Έργο της ύστερης περιόδου του Τολστόι, «Ο Αλιόσα το Τσουκάλι» (1905) σκιαγραφεί ένα χαρακτήρα, ο οποίος αντιπροσωπεύει πλήρως μιαν ιδιότητα. Μολονότι ο χρόνος της ιστορίας καλύπτει τη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής, η αφήγηση καταγράφει ελάχιστα στοιχεία εξέλιξης ή αλλαγής. Ολόκληρη η ζωή ενός ανθρώπου συνοψίζεται έτσι στη χαρακτηρολογική του ιδιαιτερότητα και συμπυκνώνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δημιουργεί την εντύπωση ενός μονάχα περιστατικού.
Η τεχνική αυτή ταιριάζει εξαιρετικά στην περίπτωση του συγκεκριμένου διηγήματος, καθώς η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον Αλιόσα (και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη φυσική του ενεργητικότητα) είναι η παθητική υπακοή. Η αναιμική πλοκή παρουσιάζεται έτσι οργανικά δεμένη με το θέμα του διηγήματος και υποστηρίζει με απαράμιλλη συναισθηματική δύναμη την πρόθεση του Τολστόι – που δεν είναι τόσο η κοινωνική καταγγελία, όσο η προβολή ενός βάσιμου ηθικού προτύπου.
Η παθητικότητα του Αλιόσα αντιπαραβάλλεται με την υπερτροφική ιδιοτέλεια εκείνων που τον περιβάλλουν και αναδεικνύεται ως πρότυπο αρετής. Η σύντομη ζωή του πρωταγωνιστή του διηγήματος, μια ζωή που χαρακτηρίζεται από την απουσία στοιχειώδους φροντίδας και συντελείται στο περιθώριο της ζωής των άλλων, παρουσιάζεται στα μάτια του αναγνώστη ως πλήρης, συνεπής προς βασικές ανθρώπινες αξίες και, κατά παράδοξο τρόπο, ευτυχής (ο Αλιόσα ουδέποτε παραπονιέται).
Το παράδοξο αυτό αποτέλεσμα, η πειστική απεικόνιση της ακραίας στέρησης ως ευτυχίας, είναι προϊόν της μεθόδου του συγγραφέα. Μέσω του Αλιόσα, ο Τολστόι παρουσιάζει τον άνθρωπο στην κατάσταση του οικόσιτου ζώου. Ο πρωταγωνιστής του διηγήματος αισθάνεται, αντιλαμβάνεται, δρα, χρησιμοποιείται, ζει και πεθαίνει ακριβώς όπως ένα φιλότιμο και αγαθό ζώο, που υπάρχει για να υπηρετεί αδιαμαρτύρητα τον άνθρωπο (π.χ. ένα άλογο). Μέσω αυτής της ανομολόγητης αλλά ισχυρής ταύτισης, ο Τολστόι υποβάλλει την πεποίθηση ότι βάσιμες ανθρώπινες αξίες μπορούν να εντοπιστούν μονάχα έξω από την κοινωνία των ανθρώπων, στον φυσικό κόσμο (και μάλιστα στα όντα που κατεξοχήν υφίστανται την ανθρώπινη αγριότητα). Η δυσαρμονία του Αλιόσα με τον κόσμο των ανθρώπων, η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί και ως συνέπεια κάποιας μορφής παθολογικής υστέρησης, ερμηνεύεται έτσι ως απόρροια της απόλυτης αρμονίας του με τον ηθικά ανώτερο κόσμο της φύσης. Μέσω αυτής της αντιστροφής, η στερημένη ζωή του πρωταγωνιστή του διηγήματος, μια ζωή που συνοψίζεται στην παραίτηση από κάθε μορφή διεκδίκησης ή αξίωσης, ακόμα και της ίδιας της ζωής, φανερώνεται ως κατάσταση πραγματικής (δηλαδή: φυσικής) αγιοσύνης.
