Ποιο είναι το μυστικό της ευτυχίας;

Ποιο είναι το μυστικό της ευτυχίας; Είναι δυνατόν, όταν έχεις μπροστά σου μια ομάδα από εικοσάρηδες, να προφητέψεις ποιος θα ζήσει πολλά χρόνια υγιής και ποιος θα πεθάνει σύντομα βασανισμένος; Εδώ και 72 χρόνια, το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ προσπαθεί να δώσει απάντηση σ΄ αυτές τις πολύπλοκες ερωτήσεις.

Η Έρευνα Γκραντ είναι η πιο μακροχρόνια έρευνα του είδους που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα. Η απάντηση που προσφέρουν οι ερευνητές είναι πολύ απλή: η ευτυχία είναι αγάπη. Μόνον όποιος αγαπάει και αγαπιέται, όχι μόνον από τον/την σύντροφο, αλλά και από γονείς, φίλους, αδέλφια, μπορεί να είναι ευτυχής και να φιλοδοξεί ότι θα έχει μια γαλήνια ζωή.

Την έρευνα άρχισε το 1938 στο Χάρβαρντ ο ψυχίατρος Άρλι Μποκ. Την ονόμασε Έρευνα Γκραντ από το όνομα του πάμπλουτου χορηγού του, του μεγιστάνα των μεγάλων καταστημάτων Ουίλιαμ Τόμας Γκραντ. Για να μελετήσει το μυστικό της ευτυχίας και την εξέλιξή της μέσα στις διάφορες φάσεις της ζωής, ο Μποκ επέλεξε 268 από τους πιο ευφυείς, φιλόδοξους και προνομιούχους φοιτητές του Χάρβαρντ. Παρακολούθησε τη σταδιοδρομία τους, τους γάμους, τα διαζύγια, τις αρρώστιες τους, έως τον θάνατό τους. Από αυτούς, τέσσερις έγιναν γερουσιαστές, ένας υπουργός, οι περισσότεροι επικεφαλής επιχειρήσεων. Υπήρξε επίσης ένας πρόεδρος- ο Τζων Κέννεντυ, ο φάκελος του οποίου όμως δεν θα ανοίξει έως το 2040-, ένας μεγάλος δημοσιογράφος- ο Μπεν Μπράντλι, διευθυντής της «Ουάσιγκτον Ποστ» την εποχή του Γουότεργκεϊτ- και ένας διάσημος συγγραφέας, ίσως ο Νόρμαν Μέιλερ.

Αντιφατικά πορίσματα

Όμως τα ονόματα των περισσοτέρων παραμένουν απόρρητα χάρη στον νόμο για την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Ο Τζόσουα Γουλφ Σενκ, ο πρώτος δημοσιογράφος που είδε τα αρχεία της Έρευνας Γκραντ, υποχρεώθηκε να αποκρύψει την ταυτότητα των προσώπων στο πολυσέλιδο άρθρο που δημοσίευσε για το θέμα στην επιθεώρηση «Τhe Αtlantic». Όμως ο Σενκ αποκαλύπτει τα περίπλοκα και συχνά αντιφατικά πορίσματα του Τζορτζ Βάιλαντ, του 74χρονου ψυχίατρου του Χάρβαρντ που διευθύνει την Έρευνα Γκραντ εδώ και 30 χρόνια, όταν πολλοί από τους ευέλπιδες νέους της είχαν ήδη πάρει τον κακό δρόμο. Η μεθοδολογία της έρευνας ήταν αυστηρή. Χάρη σε γενναίες ομοσπονδιακές και ιδιωτικές χορηγίες, κάθε δύο χρόνια ο Βάιλαντ ζητούσε από τους συμμετέχοντες να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις σχετικές με τη σωματική και την ψυχική υγεία τους, τα παιδιά τους, την ποιότητα του γάμου τους, τη σταδιοδρομία τους, τις αρρώστιες που πέρασαν. Κάθε πέντε χρόνια τους υπέβαλλε σε τσεκαπ. Και κάθε 15 χρόνια οι συμμετέχοντες έπρεπε να δίνουν συνεντεύξεις όπου απαντούσαν σε ερωτήσεις προσωπικού χαρακτήρα για κάθε πλευρά της ζωής τους.

Τα συμπεράσματα του Βάιλαντ είναι συμβολικά: «Η φιλία, η αγάπη και οι καλές σχέσεις με τα αδέλφια και τους γονείς είναι το αληθινό κλειδί της ευτυχίας», τονίζει. «Η ευτυχία είναι αγάπη. Τελεία και παύλα». Ο Σενκ είναι λιγότερο κατηγορηματικός: «Η έρευνα άρχισε προτείνοντας να βάλει τις ζωές αυτών των προσώπων κάτω από το μικροσκόπιο», γράφει στην «Αtlantic». «Στο τέλος όμως αυτές οι ζωές ήταν υπερβολικά παράξενες και υπερβολικά πλούσιες σε αποχρώσεις και αντιφάσεις για να μπορεί να τους βάλει κανείς μια ετικέτα».

«Δεν αντιπροσωπεύει την αμερικανική κοινωνία»

Ο Μπεν Μπράντλυ, ο μυθικός διευθυντής της «Ουάσιγκτον Ποστ» την εποχή που η εφημερίδα αποκάλυπτε το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, άρχισε να συμμετέχει στην Έρευνα Γκραντ όταν ήταν 19 χρονών και σήμερα είναι 87. Μετά τον πρόεδρο Τζων Φιτζέραλντ Κέννεντυ, ήταν ίσως το πιο διάσημο «πειραματόζωο» στην έρευνα.

«Πιστεύω ότι η Έρευνα Γκραντ έχει όρια τα οποία δεν μπορεί να υπερβεί», λέει σήμερα.

«Το Χάρβαρντ, όπου πραγματοποιήθηκε, ήταν τότε ένα πανεπιστήμιο αποκλειστικά για πολύ πλούσιους λευκούς. Το ελάττωμα της έρευνας είναι ακριβώς ότι απέκλεισε τις γυναίκες, τους φτωχούς και γενικά τις μειονότητες. Με λίγα λόγια δεν αντιπροσωπεύει την αληθινή αμερικανική κοινωνία, αλλά τις πολιτιστικά και κοινωνικά πιο προνομιούχες τάξεις της… Φαίνεται πάντως ότι σε τελική ανάλυση δεν είμαστε διαφορετικοί απ΄ όλους τους άλλους. Η αμερικανική ελίτ υπέφερε εξίσου από κατάθλιψη, νευρικές κρίσεις και αλκοολισμό με τον υπόλοιπο πληθυσμό».

«Συμμερίζομαι πλήρως τη θέση του ιδιοφυούς Βάιλαντ ότι η αγάπη και η φιλία είναι το κλειδί της ευτυχίας και της μακροβιότητας», τονίζει επίσης ο Μπεν Μπράντλι. Και αν γύριζε πίσω, θα συμμετείχε και πάλι στην έρευνα, «μολονότι το κόστος υπήρξε υψηλό: εισέβαλαν στην ιδιωτική ζωή μου, πήραν συνεντεύξεις από τις συζύγους μου, τα παιδιά και τους φίλους μου. Η έρευνα άρχισε όταν ήμουν 19 χρονών και δεν έχει τελειώσει ακόμη. Πέρυσι μου ζήτησαν να συμπληρώσω το νιοστό ερωτηματολόγιο…».