Σαν σήμερα 6 Ιουλίου 1893 «έφυγε» ο δημιουργός του Φιλαράκου, Γκυ ντε Μωπασσάν, της νατουραλιστικής σχολής, που θεωρείται ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος της Γαλλίας. Κυριάρχησε στα γαλλικά γράμματα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Αν και πέθανε μόλις στα 43 χρόνια του, πρόλαβε να αφήσει πίσω του περί τα τριακόσια διηγήματα, έξι νουβέλες, τρεις ταξιδιωτικούς οδηγούς και ένα βιβλίο ποίησης! Κι όλα αυτά τα έγραψε στον ελεύθερο χρόνο του, καθώς πέρα από τη δουλειά του σε Υπουργείο, έδινε και κείμενα σε εφημερίδες.
Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τον χωρισμό των γονέων του. Έμεινε ως τα δεκατρία του με τη μητέρα του, στην οποία ήταν αφοσιωμένος, και έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τον πατέρα του (που προβάλλονται σε πολλά από τα έργα του) παρά την κάθε είδους βοήθεια που έπαιρνε από αυτόν.
Η μητέρα του θα του μεταδώσει την αγάπη για τη λογοτεχνία, θα καλλιεργήσει τη φαντασία του και μετά τον θάνατό του θα παραμείνει πιστή φύλακας του έργου του. Από τον πατέρα του ο Μοπασάν θα πάρει την τρέλα των αισθήσεων και τη μοναχική, ακόρεστη σεξουαλικότητα.
Η μητέρα του ήταν γνώριμη του Φλωμπέρ, ο οποίος ανέλαβε τη λογοτεχνική αγωγή του. Στο σπίτι του Φλωμπέρ ο Μωπασσάν γνώρισε τον Ζολά, τον Τουργκένιεφ, τον Εντμόν ντε Γκονκούρ και τον Χένρυ Τζαίημς.
Μεταξύ 1880 και 1890 δημοσίευσε 300 διηγήματα, τρία ταξιδιωτικά, μια ποιητική συλλογή και έξι μυθιστορήματα, με γνωστότερο το Bel-Ami (Ο Φιλαράκος). Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, ο Μωπασσάν ταύτιζε τον εαυτό του με τον ασυνείδητο και αρριβίστα ήρωα του έργου του — ή τουλάχιστον θα ήθελε να ταυτιστεί.
Είχε πια μεγάλη οικονομική άνεση, άρχισε τα ταξίδια και αγόρασε θαλαμηγό την οποία ονόμασε «Bel-Ami». Οι σχέσεις του με τις γυναίκες έφταναν στα όρια της ερωτομανίας. Τακτικός θαμώνας των οίκων ανοχής (που περιγράφονται στηνΜπάλα από λίπος και αλλού), άρχισε μετά την επιτυχία του να συναναστρέφεται τις εταίρες της εποχής, τις λεγόμενες horizontales, και προχώρησε σε κυρίες της υψηλής κοινωνίας.
Αλλά από τα 20 χρόνια του έπασχε από σύφιλη. Ίσως η ασθένεια να οφειλόταν στην σεξουαλική του ασυδοσία. Αλλά, το γεγονός ότι και αδελφός του έπασχε και πέθανε από αυτή, δείχνει ότι μάλλον ήταν κληρονομική. Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1880, τόσο τα συμπτώματα γίνονταν εντονότερα, ιδιαίτερα στον ψυχολογικό τομέα, με χαρακτηριστικότερο τη μανία μετακίνησης από το ένα μέρος της Γαλλίας στο άλλο. Ενδεικτικό της κατάστασης πανικού που τον διακατείχε και προφητικό ήταν το διήγημά του Le Horla. Έντονος άλλωστε ήταν ο πεσιμισμός του και φανερή η επίδραση του Σοπενχάουερ.
Το 1889 ο αδελφός του πέθανε σε άσυλο ψυχοπαθών. Η λύπη του Μωπασσάν και ο τρόμος για την δική του μοίρα επιδείνωσαν την κατάστασή του. Το 1892 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει και το τρίτο στάδιο της σύφιλης εκδηλώνεται με ρευματισμούς, ημικρανίες, κρίσεις παράνοιας και κόπωση. Μεταμορφώνεται σε γενική παράλυση και τρέλα ως τον θάνατό του στις 6 Ιουλίου 1893 σε μια ψυχιατρική κλινική, όπου και πέθανε στα 43 του χρόνια.
Από τις εμπειρίες του στη δημοσιογραφία ξεπήδησε η ιστορία του «Φιλαράκου», του περίφημου «Bel Ami». Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1885 (εν μέσω της πιο επιτυχημένης –οικονομικά και καλλιτεχνικά – δεκαετίας της συγγραφικής καριέρας του) και έκανε τριάντα επτά ανατυπώσεις μέσα σε μόλις τέσσερις μήνες!
