Εγκληματική ροπή: έμφυτη ή αποκτηθείσα τάση;

Ένα από τα συνήθη θέματα συζήτησης μετά τη δημοσιοποίηση της δράσης εγκληματιών που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, είναι η διαμάχη ανάμεσα στο έμφυτο ή όχι της τάσης προς την εγκληματικότητα. Η διαμάχη αυτή απασχολεί διαρκώς τόσο την επιστημονική κοινότητα, αστυνομία, δικαιοσύνη, όσο και τους καθημερινούς ανθρώπους, ως παρατηρητές, αλλά και ως θύματα εγκληματικών ενεργειών. Είναι γεγονός ότι τα αποτρόπαια εγκλήματα που συχνά συμβαίνουν γύρω μας, μας ανησυχούν όλους.

joker-movie-1200x782

Που αποσκοπεί όμως η διαμάχη αυτή; Για την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, το όφελος στην απάντηση του ερωτήματος δεν είναι πάρα η απόδοση ευθυνών στον θύτη ή η απαλλαγή από αυτές. Στην έρευνα, όμως, γύρω από μια εγκληματική πράξη, η σκιαγράφηση του προφίλ του δράστη είναι σημαντική για την πρόβλεψη πιθανών μελλοντικών ενεργειών ενός ασύλληπτου, αποφυλακισμένου ή ελεύθερου με περιοριστικούς όρους δράστη. Αν η τάση αυτή είναι έμφυτη, τότε υπάρχει μια ισχυρότερη πιθανότητα το άτομο αυτό να υποτροπιάσει, να επαναλάβει τα ίδια ή παρόμοια εγκλήματα διαφοροποιώντας ελάχιστα τις τακτικές του. Αν η τάση αυτή δημιουργήθηκε στην μετέπειτα πορεία της ζωής του ατόμου, η πιθανότητα υποτροπής μειώνεται. Πλήθος μελετών έχουν καταδείξει πως όσο νωρίτερα στη ζωή ενός ατόμου γίνεται το πέρασμα στην εγκληματική πράξη, τόσο πιθανότερη είναι η διατήρηση της εγκληματικής τάσης με το πέρασμα των χρόνων.

Πότε γίνεται όμως η έναρξη της εγκληματικής δράσης; Έρευνες σε πληθυσμούς έγκλειστων σε φυλακές ατόμων έχουν δείξει πως για το 75% εξ αυτών η παραβατικότητα είναι αποτυπωμένη στην προσωπικότητά τους. Μόνο 25% πρόκειται για άτομα που δεν είχαν τέτοια τάση αλλά μάλλον παραβίασαν το νόμο λόγω συγκυριών (π.χ. ανθρωποκτονίες εν βρασμώ ψυχής, από ανάγκη, ατυχία, εγκλήματα τιμής). Για τη μεγάλη μάζα των εγκληματιών η δημιουργία της τάσης για παραβατικότητα μπορεί να εντοπιστεί σε νεαρή ηλικία, έως το 14ο – 15ο έτος. Μικροπαραβατικότητα, συστηματική καταπάτηση των δικαιωμάτων των άλλων, έλλειψη τύψεων για τις ενέργειες αυτές και συνειδητή καταπάτηση του ηθικού κώδικα στα πρώτα χρόνια της ζωής φανερώνουν μια πορεία προς την εγκληματικότητα στην ενήλικη ζωή, η οποία διαφοροποιείται ως προς τη φύση, την ένταση και τη διάρκειά της με βάση τα πρώιμα αυτά βήματα.

Υπάρχει όμως έμφυτη τάση προς το έγκλημα; Πράγματι, ο εντοπισμός της έναρξης της παραβατικότητας στην παιδική ηλικία συνδέεται με οικογενειακά και κοινωνικά περιβάλλοντα που προάγουν τη βία ως μέθοδο διευθέτησης των δύο ατομικών διαφορών. Για μια πολύ μικρή όμως ομάδα εγκληματιών, η τάση αυτή είναι έμφυτη. Το παραπάνω έχει καταγραφεί μέσα από ανθρωπολογικές μελέτες μεταξύ ειρηνόφιλων και μη ειρηνόφιλων πληθυσμών ιθαγενών της κεντρικής Αμερικής. Ακόμα και στις κοινωνίες τον ειρηνόφιλων, όπου απουσιάζει η χρήση βίας ώστε να αποκλειστεί ο παράγοντας της επιρροής στη γέννηση της τάσης για έγκλημα, υπήρχε έστω και ένα πολύ μικρό ποσοστό ατόμων που συστηματικά στρεφόταν προς τη διάπραξη παραβατικών πράξεων.