Ο ΑΛΙΟΣΑ ήταν ο μικρότερος αδερφός. Τον φώναζαν Τσουκάλι γιατί η μάνα του τον έστειλε κάποτε να πάει ένα τσουκάλι γάλα στη γυναίκα του διάκου κι αυτός σκόνταψε κι έσπασε το τσουκάλι. Η μάνα του τον έδειρε και τα παιδιά άρχισαν να τον πειράζουν «Τσουκάλι». Του ’μεινε από τότε το παρατσούκλι «ο Αλιόσα το Τσουκάλι».
Ο Αλιόσα ήταν αχαμνός, ξερακιανός, αυτιάς, τ’ αυτιά του πετούσαν σαν φτερούγες κι η μύτη του ήταν μεγάλη. Τα παιδιά τον κορόιδευαν: «Του Αλιόσα η μύτη ξεχωρίζει σαν την καλαμιά στον κάμπο». Το χωριό είχε σχολείο, όμως ο Αλιόσα δεν έπαιρνε τα γράμματα και δεν είχε και χρόνο για μαθήματα. Ο μεγάλος του αδερφός έμενε και δούλευε σ’ έναν έμπορο στην πόλη κι ο Αλιόσα από πολύ μικρός άρχισε να βοηθά τον πατέρα του. Ήταν έξι χρονών και με την αδερφούλα του έβγαζε στη βοσκή τα πρόβατα και την αγελάδα κι ήταν ακόμη αγοράκι όταν άρχισε να φυλάγει τ’ άλογα μέρα και νύχτα. Από δώδεκα χρονών όργωνε και κουβαλούσε πράγματα με το κάρο. Δεν ήταν δυνατός, ήταν όμως επιδέξιος. Πάντα ήταν εύθυμος. Τα παιδιά γελούσαν μαζί του· κι αυτός πότε γελούσε πότε σώπαινε. Όταν ο πατέρας του τον μάλωνε, αυτός σώπαινε κι άκουγε. Κι όταν τελείωνε το μάλωμα, χαμογελούσε και ξανάπιανε τη δουλειά που ’χε μόλις αφήσει.
Ο Αλιόσα ήταν δεκαεννέα χρονών όταν πήραν στρατιώτη τον αδερφό του. Κι ο πατέρας του τον έβαλε να δουλέψει στη θέση του αδερφού του, εργάτης στον έμπορο. Δώσαν στον Αλιόσα τις παλιές μπότες του αδερφού του, το καπέλο και το πανωφόρι του πατέρα και τον πήγαν στην πόλη. Ο Αλιόσα δε μπορούσε να μη χαίρεται με τα ρούχα αυτά μα ο έμπορος δυσαρεστήθηκε από την εμφάνιση του Αλιόσα.
— Νόμισα πως θα μου ’στελνες κανονικό άνθρωπο στη θέση του Συμεών, είπε ο έμπορος κοιτάζοντας τον Αλιόσα από πάνω ως κάτω — κι εσύ μου φέρνεις εδώ ένα μυξιάρικο. Τι μπορεί να κάνει τούτος εδώ;
— Τα πάντα μπορεί. Και να ζεύει και να τρέχει εδώ κι εκεί και δουλεύει σα σκυλί· μόνο στην όψη μοιάζει με καλάμι, στην πραγματικότητα είναι όλος νεύρο.
— Μου φαίνεται πως αυτό θα το δω μόνος μου.
— Και το σπουδαίο είναι πως δεν αντιμιλάει. Δουλεύει με ζήλο.
— Τι να σε κάνω… Άφησέ τον.
Κι ο Αλιόσα άρχισε να μένει στον έμπορο. Η οικογένεια του εμπόρου δεν ήταν μεγάλη: η νοικοκυρά, η γριά μάνα του, ο μεγάλος γιος, παντρεμένος, με στοιχειώδη μόρφωση, ήταν στη δουλειά μαζί με τον πατέρα του, κι ο άλλος γιος, μορφωμένος, τελείωσε το Γυμνάσιο και πήγε στο Πανεπιστήμιο μα τον έδιωξαν από κει και καθόταν στο σπίτι· κι ακόμα ήταν κι η κόρη, κοπελίτσα του Γυμνασίου.
