Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης και η μίμηση επιθετικών προτύπων του Albert Bandura

Στην αρχική φάση της έρευνας του ο Μπαντούρα ανέλυσε τα θεμέλια της ανθρώπινης μάθησης και την κλίση των παιδιών και των ενηλίκων να μιμούνται συμπεριφορές που παρατηρούν σε άλλους. Είναι ένα κοινό λάθος, ακόμα και από ψυχολόγους, να συγχέουν τις λέξεις “μιμούμαι” και “διαμορφώνω”. Για παράδειγμα, ένα παιδί αντιγράφει, αλλά δε διαμορφώνει τη συμπεριφορά του βλέποντας κάποιον άλλο. Εκδηλώνει ή μιμείται μια “νέα” συμπεριφορά παρατηρώντας ένα πρότυπο.

Η θεωρία του Bandura Υποστήριξε την άποψη ότι μαθαίνουμε με έμμεσο τρόπο.

Ανάλυση της επιθετικότητας

Σε μια περίοδο, όπου κυριαρχούσε ο συμπεριφορισμός του Μπ.Φ.Σκίνερ, ο Μπαντούρα οδηγήθηκε με την έρευνα που έκανε από την δεκαετία του ‘50, ότι η υπόθεση πως η μεταβολή της συμπεριφοράς ενός παιδιού είναι αποτέλεσμα αμοιβής και τιμωρίας είναι ανεπαρκής και ότι πολλές συμπεριφορές μαθαίνονται από άλλους ανθρώπους. Ο Μπαντούρα ξεκίνησε να αναλύει μέσα μεταχείρισης επιθετικών παιδιών αναγνωρίζοντας τις πηγές βίας στη ζωή τους.  Η έρευνα από τον Μπαντούρα κατέληξε στο πείραμα με την κούκλα Μπόμπο και το 1977 στην σημαίνουσα θεωρία Κοινωνικής Μάθησης. Πολλές από τις καινοτομίες του Μπαντούρα προήλθαν από την εστίαση του στην εμπειρική και αναπαραγώγιμη διερεύνηση, που ήταν ξένες σε ένα πεδίο της ψυχολογίας, όπου κυριαρχούσαν οι θεωρίες του Φρόυντ.

Το πείραμα με την κούκλα Μπόμπο

Το 1961 ο Μπαντούρα διεξήγαγε ένα αμφιλεγόμενο πείραμα, γνωστό ως το πείραμα με την κούκλα Μπόμπο, για να μελετήσει μοντέλα συμπεριφοράς, μέσω της θεωρίας κοινωνικής μάθησης, και ότι παρόμοιες συμπεριφορές έχουν αποκομισθεί από άτομα μορφοποιώντας τη δική τους συμπεριφορά με βάση πράξεις κάποιων προτύπων. Το πείραμα επικρίθηκε από κάποιους για ηθικούς λόγους, όπως το ότι εκπαιδεύει τα παιδιά προς την επιθετικότητα. Τα αποτελέσματα του Μπαντούρα από το πείραμα άλλαξαν την πορεία της σύγχρονης ψυχολογίας και τους αποδόθηκε ευρέως ότι βοήθησαν να αλλάξει η εστίαση στην ακαδημαϊκή ψυχολογία από το συμπεριφορισμό στη γνωστική ψυχολογία. Το πείραμα είναι μεταξύ των πιο εγκωμιασμένων ψυχολογικών πειραμάτων.

Οι ψυχολογικές θεωρίες σχετικά με την επιθετικότητα δεν αμφισβητούν το βιοχημικό ή το νευρολογικό υπόβαθρο της επιθετικότητας.  Αλλά παρουσιάζουν την κοινή άποψη ότι η επιθετικότητα δεν είναι ένα ένστικτο του ανθρώπου και ότι μαθαίνεται με κάποιο τρόπο από τις αλληλεπιδράσεις του ανθρώπου και του περιβάλλοντος. Η απλούστερη ψυχολογική θεωρία που εξηγεί την ανάπτυξη της επιθετικότητας είναι η θεωρία της μάθησης.

Στη θεωρία της μάθησης, οι βασικές ορμές είναι οι εξής: η πείνα, η δίψα, ο έρωτας και η αποφυγή του πόνου. Η κάθε συγκεκριμένη ορμή δημιουργείται από κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα και κατόπιν ικανοποιείται, π.χ. η ορμή της δίψας δημιουργείται από το ερέθισμα νερό.

