Για τις γυναίκες, αυτή είναι μια αξέχαστη είδηση. Αν όμως είστε άνδρας, πιθανώς θα θελήσετε να ξεχάσετε τη νεώτερη ετυμηγορία για τη… μάχη των δύο φύλων. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η γυναικεία μνήμη είναι πιο δυνατή από την ανδρική. Είναι επίσης πιθανότερο να βελτιωθεί με το πέρασμα του χρόνου, ενώ η ανδρική φθίνει…
Το εύρημα προέρχεται από τη μελέτη 10.000 μεσήλικων ανδρών και γυναικών ηλικίας 52 ετών, οι οποίοι συμμετέχουν από την ημέρα που γεννήθηκαν (όλοι έχουν γεννηθεί την ίδια εβδομάδα του 1958) σε βρετανική μελέτη της υγείας, της εκπαίδευσης και των σχέσεων (ονομάζεται μελέτη NCDS). Όταν οι εθελοντές έγιναν 50 ετών, οι ερευνητές από το Κέντρο Μακροχρόνιων Μελετών (CLS) του Πανεπιστημίου τούς ζήτησαν να υποβληθούν σε διάφορα τεστ.
Στο πρώτο, άκουσαν δέκα καθημερινές λέξεις και στη συνέχεια είχαν δύο λεπτά στη διάθεσή τους για να θυμηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες. Στη συνέχεια, έκαναν διάλειμμα για πέντε λεπτά και τους ζητήθηκε να ξαναπούν τις λέξεις. Και στις δύο περιπτώσεις, οι γυναίκες απέδωσαν καλύτερα, καθώς ήταν κατά 5% καλύτερες στην πρώτη και κατά 8% στη δεύτερη.
Οι γυναίκες ήταν επίσης πιο γρήγορες σε ένα τεστ, κατά το οποίο έπρεπε να εντοπίσουν δύο συγκεκριμένα σύμβολα σε ένα σύνολο σκόρπιων γραμμάτων. Σε άλλο τεστ, πάντως, στο οποίο έπρεπε να πουν μέσα σε ένα λεπτό όσο το δυνατόν περισσότερα είδη ζώων, άνδρες και γυναίκες είχαν τις ίδιες επιδόσεις (είπαν κατά μέσο όρο 22).
Οι διαφορές στην αντίληψη, την αντίδραση και τη μνήμη μεταξύ των δύο φύλων, δεν φάνηκε να επηρεάζονται στο ελάχιστο από την κατάσταση της υγείας των εθελοντών ή το μορφωτικό τους επίπεδο.
Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που αξιολογεί τη μνήμη τόσο πολλών ενηλίκων. Όπως σημειώνουν η καθηγήτρια Τζέιν Έλιοτ, διευθύντρια του CLS, και οι συνεργάτες της, δεν είναι ξεκάθαρο γιατί η γυναικεία μνήμη υπερτερεί της ανδρικής, αλλά δεν αποκλείεται να παίζει ρόλο η γυναικεία ορμόνη του φύλου, τα οιστρογόνα.
«Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι αναλύοντας τα ευρήματά μας, λάβαμε υπ’ όψιν διάφορους παράγοντες που θα μπορούσαν να τα επηρεάζουν, όπως το αν οι εθελοντές ήταν καπνιστές, αν και πόσο αλκοόλ κατανάλωναν, καθώς και το επάγγελμά τους», λέει η δρ Έλιοτ. «Κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν φάνηκε να παίζει ρόλο, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι διαφορές στη μνήμη έχουν βιολογική βάση».
Η δρ Έλιοτ τόνισε ότι οι διαφορές που παρατηρήθηκαν δεν είναι τεράστιες, αλλά «είναι υπαρκτές και προφανώς έχουν κάποια βιολογική αιτία».
Η θεωρία ότι πίσω από αυτές τις διαφορές κρύβονται τα οιστρογόνα έχει τις ρίζες της σε αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε πέρυσι και έδειξε ότι η μνήμη των γυναικών φθίνει όταν διαταράσσονται τα επίπεδα των οιστρογόνων κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης, ενώ αργότερα όταν αυτά σταθεροποιούνται, η μνήμη επανέρχεται.
Επειδή όμως οι γυναίκες της νέας μελέτης πλησίαζαν είτε βρίσκονταν ήδη στην εμμηνόπαυση, δεν αποκλείεται να είναι πολύ μεγαλύτερο το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στις άλλες ηλικιακές ομάδες. Στην πραγματικότητα, η δρ Έλιοτ εκτιμά ότι «στις μεγαλύτερες ηλικίες, η γυναικεία μνήμη λογικά θα είναι πολύ καλύτερη από την ανδρική». Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα αναμένεται να δώσει σε λίγα χρόνια η εκ νέου υποβολή των εθελοντών στα τεστ μνήμης.
Πηγή: http://www.tanea.gr