Ο βεδουίνος Χαρίς και η γυναίκα του Ναφίσα περιπλανιούνταν στην έρημο από τη μία όαση στην άλλη. Ζούσαν σε μια παλιά σκηνή εκεί όπου έβρισκαν δυο-τρία φοινικόδεντρα, ακανθώδεις θάμνους για την καμήλα τους και καμιά πηγή γλυφού νερού. Έτσι ζούσαν για δεκαετίες. Όλες οι ημέρες του νομάδα έμοιαζαν η μία την άλλη και πολύ σπάνια κάτι άλλαζε την συνηθισμένη τους ροή. Με διάφορες παγίδες έπιανε διάφορα αγρίμια της ερήμου για το κρέας και το δέρμα τους και έκανε σκοινιά από τις ίνες των φοινικόδεντρων. Όλα αυτά, τα πουλούσε και στα καραβάνια που περνούσαν από την έρημο.
Όμως μια φορά, ο Χαρίς βρήκε τυχαία μέσα στην έρημο μια πηγή. Πήρε στην παλάμη του λίγο νερό και το δοκίμασε. Το νερό αυτό ξεχώριζε τόσο από το συνηθισμένο, που του φάνηκε ως νερό του Παραδείσου. Στην πραγματικότητα το νερό ήταν αρκετά αλμυρό και για μας θα ήταν βρώμικο και αλμυρό, όμως ο βεδουίνος ένιωσε μεγάλο ενθουσιασμό.
– Αυτό το νερό, είπε στον εαυτό του, πρέπει να το πάω σ’ εκείνον που θα το εκτιμήσει επάξια.
Ο Χαρίς αμέσως πήρε τον δρόμο για τη Βαγδάτη, για την αυλή του Μεγάλου Χαλίφη Χαρούν αλ-Ρασίντ, γεμίζοντας δυο ασκούς, ένα για τον εαυτό του και ένα για τον Χαλίφη. Ημέρα και νύχτα χωρίς κούραση βίαζε την καμήλα του και σταματούσε μόνο για να φάει λίγους χουρμάδες. Όταν έφτασε στη Βαγδάτη, ο βεδουίνος κατευθύνθηκε προς το μέγαρο του Χαλίφη. Οι φύλακες τον ακούσανε και έχοντας υπ’ όψιν τις διαταγές του Χαλίφη τον οδήγησαν στην αίθουσα του θρόνου.
– Ω! μεγάλε Βασιλιά! απευθύνθηκε ο Χαρίς στον Χαλίφη, είμαι ένας φτωχός βεδουίνος και γνωρίζω πολύ καλά τις πηγές της ερήμου, αν και γνωρίζω πολύ λίγα για τ’ άλλα πράγματα. Βρήκα στην έρημο μια πηγή με νερό του Παράδεισου και σκέφτηκα πως αυτό το νερό είναι άξιο μόνο για έναν τέτοιο μεγάλο άνδρα σαν κι εσένα. Σε παρακαλώ να δεχτείς το δώρο μου.
Με αυτά τα λόγια, έδωσε στον Χαρούν αλ-Ρασίντ τον ασκό με το νερό. Ο Χαρούν ο Δίκαιος δοκίμασε το νερό και κατάλαβε… γιατί ήξερε καλά το λαό του. Τον ευχαρίστησε και διέταξε τους φύλακες να πάνε τον βεδουίνο στο δωμάτιο για τους επισκέπτες για να ξεκουραστεί. Μετά, ο Χαλίφης είπε στον αρχηγό των φυλάκων:
– Το γλυκό νερό που εμείς έχουμε άφθονο, γι’ αυτόν είναι θησαυρός. Τη νύχτα να οδηγήσεις αυτόν τον βεδουίνο έξω από την πόλη και κοίτα να μη δει τον ποταμό Τίγρη. Δεν πρέπει να γνωρίσει τη γεύση του ποταμίσιου γλυκού νερού. Όταν θα φτάσετε στην όασή του, θα τον ευχαριστήσεις από μένα και θα του δώσεις χίλια χρυσά δηνάρια. Να του πεις ότι τον διορίζω φύλακα αυτής της πηγής του νερού του Παράδεισου και ότι πρέπει να προμηθεύει με νερό όλους τους ταξιδιώτες που περνάνε από την έρημο
Ο Χαρούν αλ-Ρασίντ (763 – 809), ή αλλιώς Χαρούν αρ-Ρασίντ, Ααρών ο Δίκαιος, ήταν ο 5ος και πιο γνωστός αββασίδης Χαλίφης. Γεννήθηκε κοντά στην Τεχεράνη, και μεγάλωσε στη Βαγδάτη, ενώ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έζησε στην πόλη Ράκα στο μέσο ρου του ποταμού Ευφράτη.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του υπήρξε άνθιση των επιστημών και γενικώς πολιτιστική και θρησκευτική ακμή. Οι Τέχνες επίσης έφτασαν στη μέγιστη ακμή τους εκείνη την εποχή. Έχτισε επίσης την περίφημη βιβλιοθήκη Μπαγίτ αλ-Χίκμα.
Ο Χαρούν ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος και η ζωή του στο Παλάτι έγινε η αφορμή για τη δημιουργία μύθων. Μερικοί από αυτούς βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα αλλά οι περισσότεροι ήταν αποκυήματα της φαντασίας των συγγραφέων. Ένα παράδειγμα πραγματικής ιστορίας είναι το ρολόι που έστειλε ο Χαρούν ανάμεσα σε άλλα δώρα στον αυτοκράτορα Καρλομάγνο. Ανάμεσα στις φανταστικές ιστορίες βρίσκεται το πασίγνωστο έργο Χίλιες και μία Νύχτες, που περιγράφει φανταστικά γεγονότα σχετικά με τους αυλικούς του Χαρούν αρ-Ρασίντ ή ακόμα και τον ίδιο.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οδήγησε επίσης το Χαλιφάτο σε πολέμους με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Χαρακτηριστική είναι η πολεμική του επιτυχία εναντίον του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’ που αρνήθηκε να πληρώσει τον φόρο υποτέλειας που πλήρωνε η αυτοκράτειρα Ειρήνη, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί το ποσό του φόρου.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του άνοιξε μέτωπο εναντίον των Σιιτών και προσπάθησε να τους εξαλείψει. Επέβαλε επίσης δυσβάσταχτους φόρους στους αγρότες, τους εμπόρους και τους τεχνίτες ενώ ο ίδιος συντηρούσε περίπου 4.000 σκλάβες και ερωμένες στο παλάτι του.