Επιπλέον η ικανοποίηση της ορμής αυτής έχει ως συνέπεια τη μείωση της έντασης της, γεγονός που αποτελεί αυτό καθ’ εαυτό μία ενίσχυση οποιασδήποτε πράξης που συνδέεται με το ερέθισμα “νερό”. Επομένως, ο μηχανισμός της μείωσης της έντασης της ορμής έχει μία ενισχυτική ιδιότητα.

Η μιμητική μάθηση του Albert Bandura, εξηγεί ορισμένα φαινόμενα της μάθησης που δεν ερμηνεύονται ούτε με την εξαρτημένη αντανακλαστική μάθηση, ούτε με την συντελεστική μάθηση. Ο Bandura ονομάζει τη θεωρία του “κοινωνική μάθηση”, στην οποία δεν περιέχεται η έννοια της ενίσχυσης.

Στη θεωρία αυτή η μάθηση πραγματοποιείται από: 1) παρατήρηση της συμπεριφοράς ενός προτύπου και 2) μίμηση της ίδιας συμπεριφοράς. Η μίμηση της συμπεριφοράς ενός προτύπου συνήθως γίνεται ασυνείδητα.

Κοινωνιογνωστική θεωρία social cognitive theory

Έχει τις ρίζες της στον συμπεριφορισμό, όμως τον υπερβαίνει γιατί εντάσσει στο αντικείμενο εξέτασης πεποιθήσεις και προσδοκίες του μαθητή, τις οποίες αποκλείει ως αντικείμενα ο συμπεριφορισμος 

Εκπρόσωπος της θεωρείτε ως επί το πλείστον ο Albert Bandura, που περιγράφει την συμπεριφορα του ανθρώπου ως αλληλεπίδραση παραγόντων γνωστικών, συμπεριφορικών και περιβαλλοντικών και όχι απλώς ως αποτέλεσμα των ενισχύσεων

  • O Albert Bandura εντάσσει στο αντικείμενο εξέτασης για την μάθηση, τις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες του μαθητή 

  • Η κοινωνιογνωστική θεωρία μελετάει τις διαδικασίες, οι οποίες βοηθούν το άτομο να μάθει παρατηρώντας την συμπεριφορά των άλλων και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποκτήσει σταδιακά τον έλεγχο της ίδιας της συμπεριφοράς του 

  • Η μάθηση μέσω παρατήρησης είναι η οικονομικότερη μορφή μάθησης, αφού απαιτεί συνήθως πολύ λιγότερο χρόνο από ότι άλλες μορφές μάθησης

Η δύναμη του παραδείγματος θεωρούνταν πάντοτε πολύ πιο αποτελεσματική από κάθε διδασκαλία 

  • Μάθηση με μίμηση: η μίμηση στο παιδί θεωρούνταν έμφυτη 

  • Μάθηση με ταύτιση: Ταύτιση είναι η ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη αποδοχή αξιών, κανόνων, στάσεων, διαθέσεων και τρόπων συμπεριφοράς προσώπων με τα οποία μας συνδέει μια θετική σχέση, προσώπων δηλ. τα οποία αγαπούμε ή θαυμάζουμε (μοντέλα), π.χ. ο ρόλος της οικογένειας, των συνομήλικων, της τηλεόρασης και γενικότερα των media 

  • Αν λοιπόν θέλουμε να αναπτύξουμε μια συγκεκριμένη δεξιότητα ή άλλη μορφή συμπεριφοράς στο παιδί, πρέπει να ενισχύσουμε όχι μόνον το παιδί το ίδιο αλλά και τα μοντέλα τα οποία παρουσιάζουν στο παιδί την δεξιότητα ή συμπεριφορά αυτή, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύουμε αντιπροσωπευτικά το παιδί

Το πείραμα

Στο πείραμα του Bandura που βασίστηκε η θεωρία της κοινωνικής μάθησης, παιδιά παρακολούθησαν επιθετικούς και μη επιθετικούς ενήλικους (πρότυπα) και μετά εξετάστηκε το ποσοστό μίμησης χωρίς το πρότυπο να είναι παρόν. Τα άτομα ήταν 36 αγόρια και 36 κορίτσια όλα από το νηπιαγωγείο. Δύο ενήλικες, ένας άνδρας και μία γυναίκα, χρησίμευαν ως πρότυπα και μία γυναίκα-ερευνητής είχε αναλάβει τη μελέτη για όλα τα παιδιά. 48 από τα παιδιά χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: μισά παρακολούθησαν τα επιθετικά πρότυπα (Α ομάδα) και μισά τα μη επιθετικά (Β ομάδα).

