάθεια –εκτός ίσως όταν προσπαθεί να λύσει κάποιο σταυρόλεξο;
Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ είχε τη γνώμη ότι η έντονη απέχθεια προς την πνευματική προσπάθεια αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του βιολογικού μας είδους: «Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε απ’ τη φύση της να μη μπορεί να ασχοληθεί σοβαρά παρά μόνο με το φαγητό, το πιοτό και τη συνουσία».[4] Από τη σκοπιά της εξελικτικής βιολογίας το φαινόμενο είναι κατανοητό: γιατί να υποβάλει ο άνθρωπος το όργανο της σκέψης του σε μια τόσο επίπονη δοκιμασία, αφού είναι παραπάνω από προφανές ότι αυτή η κατάχρηση νοητικού δυναμικού δεν πρόκειται ποτέ με τον όποιο τρόπο να ανταμειφθεί; Στο κάτω κάτω, αυτοί που τόλμησαν να ξεφύγουν από το πολιτιστικό Μάτριξ πολύ σπάνια κέρδισαν κάτι χειροπιαστό από την κατάχρηση του λογικού τους. Είναι εφιαλτικά μεγάλος ο αριθμός των πρωτοπόρων της ανθρωπότητας που κατά τη διάρκεια της ζωής τους εξοστρακίστηκαν αντί να τιμηθούν, διακωμωδήθηκαν, διώχτηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή οδηγήθηκαν στην πυρά.
Βεβαίως, από την εποχή της φονικής μανίας της Ιεράς Εξέτασης έχουν αλλάξει πολλά πράγματα –η προϋπάρχουσα ωστόσο σχέση εξουσίας και βλακείας παρέμεινε αναλλοίωτη. Εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας: η κρατούσα βλακεία είναι πάντα η βλακεία των κρατούντων.[5] Γι’ αυτό και όποιος αντιστέκεται στην κοινή λογική (διάβαζε: στην τρέχουσα ομοφωνία των βλακών), έρχεται κατά κανόνα σε σύγκρουση με τους φύλακες της καθεστηκυίας τάξης. Ποιος όμως θα ήθελε να αποξενώσει τους παρασημοφορημένους εκπροσώπους του κράτους, της κοινωνίας, της θρησκείας; Δε δείχνει άραγε η εμπειρία ότι όποιος απομυθοποιεί τις ανοησίες, στο τέλος πιάνεται ο ίδιος κορόιδο; Μήπως δεν έχουμε μάθει να θεωρούμε ένδειξη «εξυπνάδας» το ότι οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να προσαρμόζονται και να κάνουν τα στραβά μάτια, ακόμα κι όταν πλήττεται σοβαρά η λογική;
Δεν έχει άδικο η παροιμία: «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια». Ακόμα και στο έξυπνο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», δεν είναι τυχαίο το ότι μόνο ένα παιδί τολμάει να ξεστομίσει την αλήθεια που όλοι οι άλλοι αρνούνται να αναγνωρίσουν. Το ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός, το ότι οι εκπρόσωποι της εξουσίας συμμετέχουν σε μια ιδιόρρυθμη και τερατώδη κομπίνα, είναι μια συνειδητοποίηση υπερβολικά μεγάλη, υπερβολικά τρομακτική, για να φτάσει σ’ αυτήν αβίαστα ο κοινός ενήλικας. Η ανεξαρτησία της σκέψης είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, εφικτή μόνο όταν ο άνθρωπος δεν έχει ακόμα φορέσει τον ζουρλομανδύα της συμβατικότητας –όπως το παιδί στο παραμύθι του Άντερσεν– ή έχει καταφέρει να τον πετάξει από πάνω του και να μετατραπεί για τα μάτια του κόσμου στον τρελό του χωριού.
