Για τον Αριστοτέλη ή φιλοσοφία σημαίνει μια ριζική διάνοιξη τού κόσμου η τού Είναι και, σαν αναγκαίο αντίβαρο, σημαίνει και την αντοχή των εμφανιζόμενων διαστάσεων. Γιατί και ή φιλοσοφία του δεν είναι φτωχή σε διαστάσεις:…
Πρέπει κανείς νά άσχολείται μέ τή φιλοσοφία, άφού αύτή άποβλέπει στήν άπόκτηση καί τήν ασκηση τής παιδείας. ‘Η παιδεία δμως είναι άπό τά μεγαλύτερα άγαθά. Καί δέν έπιτρέπεται βέβαια γιά νά κερδίσει κανείς χρήματα νά φθάνει ως τήν ακρη τού κόσμου (τίς στήλες τού Ήρακλέους), γιά ν’ άποκτήσει δμως φρόνηση δέν είναι διατεθειμένος νά κουρασθεί καί νά κάνει θυσίες.
Δέν είναι βέβαια διόλου κακό, αν ή φιλοσοφία δέ φαίνεται νά είναι χρήσιμη καί ώφέλιμη. Γιατί έμείς δέν ύποστηρίζουμε δτι είναι ώφέλιμη άλλά άπλώς καλή καί δτι δέν άρμόζει νά τήν προτιμάει κανείς γιά κάτι αλλο παρά μόνο γι’ αύτή τήν ίδια (καθαυτή). Γιατί δπως ταξιδεύουμε γιά νά παρακολουθήσουμε τούς ‘Ολυμπιακούς άγώνες, άκόμα καί δταν δέν έχουμε νά κερδίσουμε τίποτε, γιατί τό ίδιο τό θέαμα τών άγώνων άξίζει πιό πολύ άπό τά χρήματα, — καί δπως παρακολουθούμε τίς θεατρικές παραστάσεις στά Διονύσια, όχι βέβαια μέ τήν πρόθεση νά κερδίσουμε κάτι άπό τούς ηθοποιούς άλλά άντίθετα ξοδευόμαστε άπό πάνω, καί πολλά άλλα θεάματα θά τά προτιμούσαμε άπό τά χρήματα, έτσι πρέπει νά προτιμούμε καί τή θέα τού ούρανού περισσότερο παρά όσα φαίνονται άπλώς χρήσιμα. Δέν έπιτρέπεται, λοιπόν, κανείς νά σκοτώνεται νά πάει νά δεί άνθρώπους πού παίζουν τούς ρόλους γυναικών καί δούλων, ή μονομαχούν καί τρέχουν (καί νά παθαίνεται), καί άπό τί άλλο μέρος νά νομίζει πώς δέν πρέπει νά σπουδάζει τή φύση τών όντων καί τής άλήθειας.
Μόνο οι φιλόσοφοι κατορθώνουν νά φθάσουν σέ μιά εύτυχισμένη ζωή
’Ενθαρρύνει κανείς γενικά τίς άλλες τέχνες καί έπιστήμες, έφόσον αύτούς πού τίς άσκούν τούς τιμάει καί τούς πληρώνει μισθό. Αύτούς δμως πού άσχολούνται μέ τή φιλοσοφία όχι μόνο δέν τούς ένθαρρύνουμε άλλά συχνά τούς έμποδίζουμε.
Γενικά χαρακτηριστικά τού είδήμονος είναι ή ικανότητά του νά μπορεί νά μεταδίδει (διδάσκει) τίς γνώσεις του.