Στην αρχή ο Αλιόσα δεν τους άρεσε. Παραήταν χωριάτης: και άσχημα ντυμένος και τρόπους δεν είχε: μιλούσε σ’ όλους στον ενικό. Μα σύντομα τον συνήθισαν. Τους υπηρετούσε καλύτερα κι απ’ τον αδερφό του, δεν αντιμιλούσε ποτέ, τον έστελναν σ’ όλες τις δουλειές και τα ’κανε όλα πρόθυμα και γρήγορα χωρίς να σταματά από τη μια δουλειά στην άλλη. Κι όπως στο σπίτι του, έτσι και στου εμπόρου, όλες οι δουλειές είχαν πέσει στον Αλιόσα. Όσο πιο πολλά έκανε τόσο περισσότερα του φόρτωναν. Η νοικοκυρά, η μάνα του αφεντικού, η κόρη του αφεντικού, ο γιος του αφεντικού, ο επιστάτης, η μαγείρισσα τον έστελναν μια εδώ και μια εκεί και τον έβαζαν να κάνει μια το ένα μια το άλλο. Άκουγες μόνο: «Τρέχα αδερφέ» ή «Αλιόσα, κανόνισε αυτό. — Τι έγινε, Αλιόσα, ξέχασες μήπως; Κοίτα μην ξεχάσεις, Αλιόσα». Κι ο Αλιόσα όλο έτρεχε, κανόνιζε, κοίταζε και δεν ξεχνούσε, κι όλα τα προλάβαινε κι όλο χαμογελούσε.
Τις μπότες του αδερφού του γρήγορα τις χάλασε και το αφεντικό τού τα ψάλε που γυρνούσε με τρύπιες μπότες και τα δάχτυλα έξω και τον πήγε στο παζάρι και τον έβαλε ν’ αγοράσει καινούριες μπότες. Οι μπότες ήταν καινούριες κι ο Αλιόσα τις χαιρόταν, όμως τα πόδια του ήταν τα παλιά και το βράδυ τον πονούσαν απ’ το τρέξιμο και θύμωσε με τις μπότες. Ο Αλιόσα φοβόταν μήπως ο πατέρας του θύμωνε όταν έρθει να πάρει τα λεφτά επειδή ο έμπορος έκοψε απ’ το μισθό του για να πληρώσει τις μπότες.
Το χειμώνα ο Αλιόσα σηκωνόταν προτού φέξει, έκοβε τα κούτσουρα, μετά σκούπιζε την αυλή, τάιζε την αγελάδα, τα άλογα, τα πότιζε. Μετά άναβε τη φωτιά, καθάριζε τις μπότες, τα ρούχα των αφεντικών, άναβε τα σαμοβάρια, τα καθάριζε, μετά τον φώναζε ο επιστάτης για να βγάλει το εμπόρευμα είτε η μαγείρισσα τον έβαζε να ζυμώσει ή να πλύνει τις κατσαρόλες. Μετά τον έστελναν στην πόλη για να πάει ένα σημείωμα σε κάποιον ή για να πάει την κόρη του αφεντικού στο Γυμνάσιο ή για ν’ αγοράσει καντηλόλαδο για τη γριά. «Πού χάνεσαι, ανάθεμά σε», του ’λεγαν πότε ο ένας πότε ο άλλος. «Γιατί να πάτε οι ίδιοι. Θα τρέξει ο Αλιόσα. Αλιόσκα! Ε, Αλιόσκα!» και ο Αλιόσα έτρεχε.
