Έρευνες πολλών χρόνων έδειξαν ότι για τους σπουδαστές που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα, τα αποτελέσματα από τα τυποποιημένα tests και άλλες μετρήσεις των ακαδημαϊκών επιδόσεων τείνουν να υπολείπονται εκείνων των πλουσιότερων σπουδαστών.
Μια νέα μελέτη, που έγινε από ερευνητές στο MIT και το Πανεπιστήμιο του Harvard, δίνει μια άλλη διάσταση σε αυτό που αποκαλείται «χάσμα επιδόσεων». Μετά την απεικόνιση των εγκεφάλων σπουδαστών υψηλού και χαμηλού εισοδήματος, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι σπουδαστές υψηλότερου εισοδήματος είχαν παχύτερο εγκεφαλικό φλοιό, σε περιοχές που συνδέονται με την οπτική αντίληψη και τη συσσώρευση γνώσεων. Επιπλέον, οι διαφορές αυτές συσχετίζονται επίσης με μέτρηση της ακαδημαϊκής επίδοσης, της απόδοσης σε τυποποιημένα tests.
«Ακριβώς όπως θα περίμενε κανείς, υπάρχει ένα πραγματικό κόστος στο να μην ζει ένα παιδί σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον. Μπορούμε να το δούμε, αυτό, όχι μόνο στις βαθμολογίες στα tests, στις εκπαιδευτικές επιδόσεις, αλλά και στον εγκέφαλο αυτών των παιδιών», λέει ο John Gabrieli, του MIT, καθηγητής Επιστημών και Τεχνολογίας της Υγείας, καθηγητής του εγκεφάλου και των γνωστικών επιστημών, και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης. «Για μένα, είναι μια πρόσκληση για δράση. Επιβάλλεται να ενισχυθούν οι ευκαιρίες για εκείνους για τους οποίους δεν υπάρχουν αυτές εύκολα στο περιβάλλον τους».
Η μελέτη αυτή δεν εξετάζει τους πιθανούς λόγους για αυτές τις διαφορές στην ανατομία του εγκεφάλου. Ωστόσο, προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι οι σπουδαστές με χαμηλό εισόδημα είναι πιο πιθανό να υποφέρουν από στρες στην πρώιμη παιδική ηλικία, να έχουν πιο περιορισμένη πρόσβαση σε εκπαιδευτικούς πόρους και να έχουν λιγότερη συμμετοχή σε συζητήσεις στην αρχή του βίου τους. Οι παράγοντες αυτοί έχουν όλοι συνδεθεί με τις χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις.
Τα τελευταία χρόνια, το χάσμα επιδόσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ των σπουδαστών με υψηλά και χαμηλά εισοδήματα έχει διευρυνθεί, ακόμη και αν έχουν μειωθεί τα χάσματα στα πλαίσια της φυλής και εθνικότητας, λέει ο Martin West, αναπληρωτής καθηγητής της εκπαίδευσης στο Harvard Graduate School of Education και ένας συγγραφέας της νέας μελέτης.
«Το χάσμα των επιδόσεων των σπουδαστών, όπως μετράται από τις βαθμολογίες σε test, μεταξύ των σπουδαστών χαμηλών και των υψηλών εισοδημάτων, αποτελεί ένα διαδεδομένο και μακροχρόνια υφιστάμενο φαινόμενο στην αμερικανική εκπαίδευση, καθώς και στα εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου. Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον μεταξύ των εκπαιδευτικών και των σχεδιαστών εκπαιδευτικής πολιτικής, να κατανοήσουν τις πηγές αυτών των χασμάτων επιδόσεων, αλλά υπάρχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον για τις πιθανές στρατηγικές για την αντιμετώπισή τους», δήλωσε ο Martin West.
Η Allyson Mackey, μια μεταδιδακτορική στο Ινστιτούτο McGovern για την Έρευνα στον Εγκέφαλο, του ΜΙΤ, είναι η κύρια συντάκτης της εργασίας, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Psychological Science . Άλλοι συγγραφείς είναι η μεταδιδακτορική Amy Finn, η μεταπτυχιακή φοιτήτρια Julia Leonard, ο Drew Jacoby-Senghor, ένας μεταδιδακτορικός στο Columbia Business School και ο Christopher Gabrieli, πρόεδρος της μη κερδοσκοπικής Transforming Education.
Η μελέτη συμπεριέλαβε 58 σπουδαστές, 23 από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος και 35 από τις οικογένειες υψηλότερου εισοδήματος, όλοι ηλικίας 12 ή 13 ετών. Ως σπουδαστές χαμηλού εισοδήματος ορίστηκαν εκείνοι που πληρούν τις προϋποθέσεις για ένα ελεύθερο ή μειωμένης τιμής σχολικό γεύμα. Οι ερευνητές συνέκριναν τα αποτελέσματα των σπουδαστών στο Massachusetts Comprehensive Assessment System (MCAS) με τις εγκεφαλικές απεικονίσεις μιας περιοχής που είναι γνωστή ως φλοιός, που είναι το κλειδί για λειτουργίες όπως η σκέψη, η γλώσσα, η αισθητηριακή αντίληψη και η κινητική εντολή.
Χρησιμοποιώντας απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI), ανακάλυψαν διαφορές στο πάχος των τμημάτων του φλοιού στον κροταφικό και στον ινιακό λοβό, των οποίων η κύριοι ρόλοι είναι η όραση και η αποθήκευση της γνώσης. Οι διαφορές αυτές συσχετίζονται με τις διαφορές στις βαθμολογίες του test και στο οικογενειακό εισόδημα. Στην πραγματικότητα, σε αυτή τη μελέτη βρέθηκε ότι οι διαφορές στο πάχος του φλοιού, σε αυτές τις περιοχές του εγκεφάλου, θα μπορούσαν να εξηγήσουν όσο 44% του εισοδηματικού χάσματος.
Προηγούμενες μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι οι ανατομικές διαφορές του εγκεφάλου σχετίζονται με το εισόδημα, αλλά δεν συνδέουν αυτές τις διαφορές με την ακαδημαϊκή επίδοση. «Μια σειρά από εργαστήρια έχουν αναφέρει διαφορές στις δομές του εγκεφάλου των παιδιών ως συνάρτηση του οικογενειακού εισοδήματος, αλλά αυτή είναι η πρώτη που το σχετίζει με την διακύμανση στις ακαδημαϊκές επιδόσεις», λέει η Kimberly Noble, επίκουρος καθηγήτρια Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο Columbia, που δεν ήταν μέρος της ερευνητικής ομάδας.
Στις περισσότερες άλλες μετρήσεις της ανατομίας του εγκεφάλου, οι ερευνητές βρήκαν μη σημαντικές διαφορές. Το ποσό της λευκής ουσίας (οι δέσμες των αξόνων που συνδέουν διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου) δεν διέφερε, ούτε η συνολική επιφάνεια του εγκεφαλικού φλοιού. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι δομικές διαφορές που βρήκαν δεν είναι απαραίτητα μόνιμες. «Υπάρχουν τόσα ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία ότι οι εγκέφαλοι είναι πολύ εύπλατοι», λέει ο Gabrieli, ο οποίος είναι επίσης μέλος του Ινστιτούτου McGovern. «Τα ευρήματά μας δεν σημαίνουν ότι η περαιτέρω εκπαιδευτική υποστήριξη, υποστήριξη στο σπίτι, όλα αυτά τα πράγματα, δεν θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μεγάλες διαφορές».
Σε μια μελέτη-συνέχεια, οι ερευνητές ελπίζουν να μάθουν περισσότερα για το ποιοι τύποι εκπαιδευτικών προγραμμάτων μπορούν να βοηθήσουν να κλείσει το χάσμα επιδόσεων και, αν είναι δυνατόν, να διερευνήσουν εάν οι παρεμβάσεις αυτές επηρεάζουν επίσης την ανατομία του εγκεφάλου. «Κατά την τελευταία δεκαετία, είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε έναν αυξανόμενο αριθμό των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων που κατάφεραν να έχουν αξιοσημείωτες επιπτώσεις στις ακαδημαϊκές επιδόσεις των σπουδαστών, όπως μετριέται από τυποποιημένα tests», λέει ο West. «Αυτό για το οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε είναι ο βαθμός στον οποίο οι εν λόγω παρεμβάσεις (είτε πρόκειται για φοίτηση σε πολύ υψηλών επιδόσεων μη συμβατικά σχολεία, ή για ανάθεση σε έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό δάσκαλο, ή για συμμετοχή σε ένα υψηλής ποιότητας διδακτικό πρόγραμμα) βελτιώνουν τις βαθμολογίες των tests, αλλάζοντας κάποιες από τις διαφορές στη δομή του εγκεφάλου που έχουμε τεκμηριώσει ή αν είχαν αυτά τα αποτελέσματα με άλλα μέσα».
Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Bill and Melinda Gates Foundation.