Καθένας από εμάς που αναζητά στην τέχνη τη φυγή και την ουσία, έχει ξεθάψει από βιβλία λέξεις που τις κουβαλάει σαν ξόρκια. Σκόρπιες φράσεις, στίχους τραγουδιών ή ποιημάτων, ατάκες από θεατρικά… Κόσμους ολόκληρους χτισμένους με γράμματα, σκηνές από ζωές που δεν ζήσαμε αλλά διαβάζοντας έγιναν δικές μας αναμνήσεις, λόγια που αρχειοθετήθηκαν στον εγκέφαλο και ανασύρονται στην επιφάνεια κάθε φορά που αναζητούμε μια απάντηση.
Για μένα τα πράγματα είναι απλά: η ζωή μου ολόκληρη είναι δεμένη με τα βιβλία που έχουν περάσει από τα χέρια μου. Όπως άλλοι κοιτούν φωτογραφίες, εγώ ξεφυλλίζω βιβλία. Και θυμάμαι. Πού ήμουν όταν τα διάβαζα, τι μουσική μου άρεσε τότε, ποιοι άνθρωποι εκείνο το διάστημα έδιναν ρυθμό στις μέρες μου.
Όμως υπάρχουν και κάποια άλλα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης μου γεμάτα υπογραμμισμένες προτάσεις, παραγράφους ολόκληρες, τις οποίες διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας έχω μάθει πλέον απ’ έξω. Αυτά δεν είναι βιβλία-καρτ ποστάλ, είναι τα βιβλία της ζωής μου. Όσα θα έπαιρνα μαζί μου σε μια βαλίτσα βιαστικά αν έπρεπε να φύγω από το σπίτι για πάντα ακολουθώντας ένα μεγάλο έρωτα ή αν με κυνηγούσαν με όλα τα δόντια έξω τα αδηφάγα Λανκολίαρς του Στίβεν Κινγκ κι έπρεπε να διακτινιστώ για πάντα σε ένα άλλο πιο φιλικό σύμπαν.
Τα κείμενα του Φερνάντο Πεσσόα, «Το βιβλίο της ανησυχίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια), «Η ώρα του διαβόλου» (εκδ. Εξάντας) και ο «O Οδοιπόρος» (εκδ. Νεφέλη) που εκδόθηκε πρόσφατα, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Όσα είχα διαβάσει για πρώτη φορά δεκατρία χρόνια πριν στο «Βιβλίο της ανησυχίας» με ακολουθούσαν για καιρό. Ακόμα και σήμερα, όταν λυγίζω κάτω από το βάρος μιας σπλάτερ υπαρξιακής αγωνίας που με καθηλώνει, επειδή δεν μπορώ να ξεκολλήσω από τη σκέψη του πόσο κενός νοήματος είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε, επιστρέφω στη σελίδα 47. Διαβάζω και ξορκίζω: Τον φόβο του αγνώστου, μα πάνω απ’ όλα τη διαστροφή που είναι εγγεγραμμένη στο DNA μου να αναζητώ απαντήσεις σε πράγματα που ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι φτιαγμένος να καταλάβει.
Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Υπάρχει; Είναι κοινό για όλους ή κάθε ον αυτού του κόσμου πρέπει να δώσει νόημα στις μέρες που περνούν άσκοπα; Από τι υλικά είναι φτιαγμένο αυτό που λέμε ζωή; Και πού πάμε όταν φεύγουμε από αυτή; Πού βρίσκονται όσοι αγαπήσαμε και χάθηκαν; Πού θα πάμε όταν έρθει κι η δική μας η ώρα;
«Η ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ μέχρις ότου έρθει η ταχυδρομική άμαξα για την άβυσσο. Δεν ξέρω πού θα με πάει γιατί δεν ξέρω τίποτα. Θα μπορούσα να δω αυτό το πανδοχείο σαν μια φυλακή, γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα. Θα μπορούσα και να το θεωρήσω σαν έναν χώρο ευχάριστης κοινωνικής συναναστροφής γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους. Δεν είμαι ωστόσο ούτε ανυπόμονος ούτε άνθρωπος με γούστα κοινά. Αφήνω αυτούς που κλειδώνονται στο δωμάτιό τους και περιμένουν, ξαπλωμένοι άβουλα, χωρίς να μπορούν να κοιμηθούν, αφήνω αυτούς που κουβεντιάζουν στα σαλόνια απ ‘ όπου οι φωνές κι η μουσική φτάνουν ευχάριστα στ’ αυτιά μου. Στέκομαι στην πόρτα και γεύομαι τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου μέχρις ότου τα μάτια μου και τα αυτιά μου να μεθύσουν – και σιγοτραγουδώ, για μένα μόνο, συγκεχυμένες μελωδίες που συνθέτω ενόσω περιμένω.