Έτρωγε πρωινό στο πόδι και σπάνια προλάβαινε να δειπνήσει με τους άλλους. Η μαγείρισσα τον έβριζε που έτρεχε παντού, όμως τον λυπόταν κιόλας και του άφηνε ζεστό φαγητό το μεσημέρι και το βράδυ. Ιδιαίτερα πολλή δουλειά έπεφτε κοντά στις γιορτές και μέσα στις γιορτές. Ο Αλιόσα χαιρόταν με τις γιορτές πολύ γιατί του δίναν χαρτζιλίκι, αν και λίγο —είχε μαζέψει 60 καπίκια—, όμως παρ’ όλα αυτά ήταν τα δικά του χρήματα και μπορούσε να τα ξοδέψει όπως ήθελε. Το μισθό του δεν τον έβλεπε στα μάτια του. Ο πατέρας ερχόταν, έπαιρνε απ’ τον έμπορο τα χρήματα και μόνο γκρίνιαζε στον Αλιόσα για το πόσο γρήγορα χαλά τις μπότες του. Όταν μάζεψε δυο ρούβλια από τα λεφτά αυτά του χαρτζιλικιού αγόρασε, όπως τον είχε συμβουλέψει η μαγείρισσα, μια κόκκινη πλεχτή ζακέτα κι όταν τη φόρεσε δεν μπορούσε να πάψει να χαμογελά από ικανοποίηση.
Ο Αλιόσα μιλούσε λίγο και πάντα κοφτά και απότομα κι όταν του ’διναν εντολή να κάνει κάτι, ή τον ρωτούσαν αν μπορεί να κάνει το ένα ή το άλλο, τότε πάντα και χωρίς κανένα δισταγμό έλεγε: — «Όλα μπορούν να γίνουν» —. Και τα έκανε στη στιγμή.
Προσευχές δεν ήξερε καθόλου. Αυτές που του ’χε διδάξει η μάνα του τις είχε όλες ξεχάσει μα παρ’ όλα αυτά προσευχόταν πρωί βράδυ, προσευχόταν με τα χέρια, έκανε το σταυρό του.
Έτσι έζησε ο Αλιόσα ενάμιση χρόνο και ξαφνικά, το δεύτερο μισό του δεύτερου χρόνου, του συνέβη το πιο ασυνήθιστο γεγονός της ζωής του. Το γεγονός συνίσταται στο ότι με μεγάλη του έκπληξη έμαθε ότι εκτός από τις σχέσεις που προκύπτουν μεταξύ των ανθρώπων λόγω ανάγκης υπάρχουν και άλλες σχέσεις, εντελώς ιδιαίτερες: που δε χρειάζεται να καθαρίσεις τις μπότες κάποιου ή να κουβαλήσεις δέματα ή να ζέψεις τ’ άλογο, αλλά σχέσεις τέτοιες που παρόλο που δεν έχεις την ανάγκη του άλλου ανθρώπου χρειάζεται να τον υπηρετείς, να τον χαϊδεύεις, και ότι ο ίδιος ο Αλιόσα είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Αυτό το έμαθε από τη μαγείρισσα την Ουστίνια. Η Ουστιούσα ήταν ορφανή, νέα, και δούλευε σαν κι αυτόν. Άρχισε να λυπάται τον Αλιόσα κι ο Αλιόσα αισθάνθηκε για πρώτη φορά πως κάποιος άνθρωπος έχει την ανάγκη αυτού του ίδιου και όχι της υπηρεσίας που προσφέρει. Όταν τον λυπόταν η μάνα του δεν το παρατηρούσε, του φαινόταν πως έτσι έπρεπε να ναι, πως είναι σαν να λυπάται ο ίδιος τον εαυτό του. Είδε όμως τώρα ξαφνικά πως η Ουστίνια, που είναι μια τελείως ξένη, τον λυπάται και του αφήνει στο τσουκάλι χυλό με βούτυρο κι όταν αυτός το τρώει, εκείνη, στηρίζοντας το πιγούνι της με το ξεμανίκωτο χέρι της, κάθεται και τον κοιτάει. Κι όταν αυτός σηκώσει το βλέμμα προς το μέρος της, εκείνη γελάει και γελάει κι αυτός.
