Η θεωρία της σχετικότητας του “Αϊνστάιν”, η οποία αποδεικνύει ότι ο χρόνος και χώρος δεν είναι ξεχωριστοί, αλλά αποτελούν την αλληλεξαρτημένη ενότητα του χωροχρόνου, δεν ισχύει μόνο στην φυσική, όπως φαίνεται, αλλά και στο νου μας. Απλώς και μόνο η σκέψη του παρελθόντος ή του μέλλοντος είναι αρκετή για να κάνει έναν άνθρωπο, ασυναίσθητα, να κινήσει το σώμα του προς τα πίσω ή προς τα εμπρός αντίστοιχα, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Η νέα έρευνα αποτελεί την πρώτη απόδειξη ότι όταν σκεφτόμαστε τον χρόνο, κινούμε και το σώμα μας στον χώρο. Με άλλα λόγια, η αφηρημένη σκέψη, το νοητικό “ταξίδι” στον χρόνο, έχει την υποσυνείδητη δύναμη να κινεί ανάλογα το σώμα ή, εναλλακτικά, το σώμα μας έχει τη δική του “χωροχρονική” γλώσσα.
Η ανακάλυψη έγινε από ερευνητές του πανεπιστημίου του Αμπερντίν στη Σκωτία υπό τον Λίντεν Μάιλς και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Psychological Science” (Ψυχολογική Επιστήμη).
Η ικανότητα του ανθρώπινου νου να “ταξιδεύει” στον χρόνο είναι ένα χαρακτηριστικό που δεν έχουν (κατά τα φαινόμενα) τα άλλα ζώα. Η νέα μελέτη δείχνει ότι ο νους μας αντιλαμβάνεται υποκειμενικά τον χρόνο σαν να είναι στενά συσχετισμένος με τον χώρο, γι’ αυτό το λόγο το σώμα κινείται προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα με την “κατεύθυνση” του χρονικού “ταξιδιού”.
Οι ερευνητές συνέδεσαν αισθητήρες κίνησης σε 20 εθελοντές και τους έβαλαν να σκέφτονται διάφορα πράγματα στο παρελθόν ή το μέλλον. Μετά από μόλις 15 δευτερόλεπτα, όσοι σκέφτονταν το παρελθόν, είχαν κινηθεί κατά μέσο όρο ενάμιση έως δύο χιλιοστά προς τα πίσω, ενώ αντίστροφα όσοι σκέφτονταν για το μέλλον, είχαν γείρει ενστικτωδώς προς τα εμπρός γύρω στα τρία χιλιοστά (άρα η σκέψη για το μέλλον έχει ακόμα μεγαλύτερη επίδραση στο σώμα σε σχέση με τη σκέψη για το παρελθόν).
Οι βρετανοί ψυχολόγοι σχεδιάζουν νέες σχετικές έρευνες σε άλλους πολιτισμούς. Στη Δύση, όπως και στον περισσότερο υπόλοιπο κόσμο, η ανθρώπινη γλώσσα και φαντασία συσχετίζει το μέλλον με αυτό που βρίσκεται μπροστά, ενώ το παρελθόν με αυτό που έχει μείνει πίσω. Όμως σε μερικούς πολιτισμούς, όπως στους Αϊμάρα των Άνδεων στη Νότια Αμερική, συμβαίνει περιέργως το αντίστροφο: τόσο γλωσσικά όσο και νοητικά συνδέουν το μέλλον με το πίσω και το παρελθόν με το μπροστά!
Οι βρετανοί ερευνητές θέλουν να διαπιστώσουν αν αυτοί οι άνθρωποι γέρνουν προς τα πίσω όταν σκέφτονται το μέλλον και προς τα εμπρός όταν σκέφτονται το παρελθόν. Αν αυτό όντως συμβαίνει, τότε θα σημαίνει ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι συνέπεια μάθησης και κοινωνικής επιρροής, μέσα από τον τρόπο που, από τη γέννησή τους, οι άνθρωποι μαθαίνουν να μιλάνε και να συσχετίζουν τον χρόνο με τον χώρο.
Έρευνες αυτού του είδους ανήκουν σε ένα σύγχρονο ρεύμα ψυχολογίας, το οποίο μελετά τον τρόπο που το σώμα ενσωματώνει και “βιώνει” διάφορες αφηρημένες έννοιες και σκέψεις. Για παράδειγμα, μια πρόσφατη έρευνα ολλανδών ερευνητών του πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, υπό τον δρα Νιλς Τζόστμαν, έδειξε ότι το βάρος του ίδιου βιβλίου γίνεται με διαφορετικό τρόπο αντιληπτό, ανάλογα με την αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι γι’ αυτό. Όπως έδειξε το σχετικό πείραμα με εθελοντές φοιτητές, σε όσους είχε ειπωθεί ότι το βιβλίο είχε ζωτική σημασία για τις σπουδές τους, το ένιωθαν πιο βαρύ, ενώ σε όσους είχε ειπωθεί ότι το βιβλίο είχε δευτερεύουσα σημασία, το βιβλίο φαινόταν ελαφρύτερο.
Σε ένα άλλο πείραμα, σχετικά με την διαφορετική αντίληψη της θερμοκρασίας ενός χώρου ανάλογα με την ψυχική διάθεση καθενός, όσοι σκέφτονταν δυσάρεστα πράγματα από το παρελθόν τους (π.χ. μια επώδυνη απόρριψή τους από άλλους ανθρώπους) εκτιμούσαν το ίδιο δωμάτιό ότι ήταν κατά μέσο όρο πέντε βαθμούς Κελσίου ψυχρότερο σε σχέση με όσους σκέφτονταν ευχάριστα πράγματα. Άρα η μοναξιά και η “παγωμάρα” δεν έχουν μόνο μεταφορική, αλλά και κυριολεκτική σημασία.
ΑΠΕ