Για όλους μας θα πέσει η νύχτα και η άμαξα θα φτάσει. Γεύομαι την αύρα που μου δίνουν και την ψυχή που μου δώσαν για να τη γευτώ, και δεν ρωτώ ούτε ψάχνω παραπέρα».
Διαβάζω λοιπόν τα λόγια του Πεσσόα και υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι από το να είμαι μια απειροελάχιστη πανικόβλητη ψείρα ριγμένη στο σύμπαν, ένα ζωύφιο με περιορισμένο οπτικό πεδίο που βλέπει μόνο την κορυφή του παγόβουνου (και αυτή όχι ολόκληρη) και νομίζει ότι είναι σε θέση να ερμηνεύσει το υπόλοιπο τμήμα που κρύβεται στα απύθμενα σκοτάδια του ωκεανού, είναι καλύτερα να απολαμβάνω το τώρα.
Ο μοναδικός μου σκοπός θα πρέπει να είναι να γεμίσω αυτό το χρόνο, τον οποίο έχω στη διάθεσή μου μέχρι να έρθει η δική μου η άμαξα, με όσο το δυνατόν πιο ωραίες στιγμές: Με σεζ λονγκ πλάι στο κύμα και δροσερά mojitos, ανοιξιάτικες βόλτες σε δρόμους με ολάνθιστες αμυγδαλιές, βιβλία που με ταξιδεύουν, υπέροχα φιλιά στα κλεφτά, τρυφερές αγκαλιές στα γρασίδια, δημιουργικές δουλειές που με γεμίζουν. Και φυσικά μακριά από εμένα οι φανατισμοί και οι «βεβαιότητες» που σου χαρίζουν μεν την ψευδαίσθηση ότι ανήκεις κάπου, αλλά στην ουσία σε εγκλωβίζουν. Σε βάζουν σε μία διαδικασία να κυνηγάς μάταια το ξύλο σαν εκείνον τον σκύλο για τον οποίο διάβαζα στο μικρό βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ «Θρησκεία και Ψυχιατρική» (εκδ. Άγρα). Εκεί λοιπόν ο συγγραφέας του best seller «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», λέει ότι ο σκύλος έχει απόλυτη ανάγκη κάποιος να του πετάει ένα κομμάτι ξύλο για να τρέχει να το πιάνει ανακουφισμένος που του έδωσαν έναν σκοπό. Το ίδιο ακριβώς κάνουν, εξηγεί, και οι θρησκείες στον άνθρωπο: προσπαθούν να τον ανακουφίσουν από την υπαρξιακή αγωνία προσφέροντάς του την πίστη σε μια ανώτερη δύναμη που ελέγχει (;) όσα ο άνθρωπος αδυνατεί και η οποία γνωρίζει (;) όλες τις απαντήσεις.
Στον «Οδοιπόρο» ο Φερνάντο Πεσσόα θέτει όλα αυτά τα ερωτήματα: Ποιος είναι ο αληθινός μας στόχος; Ο έρωτας και η ηδονή, η δόξα, η εξουσία, η πίστη, η σοφία, η ηρεμία; Τι μας περιμένει στο τέλος του δρόμου; Και πότε πραγματικά μέσα στο μακρύ ταξίδι της ζωής νιώθεις ότι μπορείς να μείνεις σταθερός και να πεις με σιγουριά ότι αυτός ο σταθμός είναι και ο τελευταίος;
Γραμμένο σαν παραμύθι, αυτό το ημιτελές αριστούργημα το οποίο χρονολογείται γύρω στο 1917, μα ξεθάφτηκε από τα μπαούλα του Πορτογάλου συγγραφέα και εκδόθηκε για πρώτη φορά στην χώρα του το 2009 (εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του!), αφηγείται την ιστορία ενός ανήσυχου ταξιδευτή. Περιγράφει ένα μακρύ οδοιπορικό αυτογνωσίας.