Πώς ωφελούν όμως όλα αυτά μια έρευνα; Η γνώση του λεπτομερούς προφίλ των εγκληματιών βοηθά στον εντοπισμό πιθανών επόμενων βημάτων τους. Για παράδειγμα, το προφίλ των ατόμων τους διαφοροποιεί ως προς τα στάδια του περάσματος στην εγκληματική πράξη, φωτογραφίζοντας με σχετική ακρίβεια το χρονικό διάστημα για την μέθοδο μιας μελλοντικής εγκληματικής ενέργειας.

Σε κάθε περίπτωση και σε αντίθεση με την κοινή τάση περί απόδοσης η όχι ευθυνών, η μελέτη του προφίλ ενός παραβάτη δεν εμπλέκεται στην απόδοση δικαιοσύνης αλλά στον καλύτερο σχεδιασμό τακτικών για την επιτυχέστερη έκδοση μιας έρευνας και την προστασία των μελλοντικών θυμάτων μέσα από τη διαλεύκανση υποθέσεων.

Εγκληματική ροπή: έμφυτη ή αποκτηθείσα τάση; Μία συνέντευξη του ντετέκτιβ Πελεκάση Νίκου στην εφημερίδα «Ποντιακή Γνώμη».


Στην σύγχρονη εγκληματολογία που απηχεί τις απόψεις που επικρατούν στις κοινωνιολογικές  θεωρίες του εγκλήματος, η τέλεση των εγκλημάτων είναι συνήθως αποτέλεσμα της επέλευσης πολλαπλών  αιτιών που εξελίσσονται βαθμιαία και το άθροισμά τους έχει καταστροφικές συνέπειες.

Υπάρχει μία θεωρία (αναλύονται κυρίως στις μαρξιστικές θεωρίες), αναφορικά με την ερμηνεία του εγκλήματος.  Σε μία μερίδα εγκληματολόγων,  οι επιθέσεις κατά των πλουσίων είναι ένα είδος επιβολής της «λαϊκής δικαιοσύνης»-νομιμότητας και επιθέσεις των φτωχών εναντίον του κεφαλαίου. Όμως στις μέρες μας αποδεικνύεται ότι οι αυξητικές τάσεις του εγκλήματος δεν απορρέουν από την συντελεσθείσα ανισότητα, στους κόλπους μιας κοινωνίας. Επίσης, οι απόψεις που συνδέουν την ανεργία και την οικονομική ύφεση ως σημαντικού παράγοντα αύξησης της εγκληματικότητα, δεν επαληθεύονται[. Εκείνο που επισυμβαίνει συνήθως είναι η αλλαγή των αντιλήψεων και των σχέσεων του ατόμου με την κοινωνία. Συνεπώς η επίκληση της συγκεκριμένης θεωρίας ως βάσης για την ερμηνεία της εγκληματικής συμπεριφοράς, δεν φαίνεται να ευδοκιμεί.

Η επόμενη θεωρία, είναι η θεωρία της συνήθους δραστηριότητας (Routine Activity Approach), ως παρακλάδι της θεωρίας των ευκαιριών της εγκληματικότητας ( Routine Activity Theory). Η εν λόγω θεωρία, μελετά το έγκλημα ως γεγονός, και το συνδέει στενά με το περιβάλλον του, αποτρέποντας την επιστημονική προσοχή από τους απλούς παρεκκλίνοντες. Η θεωρία της συνήθους δραστηριότητας έχει τις βάσεις της στην ανθρώπινη οικολογία και στη θεωρία της ορθολογικής επιλογής. Η προϋπόθεση της θεωρίας αυτής είναι ότι, το έγκλημα μένει σχετικά ανεπηρέαστο από κοινωνικά αίτια όπως η φτώχεια , η ανισότητα και η ανεργία, γεγονός που   υποδηλώνει ότι πολλά εγκλήματα συμβαίνουν πολύ απλά, λόγω της σύμπτωσης τριών στοιχείων: (α) των πιθανών παραβατών, (β) ενός κατάλληλου στόχου και (γ) της έλλειψης κηδεμονίας στο χώρο και χρόνο.