Ο Φιλαράκος
Πρόκειται για ένα κλασικό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί αφού ο Μωπασάν είναι μετρ της ανατομίας της ανθρώπινης ψυχής. Έργο διαχρονικό που κλείνει μέσα του την απογείωση του υλικού πολιτισμού και τα συμπτώματα παρακμής που θα σημάνουν το τέλος της γαλλικής ακμάζουσας αστικής τάξης του 19ου αιώνα. Γράφει ο συγγραφέας: Πού τις ξετρύπωσαν αυτές τις φιλολογικές μούμιες; Πάντα οι νεόπλουτοι μαζεύουν τα ναυάγια της αριστοκρατίας. Απολαυστικό και επίκαιρο ανάγνωσμα που σε κάνει να γελάς και να σκέφτεσαι το σήμερα εξαιτίας της διαχρονικής γραφής του Γκυ ντε Μωπασάν
Ο Φιλαράκος είναι ο Ζορζ Ντιρουά, όμορφος νέος από το χωριό Καντελέ (όπου είχε το εξοχικό του ο Φλωμπέρ) με πέραση στις γυναίκες, ο οποίος βρίσκεται στο Παρίσι μόλις λίγους μήνες, κυνηγώντας μια ευκαιρία για να ανέβει στη ζωή. Η τυχαία συνάντησή του με τον Φορεστιέ, παλιό φίλο του και νυν πολιτικό συντάκτη στην μικρή εφημερίδα «Γαλλική Ζωή», θα αποτελέσει την είσοδό του στη δημοσιογραφία. Από εκεί και πέρα, θα ακολουθήσει έναν ξέφρενο δρόμο προς την κορυφή του Παρισιού, στη διάρκεια του οποίου θα περάσει από την αγκαλιά της μιας παντρεμένης γυναίκας στην επόμενη, ενώ ταυτόχρονα θα ελίσσεται στο παρασκήνιο της πολιτικής ζωής της Γαλλιάς που βράζει με το θέμα της Αλγερίας. Το κίνητρο του θα είναι πάντα η επόμενη γυναίκα, τα περισσότερα χρήματα, το μεγαλύτερο κύρος. Κανένα εμπόδιο δεν επαρκεί για να εμποδίσει αυτόν τον αριβίστα. Αλλά σε ένα Παρίσι που κυριαρχείται από τους φαύλους και λατρεύει την γυαλιστερή επιφάνεια, ο Φιλαράκος, ο χωριάτης που ανεβαίνει ταχύτατα τα σκαλιά της ζωής δεν μπορεί να κατηγορηθεί από κανέναν, αφού όλοι αυτό κάνουν: η καπατσοσύνη και η άγρια φιλοδοξία του αναγνωρίζονται ως προτερήματα και η τελική επιτυχία του ως ο απόλυτος στόχος ζωής.
Παράλληλα με τους έρωτες και τις δολοπλοκίες του Ντιρουά, ο Μωπασάν αναπτύσσει με μαεστρία πολλά θέματα. Σκιαγραφεί έξοχα την πραγματικότητα της ζωής της εφημερίδας, την οποία γνωρίζει σε βάθος από πρώτο χέρι: ο δαιμόνιος Εβραίος ιδιοκτήτης που συντηρεί την εφημερίδα για να πετυχαίνει τους άλλους επαγγελματικούς στόχους του, οι πολιτικοί που χρησιμοποιούν την εφημερίδα για τους δικούς τους σκοπούς, η πάλη για ισχύ των δημοσιογράφων, η πορεία του Φιλαράκου από το παιδί για τα θελήματα στην θέση του πολιτικού συντάκτη, ο ανταγωνισμός των εφημερίδων και η καταξίωση της «Γαλλικής ζωής». Καθόλου τυχαία, στο πρωτότυπο υπάρχουν τα ονόματα δύο υπαρκτών δημοσιογράφων της εποχής, στους οποίους προφανώς έχει βασίσει τους ήρωές του.
Ταυτόχρονα, ο Μωπασάν αναλύει την τρέχουσα επικαιρότητα που δεν είναι άλλη από την επερχόμενη επιβολή της Γαλλίας κατά της Αλγερίας, θέμα με το οποίο ήταν παθιασμένος, καθώς είχε καλύψει τα γεγονότα ως απεσταλμένος εφημερίδας. Δεν φείδεται ειρωνείας και μπρίου στην περιγραφή της ζωής της υψηλής κοινωνίας του Παρισιού (ειδικά στην ξεκαρδιστική σκηνή του εράνου), ενώ με το καταπληκτικό βλέμμα του συλλαμβάνει την γυναικεία ψυχολογία: οι τέσσερις κεντρικές γυναικείες φιγούρες αναπνέουν πραγματικά μέσα στο κείμενο. Σε συνδυασμό με τα ορόσημα της πόλης στα οποία διαδραματίζονται οι πράξεις του έργου (εστιατόρια, λεωφόροι, κλπ), έχουμε εδώ μια ζωντανή αναπαράσταση του Παρισιού την εποχή λίγο πριν την ανέγερση του Πύργου του Άιφελ.