Ο ήρωας, ένα ανυποψίαστο και άπειρο αγόρι, ζούσε γαλήνια στην αγροικία του πατέρα του. Περνούσε τα απογεύματά του στον πευκώνα που περιέβαλλε το σπίτι, ακούγοντας τον άνεμο ο οποίος έκανε τις βελόνες και τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν. Απολάμβανε όσο τίποτα να κοιτά απλά τους περαστικούς, τις άμαξες που πήγαιναν κι έρχονταν στο δρόμο. Ένιωθε μια ευτυχία ανείπωτη ή μάλλον όχι ευτυχία: ευχαρίστηση, ευδαιμονία. Όταν νύχτωνε έμπαινε μέσα και διάβαζε στη σιωπή, ακούγοντας μόνο τον ήχο από τα κούτσουρα που καίγονταν στη φωτιά. Οι γριές που τον αγαπούσαν «είχαν μόλις αποκοιμηθεί γύρω από τη σόμπα, με το πιγούνι τους χωμένο στη ρόμπα τους» κι εκείνος νιώθοντας μια απίστευτη υπνηλία αφηνόταν γλυκά στην ήσυχη, μακρόσυρτη νύχτα. Κι έτσι η ζωή του περνούσε με τη «ζεστή αίσθηση ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω». Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να νιώσει πλήρης. Όλος ο κόσμος του τελείωνε στα όρια του πευκώνα. Μέχρι που ένα απόγευμα πέρασε μπροστά του ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα. Ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος έσπειρε με μια μόνο φράση του την αμφιβολία μέσα στο μυαλό του αγοριού. «Μην κοιτάζεις το δρόμο. Ακολούθησέ τον μέχρι τέλους» του είπε και έκτοτε τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
«Ποτέ πια δεν ένιωσα ηρεμία ούτε ευχαρίστηση. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η ζωή μου έγινε κενή και χλωμή. Εγώ που είχα τα πάντα, ένιωθα να μου λείπουν όλα. Δεν επιθυμούσα τίποτα και ταυτόχρονα επιθυμούσα τα πάντα. (…) Τα πράγματα της απλής μου ζωής, αυτά που στο παρελθόν περνούσαν απαρατήρητα, άρχισαν να με ενοχλούν, κι αυτά που με ευχαριστούσαν άρχισαν να περνούν απαρατήρητα, ή παράξενα, σαν λουλούδια χωρίς άρωμα και χρώμα. Δεν ξέρω να πω αν αυτή η μεταμόρφωση που με έκανε άλλον υπήρξε αργή ή γρήγορη. Το μόνο που ξέρω είναι ότι άρχισε όταν είδα τον Άντρα με τα Μαύρα να χάνεται στη στροφή του δρόμου».
Έτσι αποφάσισε να φύγει. Την ημέρα του ταξιδιού του όλοι γύρω του έκλαιγαν. Εκείνος όμως ξεκίνησε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Έπρεπε να ακολουθήσει το δρόμο του.
Πέρασε από πολλές πόλεις και χωριά. Συνάντησε πολλούς ανθρώπους που όλοι είχαν έναν σκοπό, εκείνος όμως δεν έμοιαζε μαζί τους γιατί αναζητούσε έναν άγνωστο παράξενο άντρα που δεν θυμόταν πια ούτε καν τη μορφή του.
Στην πρώτη πόλη γνώρισε ένα πανέμορφο κορίτσι. «Την ερωτεύτηκα μόλις την αντίκρισα. Έχασα την ψυχή μου μόλις της απηύθυνα το λόγο. Τα μάτια της, φωτιά στην ταραχή μου, άναψαν πυρκαγιά στα κοιμισμένα βάθη του είναι μου. Η επαφή του χεριού της με έκανε να ξεχάσω τα πάντα».
Το μυαλό του δεν είχε πια τον έλεγχο, το σώμα σαν μαγνήτης αναζητούσε το δικό της. Μέχρι που τα χείλη τους έμπλεξαν για πρώτη φορά. Διαβάζω και σταματώ. Φέρνω την εικόνα στο μυαλό μου. Στη μέση μιας πλατείας, με εκατοντάδες διαβάτες, με άμαξες να περνούν θορυβωδώς, κι εκείνος μαζί της παραδομένος σε ένα φιλί δίχως ήχο. Σε ένα βαθύ φιλί που σβήνει τα πάντα γύρω του, σε μια ελεύθερη κατάδυση δίχως τέλος. Δεν φαντάζομαι πια, θυμάμαι.
Κι όμως εκείνος παρόλο που ήθελε να ζήσει μαζί της για πάντα, ήξερε ότι έπρεπε να φύγει. Κι ας ήταν σίγουρος πως ότι κι αν αγαπούσε από εκεί κι ύστερα θα ήταν δυνατό, θα ήταν δικό του, μα δεν θα ήταν ποτέ όπως εκείνο.
Βασανίστηκε για καιρό, μα έφυγε και πάλι. Εκείνη έκλαιγε. Κι εκείνος, μέσα του. Μα έφυγε. Ταξίδευε δυστυχισμένος μα ένιωθε σίγουρος ότι είχε πράξει το σωστό.
«Μερικές φορές αναρωτιόμουν μήπως τελικά ο δρόμος δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης πέρα από το ότι με είχε οδηγήσει σε εκείνη. Μήπως τελικά είχα πειστεί να τον ακολουθήσω μόνο και μόνο για να συναντήσω αυτήν που τόσο αγαπούσα. (…) Είχα σταματήσει! Πόσες μέρες τώρα είχα σταματήσει! Ο δυστυχής! Και με πόση χαρά! Είχα σταματήσει γιατί αγαπούσα, γιατί επιθυμούσα, γιατί ήθελα. Αλλά τι είναι αγαπώ, τι είναι επιθυμώ, τι είναι θέλω, αν όχι σταματώ (τουλάχιστον ως προς την επιθυμία του δρόμου);».