Η εν λόγω θεωρία περιγράφει πόσο πιθανό είναι ένας μελλοντικός δράστης να διαπράξει ένα έγκλημα που βασίζεται εν μέρει στις καθημερινές του δραστηριότητες. Οι συνήθεις διαδρομές του δράστη μπορούν να τον φέρουν σε επαφή με το αντικείμενο του εγκλήματος, όπως είναι για παράδειγμα τα αφύλακτα σπίτια, η έλλειψη αστυνόμευσης σε μια γειτονία που ευνοεί το έγκλημα της κλοπής ή της ληστείας, η έλλειψη φωταγώγησης σε μια περιοχή που διευκολύνει τη διάπραξη ενός βιασμού ή μίας ανθρωποκτονίας. Άρα, η ταυτόχρονη σύμπτωση των τριών στοιχείων αποτελούν την ισχυρές ενδείξεις πιθανής εμφάνισης ενός εγκλήματος.

Το τρίτο κατά σειρά σύνολο θεωριών που αποπειράται να ερμηνεύσει την εγκληματική συμπεριφορά του δράστη, σχετίζεται με την ανατομία της ψυχής του. Εδώ αναβιώνουν οι βιολογικές και ψυχολογικές απόψεις.

  • Οι βιολογικές θεωρίες αποδίδουν το έγκλημα –εν προκειμένω την ανθρωποκτονία- σε λόγους σωματικής κατασκευής ή κληρονομικής επιβάρυνσης.
  • Οι ψυχολογικές θεωρίες, με προεξάρχουσα τη θεωρία του Freud, προσεγγίζουν το εγκληματικό φαινόμενο μέσα από την ανάλυση της ψυχικής λειτουργίας του υποκειμένου, η οποία συνίσταται στις νευρώσεις, τις ψυχώσεις και τις ψυχονευρώσεις. Για παράδειγμα αν υπέστη συστηματική κακοποίηση ως παιδί, γεγονός που του προκαλεί βαθύ ψυχικό τραύμα.  Οι δράστες μπορεί να είναι μια μελαγχολική ψυχοπαθητική προσωπικότητα, που υποφέρει από ένα διαρκές αίσθημα καταπίεσης. Κυριαρχούνται δε, από έμμονες δυσάρεστες σκέψεις που δεν τους αφήνουν να ησυχάσουν.

Πολλοί αντιδρούν συναισθηματικά και παρορμητικά χωρίς να έχουν προσχεδιάσει το έγκλημά τους (δόλο), όπως συμβαίνει τόσο σε φυσιολογικά άτομα, όσο και σε εκείνα που υποφέρουν από ορισμένες διαταραχές της προσωπικότητας. Κατά τον Bρετανό νευροεγκληματολόγο Αndrian Raine η σχέση μεταξύ των προβλημάτων ψυχικής υγείας και βίας είναι αμφιλεγόμενη.

Συνακόλουθα, από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι οποιαδήποτε μορφή ψυχικής παρέκκλισης δεν συνδέεται συνήθως με τη βία και κατ’ επέκταση με την εγκληματικότητα.  Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι διαμορφώνονται από μια σειρά παραγόντων.

Γεννάται λοιπόν το ερώτημα αν μόνο με το χαρακτηρισμό τους ως «ψυχοπαθητικές προσωπικότητες», αυτές θεωρούνται και επικίνδυνες να προβούν στο έγκλημα; Η απάντηση είναι αρνητική και ο στιγματισμός τους ως «προεγκληματικά επικίνδυνες» απορριπτέος.

Οι κρατούσες στη «θεωρία του περάσματος στην πράξη» αντιλήψεις» σχετικά με την προεγκληματική επικινδυνότητα των ατόμων, στηρίζονται στην εξέταση της προσωπικότητας του ατόμου.

Υποστηρίζεται ότι οι στατικές ενδείξεις (ιατρικές, ψυχολογικές, κοινωνικές, ιδεοπολιτικές) αποτελούν ενδεικτικά σημεία που πιστοποιούν την ύπαρξη επικίνδυνων καταστάσεων σε ένα άτομο. Σημειώνεται δε ότι για τη δυναμική πορεία προς το έγκλημα, στις ειδικά επικίνδυνες καταστάσεις- όπως οι ανθρωποκτονίες- θα πρέπει να υπάρχει ένας δυναμικός παράγοντας (που λογίζεται ως συνισταμένη των ατομικών, ψυχονευρωτικών στοιχείων και των περιστάσεων που ανήκουν στο εξωτερικό περιβάλλον) σε συνδυασμό με ένα ευνοϊκό πλαίσιο διάπραξης του εγκλήματος.