Ο Παρμενίδης ο οποίος θεωρείται ως «ο ιδρυτής της οντολογίας»[1], αποφαίνεται πως πέρα από την αληθινή και τέλεια γνώση η οποία επιτυγχάνεται μέσω της λογικής μεθόδου έρευνας, υφίστανται και οι δοξασίες οι οποίες διατυπώνονται από τους ανθρώπους και είναι ψευδείς λόγω του ότι προέρχονται από συγκεχυμένες και μεταβαλλόμενες μαρτυρίες των αισθήσεων.[2]
«Το Ον είναι, το μη-Ον δεν είναι».
Ο φιλόσοφος μέσα από τη σκέψη του αποτυπώνει μια αντίθεση μεταξύ γνώσης και δοξασίας, η οποία δεν αφήνει μόνο να αναδυθεί η διάκριση της λογικής από την εμπειρική μέθοδο, αλλά συνάμα αποτελεί μέρος της οντολογίας του. Για τον Παρμενίδη, «η γνώση που συνοδεύεται από τη δικαιοσύνη θεωρείται ως θεϊκή αποκάλυψη για τους εκλεκτούς, ανάμεσα στους οποίους ο φιλόσοφος συγκαταλέγει και τον ίδιο».[3]
Η αλήθεια η οποία είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παρμενίδειας φιλοσοφίας, πηγάζει από την καθαρή νόηση. Ο Παρµενίδης και γενικότερα οι Ελεάτες, παρατηρούσαν και παράλληλα μελετούσαν τον κόσμο στατικά ως Είναι.[4] Αυτό βέβαια είναι κάτι το οποίο ενισχύεται και από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στα Μετά τα Φυσικά του, όπου ο Παρµενίδης αντιλαµβανόταν τον κόσµο ως µεταβλητό.[5] Ο Αριστοτέλης, αν και συµµεριζόταν έως κάποιον βαθμό τη σκέψη του Παρµενίδη και του Πλάτωνα σχετικά µε τη σταθερότητα που πρέπει να υπάρχει στο γνωστικό αντικείμενο, εντούτοις του ήταν αδιανόητο να δεχτεί τον αποκλεισμό της φύσης από το πεδίο της έρευνας και κατά προέκταση από το πεδίο της κατάκτησης της γνώσης.[6]
Ο Ελεάτης φιλόσοφος, στο ποίημά του, αναφέρει πως η θεά της αλήθειας εξαγγέλλει την έννοια ενός νέου φιλοσοφικού όρου τον οποίο θέτει ο Παρμενίδης, τον όρο «Είναι»[7] που αντιπροσωπεύει αυτό που πραγματικά υπάρχει προαιώνια μέσα στο Σύμπαν αόρατο και έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων.[8] Το «είναι» σε πολλές περιπτώσεις ονομάζεται και «Ον». Το Είναι οφείλει να είναι μοναδικό ενιαίο και αδιάσπαστο και ταυτίζεται με την έννοια της συμπαντικής αλήθειας. Το αισθητό και υλικό Σύμπαν περιγράφεται από τον Παρμενίδη με την λέξη «γίγνεσθαι» και κάποιες φορές αναφέρεται και με την έκφραση «Μη Ον».[9] Η παρμενίδεια οντολογική παράδοση περί του «Είναι» περνά μέσα από την νεοπλατωνική σκέψη και τροφοδοτεί ακόμη και στην Αναγέννηση, τη σκέψη σπουδαίων φιλοσόφων όπως χαρακτηριστικά του Pico della Mirandola.[10]
Συμπεράσματα
Η εξέλιξη της έννοιας του θείου, όπως αποτυπώθηκε στο στοχασμό των Προσωκρατικών φιλοσόφων, έγκειται στη σταδιακή απεξάρτηση της φιλοσοφικής σκέψης από την παράδοση της επικής ποίησης (ομηρική και Ησιόδεια ποίηση) και των καθιερωμένων θρησκευτικών αντιλήψεων. Αφετηρία και ταυτόχρονα κεντρικό σημείο του φιλοσοφικού στοχασμού των προσωκρατικών, αποτελεί ο «φυσικός κόσμος». Ακριβώς επάνω σε αυτόν, αποτυπώνουν τη φιλοσοφική τους σκέψη σχετικά με την «υφή» και «λειτουργία» του κόσμου, καθώς και για τα όρια και την προέλευση της ανθρώπινης γνώσης, βασικές δηλαδή προεκτάσεις της οντολογίας και κατά προέκταση της σχέσης του ανθρώπου με το θείο. Σε αντίθεση με τους θεούς της επικής ποίησης, η θεότητα μέσω της σπίθας και της σταδιακής ανάπτυξης της οντολογίας από τους προσωκρατικούς, οδηγείται σε μια διαφορετική οπτική της. Παράλληλα επικρατεί μια δυναμική περιορισμού του άλογου στοιχείου, κάτι που δημιουργεί αιτία ρήξης με την ποιητική μυθολογική παράδοση (όμηρος), παρά το γεγονός πως οι προσωκρατικοί αντλούν από αυτή αρκετά στοιχεία. Η φιλοσοφία των προσωκρατικών φιλοσόφων αποτέλεσε κινητήρια δύναμη της μετέπειτα φιλοσοφικής σκέψης και παράδοσης (πλατωνική, αριστοτελική, στωική, επικούρεια και νεοπλατωνική οντολογία).