Τα υπόλοιπα 24 αποτελούσαν τη λεγόμενη ομάδα “μαρτύρων”. Ομάδα μαρτύρων είναι η ομάδα που αποτελείται από άτομα που δεν υφίστανται την επίδραση της ανεξάρτητης μεταβλητής. Στην προκειμένη περίπτωση η ομάδα μαρτύρων ήταν τα παιδιά που δεν παρακολούθησαν κανένα πρότυπο (επιθετική ή μη επιθετικό).

Στην αρχή ο ερευνητής οδηγούσε το παιδί στο δωμάτιο που γινόταν το πείραμα και καλούσε το πρότυπο που βρισκόταν στο διάδρομο έξω από το δωμάτιο να έρθει μέσα για να παίξει. Μετά ο ερευνητής οδηγούσε το παιδί σε μία γωνιά του δωματίου. Το παιδί καθόταν μπροστά σε ένα μικρό τραπέζι και ο ερευνητής του έδειχνε πώς να φτιάξει σφραγίδες από πατάτες.

Μετά την εγκατάσταση του παιδιού, ο ερευνητής συνόδευε το πρότυπο (τον ενήλικα δηλαδή) στην απέναντι γωνία του δωματίου όπου βρισκόταν ένα μικρό τραπέζι, μία καρέκλα, ένα παιχνίδι, ένα σφυρί και μία κούκλα (φυσικού ύψους 1,50 μ.). Ο ερευνητής αφού εξηγούσε ότι αυτά ήταν τα παιχνίδια για να παίξει, το πρότυπο έφευγε από το δωμάτιο. Με τα παιδιά της Β ομάδας το πρότυπο συγκέντρωνε τα παιχνίδια με ήρεμο τρόπο και αγνοούσε τελείως την κούκλα.

Αντιθέτως, με τα παιδιά της Α ομάδας, το πρότυπο άρχιζε να μαζεύει τα παιχνίδια αλλά μετά από 1 λεπτό έπιανε την κούκλα και άρχιζε να της συμπεριφέρεται επιθετικά: ξάπλωνε την κούκλα, καθόταν πάνω της και της τσιμπούσε επανειλημμένως τη μύτη. Μετά σήκωνε την κούκλα, έπαιρνε το ξύλινο σφυρί και της χτυπούσε το κεφάλι. Στη συνέχεια την πετούσε στον αέρα και την χτυπούσε.

Αυτές οι επιθετικές πράξεις επαναλαμβάνονταν τρεις φορές. Συγχρόνως το πρότυπο έλεγε “τσίμπησέ τη στη μύτη”, “πέταξέ την στον αέρα”, “κλώτσησέ την”, “χτύπα την κάτω” μαζί με μερικά μη επιθετικά σχόλια. Μετά από 10 λεπτά, ο ερευνητής έμπαινε στο δωμάτιο, πληροφορούσε το παιδί ότι θα πήγαινε τώρα σε ένα άλλο δωμάτιο με παιχνίδια και παρακάλεσε το πρότυπο να φύγει.

Έτσι λοιπόν, ο ερευνητής οδηγούσε το παιδί σε ένα δεύτερο δωμάτιο με διάφορα ελκυστικά παιχνίδια. Μόλις το παιδί άρχιζε να παίζει με τα παιχνίδια, ο ερευνητής παρατηρούσε ότι “τα ωραία αυτά παιχνίδια είναι για άλλα παιδιά” και οδηγούσε το παιδί σε διπλανό δωμάτιο να παίξει με άλλα παιχνίδια.

Στο δωμάτιο αυτό που έγινε η εξέταση, υπήρχαν διάφορα παιχνίδια. Τα “επιθετικά” παιχνίδια ήταν μία μεγάλη φουσκωτή κούκλα ύψους 1 μέτρου, ένα ξύλινο σφυρί, διάφορα ξύλινα αντικείμενα, δύο παιδικά όπλα και μία μπάλα που κρεμόταν από το ταβάνι. Τα μη επιθετικά παιχνίδια ήταν μία μπάλα, δύο κούκλες, φορτηγά και πλαστικά ζωάκια.

Κάθε παιδί καθόταν 20 λεπτά σε αυτό το δωμάτιο και όλη αυτή την ώρα γινόταν αξιολόγηση της συμπεριφοράς του, σύμφωνα με τις προκαθορισμένες κλίμακες. Τα παιδιά στα οποία δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσουν επιθετικά πρότυπα, μιμήθηκαν τη σωματική και τη λεκτική επιθετικότητα, καθώς και άλλες αντιδράσεις του προτύπου.

Αντιθέτως τα παιδιά που παρακολούθησαν μη επιθετικά πρότυπα καθώς και εκείνα που δεν παρακολούθησαν κανένα πρότυπο μόνο σπάνια εκδήλωσαν παρόμοιες αντιδράσεις. Το γεγονός ότι τα παιδιά εξέφρασαν επιθετικότητα με τρόπους που σαφώς έμοιαζαν με την (καινούρια) συμπεριφορά του προτύπου, είναι αποδεικτικό στοιχείο ότι η μάθηση καινούριων συμπεριφορών έγινε δυνατή μέσω της μίμησης.

Τα αποτελέσματα αυτού του πειράματος, σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά μιμήθηκαν αμέσως τα επιθετικά πρότυπα, άτομα δηλαδή που ήταν άγνωστα σε αυτά δείχνουν ότι η απλή παρατήρηση της επιθετικότητας, άσχετα από τη σχέση με το πρότυπο, αρκεί για να προκαλέσει μιμητική επιθετικότητα στα παιδιά.

Από παλαιότερες έρευνες επάνω στη μιμητική μάθηση, έχει αποδειχθεί ότι, όσο περισσότερο ένα παιδί εκτιμά ή αγαπά το πρότυπό του, τόσο περισσότερο θα μιμηθεί τη συμπεριφορά του. Άλλα πειράματα έχουν δείξει ότι το παιδί μιμείται τη συμπεριφορά του πιο ισχυρού γονιού.

Επίσης, όσο περισσότερο ο γονιός δέρνει το παιδί του, τόσο περισσότερο επιθετικό γίνεται το παιδί. Δηλαδή όταν αυτό το παιδί διαπληκτίζεται με άλλα παιδιά, θα εκδηλώσει την επιθετικότητά του με τον ίδιο τρόπο που έμαθε από το γονιό του. Η διαδικασία αυτή γίνεται ως εξής: το παιδί είναι άτακτο – ο γονιός θέλει να μάθει στο παιδί να μην είναι άτακτο – ο γονιός δέρνει το παιδί – το παιδί παρατηρεί τη συμπεριφορά του γονιού και επειδή τον αγαπά μιμείται τη συμπεριφορά του και τελικά όταν το παιδί βρεθεί σε κατάσταση διέγερσης, μιμείται τη συμπεριφορά του γονιού και δέρνει τον άλλον. Δηλαδή το παιδί δεν κάνει αυτό που ο γονιός του λέει ότι πρέπει να κάνει. Αντιθέτως, παρατηρεί τη συμπεριφορά του γονιού και μιμείται αυτή την ίδια συμπεριφορά.


Ο Άλμπερτ Μπαντούρα (1925) είναι Καναδός ψυχολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, που κρατάει σχεδόν έξι δεκαετίες, ο Μπαντούρα συνέβαλε σημαντικά σε πολλούς τομείς της ψυχολογίας, όπως την κοινωνικογνωστική θεωρία, τη θεραπεία και την ψυχολογία της προσωπικότητας, και επηρέασε τη μετάβαση μεταξύ συμπεριφορισμού και γνωστικής ψυχολογίας. Είναι γνωστός ως ο εισηγητής της θεωρίας κοινωνικής μάθησης και της θεωρίας αυτοαποτελεσματικότητας και είναι υπεύθυνος για το πείραμα του 1961 με την κούκλα Μπόμπο (Bobo Doll experiment).

Μια έρευνα το 2002 κατέταξε το Μπαντούρα ως τον τέταρτο πιο συχνά επικαλούμενο ψυχολόγο όλων των εποχών, πίσω από τον Μπ.Φ.Σκίνερ, τον Σίγκμουντ Φρόυντ και τον Ζαν Πιαζέ και ως τον πιο επικαλούμενο εν ζωή. Ο Μπαντούρα περιγράφεται ως ο σπουδαιότερος εν ζωή ψυχολόγος και ένας απ’ τους πιο σημαίνοντες ψυχολόγους όλων των εποχών.

Το 2008 ο Μπαντούρα κέρδισε το βραβείο Grawemeyer στην Ψυχολογία.

Πηγή