’Επειδή τώρα προσπαθούμε νά όρίσουμε αύτή τή θεωρητική έπιστήμη (δηλ. τή φιλοσοφία), θά έπρεπε νά έρευνήσουμε τό άκόλουθο έρώτημα, τί είδους αΙτίες καί άρχές έχει ώς άντικείμενό της ή έπιστημονική γνώση, πού άποτελεί τό περιεχόμενο τής φιλοσοφίας. Άν πάρουμε τίς συνηθισμένες άντιλήψεις πού εχουμε γιά τό σοφό, ίσως τότε τό πράγμα νά γινόταν εύκολότερα κατανοητό. Πρώτα πρώτα, λοιπόν, νομίζουμε πώς ό σοφός τά ξέρει δλα, δσο είναι δυνατό αύτό, χωρίς ώστόσο νά έχει άκριβή γνώση γιά τό καθένα πράγμα χωριστά. Έπειτα αύτός πού είναι σέ θέση νά καταλαβαίνει τά δύσκολα πράγματα (προβλήματα), πού δέν είναι εύκολο νά τά άντιληφθεί ο οιοσδήποτε ανθρωπος, αύτός είναι έπίσης σοφός. Γιατί ή αισθητηριακή άντίληψη είναι κοινή σέ όλους, γι’ αύτό είναι εύκολη καί δέν άποτελεί καμιά σοφία. ‘Επιπλέον σοφότερο θεωρούμε αύτόν πού μπορεί νά έκθέτει μέ περισσότερη άκρίβεια καί έπαγωγικότερα τίς αιτίες γιά κάθε έπιστήμη• καί άπό τίς έπιστήμες πάλι αύτή πού τήν έπιλέγουμε γι’ αύτή τήν ίδια καί γιά τήν καθαρή γνώση καί όχι γιά τά πρακτικά της ώφελήματα, αύτή θεωρούμε ότι είναι σέ μεγαλύτερο βαθμό σοφία• έπομένως αυτή πού εχει τόν πρώτο λόγο παρά έκείνη πού ύπηρετεί είναι μάλλον σοφία• γιατί βέβαια ο σοφός δέν πρέπει νά δέχεται άλλά νά δίνει έντολές, ούτε αύτός νά ύπακούει σ’ εναν άλλο, άλλά ο λιγότερο σοφός σ’ αύτόν.
Γιά τόν Άριστοτέλη ή φιλοσοφία σημαίνει μιά ριζική διάνοιξη τού κόσμου η τού Είναι καί, σάν άναγκαιο άντίβαρο, σημαίνει καί τήν άντοχή των έμφανιζόμενων διαστάσεων. Γιατί καί ή φιλοσοφία του δέν είναι φτωχή σέ διαστάσεις: Ύπαρξη καί λογική, Ιστορία καί αίωνιότητα, γνώση καί θεώρηση, μερικό καί γενικό, γνώμη καί λόγος, προσωπική εύτυχία καί γενικό καλό, φύση κι έλευθερία. Μάλιστα, άκόμα, ή φύση πρός τήν φύση.
Αυτό πού είσέρχεται στόν εύρύ κόσμο τής φιλοσοφίας είναι κατ’ άρχήν άφετηρία . Καί τό σύστημα, λοιπόν, ό άριστοτελισμός ώς σύστημα μπορει νά κατανοηθεί σάν μιά άκατάλυτη σύνδεση των άρχων. Βέβαια μιά γερά άσφαλισμένη σύνδεση. Όμως καί ή πιό σταθερή σύνδεση είναι μέ τή σειρά της μιά άρχή πού στηρίζει όλόκληρη τή φιλοσοφία, άπό τήν άπορία καί τήν έρώτηση ώς τήν άπόδειξη καί τή διδασκαλία.
Αύτή ή άρχή τής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη είναι ή πεποίθηση, ότι στήν πραγμάτωση τής φιλοσοφικής γνώσης, «ενα είναι» τό προορισμένο νά κυριαρχήσει στόν ανθρωπο θεϊκό πνεύμα καί ό πραγματικός κόσμος• έκεϊνος δηλαδή στόν όποιο ό ανθρωπος μπορει ν’ άναπτύξει, γεματος έπιθυμία, τή δραστηριότητά του καί νά τή διευρύνει καί νά τήν τελειοποιήσει, προσδίδοντας στήν ϋπαρξή του μορφή, χωρίς ώστόσο νά παύσουν οί ανθρωποι νά έρχονται καί νά παρέρχονται αίώνια.
Απόσπασμα από: J.M. Zemb : Αριστοτέλης, Εκδόσεις Νέα Σύνορα