Πηγή: Αγγελική Αναγνώστου, MSc Φιλοσοφίας σχετικά με τις αντιλήψεις των Προσωκρατικών φιλοσόφων για τον Θεό.
[1] Ευαγγελία Μαραγγιανού-Δερμούση, ό.π., σ. 137.
[2] Ό.π., σσ. 138-139.
[3] Ό.π., σ. 140.
[4] William Keith Chambers Guthrie, Οι Έλληνες Φιλόσοφοι: Από το Θαλή ως τον Αριστοτέλη, μτφρ. Α.Σακελλαρίου, Εκδόσεις Δ. Παπαδήµας, Αθήνα 2001, σ. 53. Όπως επισημαίνει ο Guthrie, «για τον Παρµενίδη η κίνηση δεν ήταν δυνατή και τη σύνολη πραγµατικότητα αποτελούσε µία και µόνη, ακίνητη και αμετάβλητη ουσία».
[5] Μετά τα φυσικά, Βιβλίο Α, 986b, 29-34: «Παρμενίδης δὲ μᾶλλον βλέπων ἔοικέ που λέγειν: παρὰ γὰρ τὸ ὂν τὸ μὴ ὂν οὐθὲν ἀξιῶν εἶναι, ἐξ ἀνάγκης ἓν οἴεται εἶναι, τὸ ὄν, καὶ ἄλλο οὐθέν ̔περὶ οὗ σαφέστερον ἐν τοῖς περὶ φύσεως εἰρήκαμεν̓, ἀναγκαζόμενος δ’ ἀκολουθεῖν τοῖς φαινομένοις, καὶ τὸ ἓν μὲν κατὰ τὸν λόγον πλείω δὲ κατὰ τὴν αἴσθησιν ὑπολαμβάνων εἶναι, δύο τὰς αἰτίας καὶ δύο τὰς ἀρχὰς πάλιν τίθησι, θερμὸν καὶ ψυχρόν, οἷον πῦρ καὶ γῆν λέγων». Βλ. Παρμενίδης, Περί Φύσεως, Απόσπασμα 16: «ὡς γὰρ ἑκάστοτ’ ἔχει κρᾶσιν μελέων πολυκάμπτων, τὼς νόος ἀνθρώποισι παρίσταται: τὸ γὰρ αὐτὸ ἔστιν ὅπερ φρονέει, μελέων φύσις ἀνθρώποισιν καὶ πᾶσιν καὶ παντί: τὸ γὰρ πλέον ἐστὶ νόημα». Βλ. επιπρόσθετα: Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, Βιβλίο Γ, 1009b, 22-26 & 1010b, 1-4: «τὰ δ’ ὄντα ὑπέλαβον εἶναι τὰ αἰσθητὰ μόνον: ἐν δὲ τούτοις πολλὴ ἡ τοῦ ἀορίστου φύσις ἐνυπάρχει καὶ ἡ τοῦ ὄντος οὕτως ὥσπερ εἴπομεν». Στα σημεία αυτά του κειμένου του ο Σταγειρίτης φιλόσοφος παραθέτει την παρμενίδεια σκέψη περί μεταβλητού του κόσμου.