Εδώ η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο σταματά. Το υπόλοιπο κείμενο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η Teresa Rita Lopes, η γυναίκα που έχει αναλάβει να ερευνήσει το έργο του Πεσσόα, συμπλήρωσε την έκδοση με τις σημειώσεις του συγγραφέα για το διήγημα, στις οποίες εκείνος περιγράφει αναλυτικά σε τρίτο πρόσωπο τη συνέχεια του ταξιδιού. Έτσι ο αναγνώστης μαθαίνει τη συνέχεια και το τέλος. Ο ήρωας περιπλανιέται πιο βαθιά στην πόλη, ακολουθώντας το δρόμο, σε κάθε σταθμό του γνωρίζει κι άλλες γυναίκες: τη Δόξα, την Εξουσία, την Πίστη, τη Σοφία, την Μοίρα του Θανάτου, την Ηρεμία, την Προσωπικότητά του, μα απ’ όλες φεύγει γιατί πρέπει να βγει ξανά στο δρόμο. Μέχρι το τέλος. Το όποιο τέλος του δικού του δρόμου.
Από το βιβλίο Ο οδοιπόρος, εκδ. Νεφέλη.
Το αλληγορικό παραμύθι του Φερνάντο Πεσσόα είναι ένα βαθύτατα αισθαντικό κείμενο, ακόμα και οι σημειώσεις του συγγραφέα για το ημιτελές διήγημα. Είναι ένα μυστικιστικό οδοιπορικό που μοιάζει με τη ζωή του καθενός από εμάς. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή μας από ένα δρόμο που τον ακολουθούμε μέχρι τέλους; Κι οι άλλοι άνθρωποι σάμπως δεν είναι τα σκαλιά που μας οδηγούν στον πιο συνειδητό εαυτό μας; Άλλες φορές βέβαια γίνονται η κόλαση. Μπορεί όμως να γίνουν κι ο παράδεισος. Και μόνο η πιθανότητα αυτή δεν αρκεί για να βουτήξεις βαθιά μέσα τους κι ας χαθείς;
Γραμμένο σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα πριν, το 1917, και δημοσιευμένο μόλις το 2009, το διήγημα Ο Οδοιπόρος συνιστά το πλέον πρόσφατο δείγμα του ανεξάντλητου θησαυρού που κρύβει το μυθικό μπαούλο που μας κληροδότησε ο Φερνάντο Πεσσόα. Στους αντίποδες του Αναρχικού τραπεζίτη, όπου η προτεραιότητα δίνεται στον άνθρωπο ως κοινωνικό ον, εδώ τον κύριο ρόλο έχει το μεταφυσικό ον. Την ορθολογιστική επιχειρηματολογία αντικαθιστά η διαισθητική σκέψη, το λόγο η δράση, αλλά μια δράση αλληγορική, που ακολουθεί τον πολυδαίδαλο και ταυτόχρονα σαγηνευτικό δρόμο μιας μυητικής διαδικασίας. Αναπαράγοντας την απλότητα ενός κλασικού παραμυθιού, από αυτά που μάγεψαν την παιδική ηλικία όλων μας, τηρεί όλους τους κανόνες του είδους, όπου δεν λείπουν ούτε οι πριγκίπισσες ούτε τα μαγικά δαχτυλίδια ούτε οι σκοτεινοί λαβύρινθοι. Ο ανυποψίαστος και άπειρος έφηβος, που ζει ανέμελα στο πατρικό του σπίτι, ξεκινά με την προτροπή του αινιγματικού ‘Αντρα με τα Μαύρα ένα ταξίδι μύησης. Μέσα από τις διαδοχικές συναντήσεις που του επιφυλάσσει ο Δρόμος, θα γνωρίσει την ταραχή του έρωτα, την οδύνη του αποχωρισμού, την ευγένεια της δόξας, τη μεγαλοπρέπεια της εξουσίας, την αταραξία της σοφίας, την υπέρτατη γαλήνη του θανάτου, τη μοναχικότητα του αναχωρητή και τέλος την ίδια του την Προσωπικότητα. Θα αντικρίσει τον Ήφαιστο-Προμηθέα, πριν ξαναβρεί τον ‘Αντρα με τα Μαύρα, κεντρική μορφή η οποία γυρίζει τις σελίδες αυτού του βιβλίου, αφήνοντας ανοιχτές όλες τις δυνατές υποθέσεις και ερμηνείες.