Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Emile Durkheim επέλεξε έναν ελληνικό όρο για να περιγράψει μία νέα κοινωνική κατάσταση στη δυτική Ευρώπη, αυτόν της ανομίας (anomie). Σύμφωνα με τον Γάλλο κοινωνιολόγο Ντιρκέμ, σε καταστάσεις ανομίας εκλείπουν οι σαφείς ρυθμίσεις, οι κανόνες και τα πρότυπα που καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας.
Οι πολίτες δυσκολεύονται να συμμορφωθούν με κανόνες τους οποίους κρίνουν ανίσχυρους και ως συνέπεια αυτού αισθάνονται αποπροσανατολισμένοι και διακατέχονται από άγχος. Κατά τον Ντιρκέμ, η ανομία γίνεται ένας από τους παράγοντες που εξηγούν την αυτοκτονική τάση των ανθρώπων.[1]
Ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στην έννοια της ανομίας στις σύγχρονες κοινωνίες, περιγράφοντας το φαινόμενο της ανομικής αυτοκτονίας. Αναφέρει λοιπόν ότι όσο πιο χαλαρή είναι η κοινωνική αλληλεγγύη και η κοινωνική συνείδηση τόσο τα ποσοστά αυτοκτονίας αυξάνονται.
Οι έντονες κοινωνικές αναταραχές, οι συνεχείς κρίσεις κυρίως σε οικονομικό επίπεδο μπορούν να προκαλέσουν το φαινόμενο της κοινωνικής ανομίας, το οποίο εμφανίζεται με κρίση αξιών και επηρεάζει τις σχέσεις των ατόμων τόσο σε οικογενειακό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Αυτή η δυσλειτουργία μπορεί να οδηγήσει ορισμένα άτομα σε αυτοκτονία.[2]
Η Δομική ανομία είναι έννοια που χρησιμοποιεί ο κοινωνιολόγος Robert Merton προκειμένου να περιγράψει και να εξηγήσει την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Πρόκειται για την ένταση που προκαλείται στο άτομο όταν οι παραδεδεγμένοι κανόνες συγκρούονται με την κοινωνική πραγματικότητα. Ο Robert Merton αναπτύσσει τέσσερις εκδοχές της ανομίας:
-
Αρχικά η ανομία ορίζεται ως μία ρήξη των κοινωνικών κανόνων που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά του ατόμου και κατ’ επέκταση οδηγεί στη διασάλευση της κοινωνικής συνοχής. Η εμφάνιση της ανομίας συνεπάγεται την έκπτωση της σημασίας που αποδίδει το άτομο στους θεσμοθετημένους κανόνες και τις κοινωνικά συμβατές μορφές συμπεριφοράς. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα μέλη της ίδιας κοινωνίας να μη μοιράζονται την ίδια αίσθηση για το τί είναι σωστό και τί δεν είναι, τί πρέπει και τί δεν πρέπει.
-
Η δεύτερη εκδοχή της ανομίας αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στις νόρμες και τις αξίες που ρυθμίζουν την ίδια μορφή συμπεριφοράς. Οι κανόνες-νόρμες μπορεί να είναι σύμφωνες με τις αξίες στην περίπτωση που η συμπεριφορά βοηθάει στην κατάκτηση του στόχου.
-
Αντίθετα, οι κανόνες δε συμβαδίζουν με τις αξίες όταν η οριζόμενη συμπεριφορά δεν εξυπηρετεί στην επίτευξη των στόχων ή ακόμη χειρότερα παρεμποδίζει την επίτευξή τους. Η εκδοχή αυτή της ανομίας αναφέρεται στη διάσταση ανάμεσα στο θεσμικό κατασκεύασμα και στο κατασκεύασμα των ευκαιριών. Η ανομία αυτή εμφανίζεται όταν υπάρχει δυσλειτουργικότητα ανάμεσα στους πολιτισμικούς κανόνες και στόχους και στις κοινωνικά κατασκευασμένες ικανότητες των μελών της κοινωνίας να δράσουν σε συμφωνία με αυτούς. Η πρόσβαση των ατόμων στη χρησιμοποίηση κοινωνικά συμβατών μέσων θα καθορίσει την πρόκληση ή μη της ανομίας.
-
Η τέταρτη μορφή ανομίας γεννιέται μέσα από τη σχέση ανάμεσα στο κατασκεύασμα των νορμών και σ’ αυτό των ιδεών. Μιλώντας για ιδέες αναφερόμαστε στις πεποιθήσεις του υποκειμένου για τις νόρμες και τις αξίες, τους ρόλους και τους θεσμούς.
Έτσι, προκύπτουν δύο μορφές αντίδρασης:
1. αυτοί που πραγματικά υιοθετούν συγκεκριμένα πιστεύω και
2. αυτοί που δεν το κάνουν (αν και υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα άτομα αυτά τηρούν τις δεδομένες αρχές μόνον όταν εκτίθενται δημόσια ή μετέχουν σε τελετές). Αυτό το είδος ανομίας, λοιπόν, εμφανίζεται καθώς μεγάλος αριθμός ανθρώπων αρχίζει να αποξενώνεται από την κοινωνία, η οποία τους υπόσχεται στην αρχή αυτό που στη συνέχεια τους αρνείται στην πραγματικότητα. Τότε η παραίτηση από την υποταγή στην καθεστηκυία τάξη είναι αυτό που στο τέλος ονομάζουμε ανομία.[3]
[1] Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, Emile D. Durkheim
[2] Social Structure and Anomie, Merton
[3] Τα «γιατί» της γενικευμένης κοινωνικής ανομίας, Πάρις Τσάρτας