[6] Μετά τα φυσικά, Βιβλίο Γ, 1010a, 17-1010b, 30: «τό τε γὰρ ἀποβάλλον ἔχει τι τοῦ ἀποβαλλομένου, καὶ τοῦ γιγνομένου ἤδη ἀνάγκη τι εἶναι, ὅλως τε εἰ φθείρεται, ὑπάρξει τι ὄν, καὶ εἰ γίγνεται, ἐξ οὗ γίγνεται καὶ ὑφ’ οὗ γεννᾶται ἀναγκαῖον εἶναι, καὶ τοῦτο μὴ ἰέναι εἰς ἄπειρον. ἀλλὰ ταῦτα παρέντες ἐκεῖνα λέγωμεν, ὅτι οὐ ταὐτό ἐστι τὸ μεταβάλλειν κατὰ τὸ ποσὸν καὶ κατὰ τὸ ποιόν: κατὰ μὲν οὖν τὸ ποσὸν ἔστω μὴ μένον, ἀλλὰ κατὰ τὸ εἶδος ἅπαντα γιγνώσκομεν. […] ἔτι δὲ δῆλον ὅτι καὶ πρὸς τούτους ταὐτὰ τοῖς πάλαι λεχθεῖσιν ἐροῦμεν: ὅτι γὰρ ἔστιν ἀκίνητός τις φύσις δεικτέον αὐτοῖς καὶ πειστέον αὐτούς. καίτοι γε συμβαίνει τοῖς ἅμα φάσκουσιν εἶναι καὶ μὴ εἶναι ἠρεμεῖν μᾶλλον φάναι πάντα ἢ κινεῖσθαι: οὐ γὰρ ἔστιν εἰς ὅ τι μεταβαλεῖ: ἅπαντα γὰρ ὑπάρχει πᾶσιν. περὶ δὲ τῆς ἀληθείας, ὡς οὐ πᾶν τὸ φαινόμενον ἀληθές, πρῶτον μὲν ὅτι οὐδ’ ἡ αἴσθησις ψευδὴς τοῦ γε ἰδίου ἐστίν, ἀλλ’ ἡ φαντασία οὐ ταὐτὸν τῇ αἰσθήσει. εἶτ’ ἄξιον θαυμάσαι εἰ τοῦτ’ ἀποροῦσι, πότερον τηλικαῦτά ἐστι τὰ μεγέθη καὶ τὰ χρώματα τοιαῦτα οἷα τοῖς ἄπωθεν φαίνεται ἢ οἷα τοῖς ἐγγύθεν […] ὥσπερ καὶ Πλάτων λέγει, οὐ δήπου ὁμοίως κυρία ἡ τοῦ ἰατροῦ δόξα καὶ ἡ τοῦ ἀγνοοῦντος, οἷον περὶ τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι ὑγιοῦς ἢ μὴ μέλλοντος. ἔτι δὲ ἐπ’ αὐτῶν τῶν αἰσθήσεων οὐχ ὁμοίως κυρία ἡ τοῦ ἀλλοτρίου καὶ ἰδίου ἢ τοῦ πλησίον καὶ τοῦ αὑτῆς, ἀλλὰ περὶ μὲν χρώματος ὄψις, οὐ γεῦσις, περὶ δὲ χυμοῦ γεῦσις, οὐκ ὄψις: ὧν ἑκάστη ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ περὶ τὸ αὐτὸ οὐδέποτε φησιν ἅμα οὕτω καὶ οὐχ οὕτως ἔχειν. ἀλλ’ οὐδὲ ἐν ἑτέρῳ χρόνῳ περί γε τὸ πάθος ἠμφισβήτησεν, ἀλλὰ περὶ τὸ ᾧ συμβέβηκε τὸ πάθος […] ὥσπερ καὶ οὐσίαν μὴ εἶναι μηθενός, οὕτω μηδ’ ἐξ ἀνάγκης μηθέν: τὸ γὰρ ἀναγκαῖον οὐκ ἐνδέχεται ἄλλως καὶ ἄλλως ἔχειν, ὥστ’ εἴ τι ἔστιν ἐξ ἀνάγκης, οὐχ ἕξει οὕτω τε καὶ οὐχ οὕτως».
[7] Παρμενίδης, Το Ποίημα, σχόλ. – μτφρ. Τάκης Κουφόπουλος, σσ. 20-22, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.takiskoufopoulos.net/Biblia/Parmenidis.pdf, (τελευταία επίσκεψη: 01/09/2016).
[8] Ό.π., σσ. 14-15.
[9] Ό.π., σσ. 22-24.
[10] Βλ. Giovanni Pico della Mirandola, Of being and unity: (De ente et uno), Marquette University Press, Milwaukee Wisconsin 1943, σσ. xxiv-xxvii. Βλ. επίσης Paul Richard Blum, Philosophy of Religion in the Renaissance, Routledge, London and New York 2016, σ. 107.
Ο Παρμενίδης γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία (φωτιά, αέρας, νερό κλπ), αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων.
Σε ένα απόσπασμα του αντιδιαστέλλει το είναι, την ύπαρξη των όντων, με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το είναι μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης. Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, αλλά διεισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστερους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη Στον διάλογο “Παρμενίδης” του Πλάτωνα, που γράφτηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τον διάλογο “Θεαίτητος” , ο Πλάτων παρουσιάζει ένα διανοητικό “παιχνίδι” αντιπαράθεσης ανάμεσα στον νεαρό και άπειρο ακόμη στην τυπική λογική, Σωκράτη , και τους εκπροσώπους της Ελεατικής σχολής, δηλαδή τον Παρμενίδη και τον μαθητή του Ζήνωνα.