Με το προσωπείο του τρελού που έχει απαλλαγεί απ’ τον ζουρλομανδύα του μπορεί κανείς ν’ απολαύσει ελευθερία έκφρασης –κινδυνεύοντας βέβαια να μην τον παίρνει κανείς στα σοβαρά. Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε μερικούς ανθρώπους ταιριάζει περισσότερο το σκουφί του γελωτοποιού παρά το καπέλο του καθηγητή. Έτσι λοιπόν, θα επιτρέψω εδώ στον εαυτό μου την αθυροστομία του γελωτοποιού, δε θα βάλω φίμωτρο στο στόμα μου, διακινδυνεύοντας την πιθανότητα να μη γίνω ποτέ αποδεκτός στη λέσχη των σοβαροφανών τζέντλεμεν. Το ότι δε δίνω δεκάρα γι’ αυτό οφείλεται σ’ ένα δικό μου παιδικό πείσμα, το οποίο δε με εγκατέλειψε με την ηλικία: απλώς, μου είναι αδύνατον να μείνω σιωπηλός, όταν οι άνθρωποι θεωρούν ότι ο αυτοκράτορας είναι ντυμένος, τη στιγμή που είναι προφανέστατα γυμνός. Έχω βαρεθεί ν’ ακούω απ’ τους πολιτικούς, τους θρησκευτικούς ηγέτες, τους σοφούς της οικονομίας, τους καναλάρχες –ναι, ακόμα και τους φιλοσόφους– χρόνο το χρόνο, μήνα το μήνα, βδομάδα τη βδομάδα, μέρα τη μέρα, πάντα τις ίδιες κενές νοήματος και αδιάφορες φράσεις. Και μου γυρίζουν τ’ άντερα όταν υποχρεώνομαι να βλέπω άτομα που ανήκουν σ’ αυτό το ευφυές βιολογικό είδος, να υιοθετούν τέτοιου είδους χονδροειδείς πλάνες.
Ταυτόχρονα δε θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα έξυπνο, δε θεωρώ καν ότι έχω τις σωστές απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που θέτει αυτό το μαχητικό γραπτό. Είμαι όμως αρκετά τρελός για να παραμένω αμετακίνητος στις θέσεις μου, μέχρι να βρεθεί κάποιος που να μου παρουσιάσει καλύτερα επιχειρήματα. Γι’ αυτό το λόγο, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ξεκινάω από τη θέση ότι η αποκαλούμενη υψηλή μας κουλτούρα έχει οδηγήσει σε δυσθεώρητα ύψη όχι μόνο το τεχνολογικό δυναμικό της ανθρωπότητας αλλά και την ανθρώπινη βλακεία. Και αυτό ακριβώς κάνει τη σημερινή κατάσταση του κόσμου τόσο ασυνήθιστα επικίνδυνη: όταν η υψηλή τεχνολογία συναντιέται με την υψηλή ηλιθιότητα, οι συνέπειες είναι κατά κανόνα καταστροφικές!
Δεν απαιτείται ιδιαίτερη ευφυΐα για να κατανοήσουμε ότι αυτή την «εξουσία των ηλιθίων» δε γίνεται να την ανεχόμαστε επ’ άπειρον. Στην πραγματικότητα, αρκεί να κοιτάξουμε τον κόσμο με την απροκατάληπτη ματιά ενός παιδιού. Στο παραμύθι του Άντερσεν ένα και μόνο παιδί, αμύητο στα «ηλίθια παιχνίδια των μεγάλων», κατάφερε να γκρεμίσει την αυλή της παράνοιας. Η ευχή μου είναι ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά του όλο και περισσότεροι άνθρωποι. Στο κάτω κάτω, η βιολογική μας εξέλιξη μάς έχει εφοδιάσει μ’ ένα εκπληκτικά πολύπλοκο και πολύπλευρο όργανο σκέψης. Θα πρέπει ν’ αρχίσουμε να το χρησιμοποιούμε με έξυπνο τρόπο…
Ο Michael Schmidt – Salomon γεννήθηκε το 1967 και είναι ανεξάρτητος φιλόσοφος και συγγραφέας, καθώς και εκπρόσωπος του Ιδρύματος Τζορντάνο Μπρούνο. Ζει στο Φόρντεραϊφελ με τη μετα-οικογένειά του (2 βιολογικά παιδιά + 3 “κοινωνικά” παιδιά + 3 ενήλικες)
Υποσημειώσεις (στον πρόλογο του βιβλίου εκδόσεις Γράμματα):
[1] Τζων Άνταμς, όπως παρατίθεται στο βιβλίο της Μπάρμπαρα Τάκμαν: Η ηλιθιότητα των κυβερνώντων: Από την Τροία στο Βιετνάμ. Φρανκφούρτη, 2006, σ. 12.
[2] Φρήντριχ Νίτσε: Πέρα απ’ το καλό και το κακό.
[3] Στις ομώνυμες ταινίες των αδελφών Βαχόφσκι, αυτό ήταν σημαντικά ευκολότερο.
[4] Άρθουρ Σοπενχάουερ: Πάρεργα και παραλειπόμενα.
[5] Αυτό το λογοπαίγνιο βασίζεται στην εύστοχη παρατήρηση των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, οι οποίοι στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο γράφουν: «Οι κυρίαρχες ιδέες κάθε εποχής δεν είναι παρά οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης».