Τι παθαίνουν οι “κακοί” μαθητές μέσα στην τάξη και δε συμμετέχουν

Μια εύκολη απάντηση είναι ότι δε διάβασαν το μάθημα ή δεν πρόσεχαν.  Παρακάτω γίνεται αναφορά σε άρθρο που  γράφτηκε από την Nell Keddie   το 1971  και  παραμένει ως τώρα επίκαιρο.   Το άρθρο,  δεν περιορίζεται μόνο στο τι συμβαίνει με τις επιδόσεις των μαθητών στη σχολική  τάξη,  αλλά δείχνει και  τις επιδράσεις της κυρίαρχης γνώσης  σε αυτές.pup

“Οι μαθητές του Α ( άριστα) έχουν την ικανότητα να κάνουν κτήμα τους τα γνωστικά αντικείμενα. Χειρίζονται άνετα αφηρημένες έννοιες και νοητικό υλικό. Όμως οι μαθητές του Γ (καλά)  χρειάζονται μια πιο συγκεκριμένη και οικεία , εμπλουτισμένη με παραδείγματα, ύλη που να είναι βασισμένη στην εμπειρία, να είναι σε κατανοητή γλώσσα για να αφομοιωθεί.”

Η Nell Keddie σε άρθρο της με τίτλο « Classroom Knowledge»  που περιλαμβάνεται στο Young(επιμ) ,Knowledge and control , 1971 σελ.156 υποστηρίζει ότι οι αλλαγές σε αναλυτικά προγράμματα (ώρες διδασκαλίας, τύποι γνωστικών αντικειμένων, ωρολόγιο πρόγραμμα και άλλα), δεν είναι οι κατάλληλες αλλαγές που μπορούν να βοηθήσουν μαθητές με χαμηλές επιδόσεις. Αυτό που πρέπει να αλλάξει κατά την Nell Keddie είναι οι ιεραρχικές κατηγορίες της ικανότητας και της γνώσης που επιβραβεύονται από το σχολείο.  Κατηγορίες βέβαια  που επιβάλλονται από τα αναλυτικά προγράμματα, και το σχολείο είναι υποχρεωμένο να τις αποδεχτεί  για να κρίνει το ποιος μαθητής κατέχει τη γνώση. Η ανανέωση των σχολείων μπορεί να γίνει μόνο αν μεταβληθούν εκ βάθρων οι κατηγορίες  για το τι θεωρείται “γνώση”.

   Πιο αναλυτικά η Keddie μελέτησε ένα  σχολείο σχετικά με τον ορισμό της ικανότητας ενός μαθητή σε συνάρτηση με το χειρισμό της ύλης και της γνώσης σε ορισμένη κατηγορίας ικανότητας. Οι μαθητές του Α ( άριστα) έχουν την ικανότητα να κάνουν κτήμα τους τα γνωστικά αντικείμενα. Χειρίζονται άνετα αφηρημένες έννοιες και νοητικό υλικό. Όμως οι μαθητές του Γ (καλά)  χρειάζονται μια πιο συγκεκριμένη και οικεία , εμπλουτισμένη με παραδείγματα, ύλη που να είναι βασισμένη στην εμπειρία, να είναι σε κατανοητή γλώσσα για να αφομοιωθεί.

      Η Keddie σύμφωνα  με τα παραπάνω αποτελέσματα, που περιγράφηκαν περιληπτικά, κατέληξε ότι οι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να θεωρήσουν ότι οι διαφορές που διαμορφώνονται στις επιδόσεις μεταξύ των μαθητών Α και Γ, σημαίνουν ότι η μία ομάδα είναι καλύτερη από την άλλη. Και επιχειρηματολογώντας πάνω σε αυτή τη θέση αναφέρει ότι οι μαθητές του Α( άριστα)  έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα που τους επιτρέπει να εισέρχονται σε ένα σύστημα σκέψης διαφορετικό από  αυτό της καθημερινότητας. Μπορούν να εργάζονται και να αποδίδουν στο  γνωστικό πλαίσιο που είναι ήδη κατασκευασμένο και εφαρμόζεται στα σχολεία.

       Αυτό το πλαίσιο χαρακτηρίζεται από μια εξειδίκευση της γνώσης σε αντιπαράθεση με την καθημερινή γνώση. Οι οπτικές  ενός  γνωστικού αντικειμένου , άρα και η μορφή των ερωτήσεων κατανόησης που θα υποβληθούν στους μαθητές,  σχετίζονται και οργανώνονται με βάση αυτή την εξειδίκευση. Οι οπτικές όμως που αφορούν την καθημερινή εμπειρία, παραμερίζονται και δεν οργανώνονται ανάλογες ερωτήσεις, στις οποίες οι μαθητές του Γ θα μπορούσαν να ανταποκριθούν.

      Συγκεκριμένα αναφέρει ένα παράδειγμα από τη διδασκαλία της Κοινωνιολογίας , λέγοντας ότι  σε αυτό το μάθημα δεν τίθεται σοβαρός προβληματισμός για θέματα όπως η σκληρότητα και η απανθρωπιά.  Αντιθέτως τα θέματα που θα διερευνηθούν και θα διδαχτούν, θα είναι έξω από τις εμπειρίες των μαθητών, πολλές φορές σε ένα αφηρημένο επίπεδο. Οι μαθητές λοιπόν θα πρέπει να αποδεχτούν ότι στη διδασκαλία μαθημάτων, αυτά που διδάσκονται θα  απέχουν πολύ από την δική τους έως τώρα εμπειρία.

Οι μαθητές λοιπόν του Α, συνεχίζει η Keddie έχουν την ικανότητα να αγνοούν σημαντικά ζητήματα του θέματος που διαπραγματεύονται και τα οποία αφορούν καθημερινές τους εμπειρίες. Δίνουν βάση σε ότι δε προέρχεται από την εμπειρία τους και ενδιαφέρονται για το άμεσο και μεμονωμένο ζήτημα- ερώτημα, έξω από το  συνολικό πλαίσιο .

Οι μαθητές του Γ   αναζητούν περισσότερο το καθημερινό νόημα που αναδύεται από το γνωστικό αντικείμενο που διαπραγματεύεται στη τάξη. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν το βρίσκουν. Για αυτό το λόγο πολλές φορές αμφισβητούν το περιεχόμενο των όσων διδάσκονται, χωρίς να προχωρούν στην κατάθεση διευκρινιστικών ερωτημάτων στην τάξη.

Αποτέλεσμα αυτών είναι οι μαθητές αυτοί να χαρακτηρίζονται ανεπαρκείς να κατανοήσουν τα μαθήματα και οι εκπαιδευτικοί να προσαρμόζουν ανάλογα τις προσδοκίες τους από αυτούς. Προσδοκίες οι οποίες τελικά επιδρούν καθοριστικά στο επίπεδο απόδοσης των μαθητών.

Το καινούριο που μας λέει η Keddie,  είναι ότι το είδος της γνώσης που προσφέρεται στα σχολεία ή καλύτερα “επιβάλλεται”  από τα σχολεία, διαμορφώνει και τις προσδοκίες των εκπαιδευτικών και άρα τις επιδόσεις και το χαρακτηρισμό των μαθητών.

Στοιχεία από το βιβλίο “Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης”, ,David Blackledge, Barry Hunt , Μεταίχμιο

Πηγή