Μπορεί κάποιος να συλλάβει μια χίμαιρα; Μπορεί αυτή να τον οδηγήσει σε μονοπάτια απελευθέρωσης και προσωπικής πληρότητας; Είναι δυνατό να ξεπεράσουμε τα προσωπικά ψυχικά μας τραύματα και τα χτυπήματα της ζωής και να πετύχουμε την αυτοεξέλιξη και την αυτοβελτίωση;
Μπορούμε να διαχειριστούμε τον εαυτό μας σαν εμπορικό μπραντ και να ευδοκιμήσουμε επαγγελματικά και κοινωνικά, αφήνοντας πίσω τα αρνητικά συναισθήματα και την ηττοπάθεια; Είναι η «ψυχική ανθεκτικότητα» (resilience) μια ιδιότητα που μπορούμε να χτίσουμε;
Η απάντηση της Θετικής Ψυχολογίας -ενός κλάδου που άκμασε και ακμάζει στις ΗΠΑ (και όχι μόνο) τις τελευταίες δεκαετίες- σε αυτά τα ερωτήματα είναι απολύτως καταφατική. Οχι μόνο μπορούμε να τα πετύχουμε όλα αυτά, αλλά επιβάλλεται να τα επιχειρήσουμε με τη βοήθεια των «ειδικών» και μετά από προσωπική μας απόφαση.
Στις απόψεις αυτές ασκούν καταλυτική και αποδομητική κριτική ο ψυχολόγος Edgar Cabanas και η κοινωνιολόγος Eva Illouz στο βιβλίο τους «Ευτυχιοκρατία: πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας» από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Βασιλικής Πέτσα.
Βασικό επιχείρημα των δύο συγγραφέων είναι ότι η λεγόμενη Θετική Ψυχολογία αναπτύχθηκε σε ένα περιβάλλον επέκτασης και εδραίωσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, με τον οποίο «κούμπωσε» απολύτως, αφού ανταποκρινόταν στα βασικά του χαρακτηριστικά και ιδεολογήματα. Ποια είναι αυτά; Ο ανταγωνισμός είναι στη φύση του ανθρώπου, η προσπάθεια κοινωνικής αλλαγής παράγει μόνο αρνητικά συναισθήματα, οι κήρυκες αυτής της αλλαγής (από τον Μαρξ και τον Φρόιντ μέχρι τον Ντιρκέμ) προκαλούν «αρνητικότητα» χωρίς αποτέλεσμα, τα άτομα που δεν ευτυχούν φταίνε τα ίδια γιατί δεν προσπαθούν αρκετά, όσοι δεν πετυχαίνουν την αυτοεξέλιξη στην ουσία δεν μπορούν να πάρουν μια κομβική απόφαση για τη ζωή τους, ενώ η προσωπική ευδοκίμηση έρχεται ως αποτέλεσμα αυτογνωσίας και εσωτερικής αναζήτησης.
Αυτές οι «αρετές» της Θετικής Ψυχολογίας την κατέστησαν ένα ιδανικό εμπόρευμα για τις ανησυχίες της εύπορης μεσαίας και της ανώτερης κοινωνικής τάξης, οι οποίες με τη σύμπραξη «κόουτς», συμβούλων, γκουρού, ψυχολόγων και επαγγελματιών επαγγελματικής αποκατάστασης επιδόθηκαν σε ένα καταναλωτικό όργιο ιδεών, συμβουλών, προτροπών και συνταγών για την κατάκτηση της ευτυχίας.
Δημιουργήθηκε έτσι μια νέα κατηγορία «ευτυχιοχόνδριων», δηλαδή κυνηγών μιας ευτυχίας-εμπόρευμα που πάντα κυνηγάμε, αλλά ποτέ δεν φτάνουμε. Γινόμαστε δηλαδή μαζικοί καταναλωτές ευτυχίας και προϊόντων όπως «συναισθηματική νοημοσύνη», «αυτοέλεγχος», «αυτοδιαχείριση», «ηγετικές ικανότητες», «πνευματικότητα», «δημιουργικότητα», «θετική σκέψη». Εννοιες που δένουν τέλεια με την άλλο όρο του συρμού, την «αριστεία».
Παράλληλα, η νέα αυτή επιστήμη -με απολύτως αμφιλεγόμενα θέσφατα και μεθόδους- κατάφερε να αποσπάσει αμέσως πλούσια χρηματοδότηση και χορηγίες, αλλά και να διεισδύσει σε Πανεπιστήμια, ερευνητικά προγράμματα και Ινστιτούτα.
Η πορεία της υπήρξε ευθέως ανάλογη με τη χρηματοδοτούμενη επικράτηση των υπόλοιπων ιδεολογημάτων του νεοφιλελευθερισμού, έτσι όπως την περιγράφει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ στο βιβλίο του «Νεοφιλελευθερισμός: Ιστορία και παρόν» (εκδόσεις Καστανιώτη).
Είναι χαρακτηριστικό ότι -όπως λένε οι συγγραφείς- η έννοια του Ακαθάριστου Προϊόντος Ευτυχίας (Gross Happiness Product) εισήχθη για πρώτη φορά στην Χιλή. Στη συνέχεια η έννοια αυτή, που προτείνεται να αντικαταστήσει το ΑΕΠ, υιοθετήθηκε από τον ΟΟΣΑ και τον ΟΗΕ.
Αυτή η «τυραννία του θετικού», που ταυτίζει υπόρρητα την ευτυχία με την ηθική, απονευρώνει τα αρνητικά συναισθήματα, όπως ο θυμός και η οργή, τα οποία, σύμφωνα με τους συγγραφείς, μπορεί κατά περίπτωση να συμβάλλουν στην πολιτική κινητοποίηση και στην προσπάθεια κοινωνικής αλλαγής. Άρα η «θετικότητα» μπορεί να λειτουργεί και ως απολύτως συντηρητικό στοιχείο που υποκρύπτει και δικαιολογεί την κοινωνική ανισότητα και αποτρέπει τις σκέψεις και πράξεις αλλαγής του συστήματος, συμβάλλοντας στην περιχαράκωση στον «εαυτό φρούριο» και στις προσπάθειες βελτίωσής του ως μόνη εναλλακτική προσωπικής κινητοποίησης.
Η «Ευτυχιοκρατία» είναι ένα πολύτιμο βοήθημα για την κατανόηση ρευμάτων εσωτερισμού, «αυτοβελτίωσης» και «προσωπικής ευδοκίμησης» -που αποτελούν μετεξέλιξη του ρεύματος του New Age της δεκαετίας του 1970- και πετυχαίνουν με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: και την αποχαύνωση του ατόμου, αλλά και την κοινωνική αδρανοποίησή του, αφού όλο το βάρος, οι ευθύνες και οι ενοχές μετατίθενται στους ώμους των μεμονωμένων ανθρώπων, οι οποίοι καλούνται να διαχειριστούν τον εαυτό τους σαν εμπορικό μπραντ, εάν θέλουν να ευδοκιμήσουν και να προκόψουν.