Αυτό ήταν κάτι τόσο καινούριο και παράξενο που ο Αλιόσα στην αρχή τρόμαξε. Ένιωσε πως αυτό τον εμποδίζει να υπηρετεί όπως υπηρετούσε. Όμως, παρ’ όλα αυτά, ήταν χαρούμενος, κι όταν κοιτούσε το παντελόνι του, που του το ’χε καρικώσει εκείνη, κουνούσε το κεφάλι και χαμογελούσε. Συχνά την ώρα της δουλειάς ή στο δρόμο θυμόταν την Ουστίνια κι έλεγε: «Αχ, ναι Ουστίνια!» Η Ουστίνια τον βοηθούσε όπου μπορούσε κι αυτός βοηθούσε εκείνην. Του διηγόταν τη μοίρα της, πώς έμεινε ορφανή, πώς την πήρε η θεία της, πώς την έδωσαν στην πόλη, πώς ο γιος του εμπόρου είχε προσπαθήσει να την πείσει για κάτι ανοησίες και πώς αυτή τον έβαλε στη θέση του. Της άρεσε να διηγείται κι αυτός ευχαριστιόταν που την άκουγε. Είχε πάρει τ’ αυτί του ότι στις πόλεις συχνά συμβαίνει κάποιοι χωρικοί που δουλεύουν εργάτες να παντρεύονται μαγείρισσες. Μια φορά τον είχε ρωτήσει αν σκοπεύουν να τον παντρέψουν γρήγορα. Απάντησε πως δεν ξέρει και πως δε θέλει να παντρευτεί στο χωριό.
— Έχεις βάλει στο μάτι καμιά; — τον ρώτησε εκείνη.
— Εσένα θα σε παντρευόμουν. Δέχεσαι;
— Για δες το τσουκάλι πώς τα καταφέρνει ν’ απαντάει — είπε εκείνη και του ’δωσε ένα χτύπημα στην πλάτη. Γιατί να μη δέχομαι.
Τις απόκριες ο γέρος ήρθε στην πόλη για τα λεφτά. Η γυναίκα του εμπόρου είχε μάθει πως ο Αλιόσα σκέφτεται να παντρευτεί την Ουστίνια κι αυτό δεν της άρεσε. «Θα μείνει έγκυος και τι θα την κάνουμε με το μωρό». Το ’πε στον άντρα της.
Το αφεντικό έδωσε τα χρήματα στον πατέρα του Αλιόσα.
— Τι νέα; Καλά τα πάει ο δικός μου; ρώτησε ο χωρικός. Σου το ’πα πως δεν αντιμιλάει.
— Δεν αντιμιλάει μα σκέφτεται ανοησίες. Σκέφτεται να παντρευτεί τη μαγείρισσα. Κι εγώ δε σκοπεύω να κρατήσω παντρεμένους. Δε μας βολεύει.
— Χαζός είναι, χαζός, τι του πέρασε απ’ το μυαλό, είπε ο πατέρας. Μη σε νοιάζει. Θα του πω να τ’ αφήσει αυτά.
Πήγε στην κουζίνα ο πατέρας και κάθισε στο τραπέζι να περιμένει το γιο του. Ο Αλιόσα έτρεχε έξω για θελήματα και γύρισε λαχανιασμένος.
— Εγώ νόμισα πως ξέρεις το δρόμο σου κι εσένα τι σου πέρασε απ’ το μυαλό; είπε ο πατέρας.
— Εμένα, τίποτα.
— Πώς τίποτα. Θέλησες να παντρευτείς. Θα σε παντρέψω όποτε θα ’ναι καιρός. Θα σε παντρέψω μ’ αυτήν που πρέπει κι όχι με μια πόρνη από την πόλη.
Ο πατέρας είπε πολλά. Ο Αλιόσα στεκόταν και κοντανάσαινε. Όταν ο πατέρας τελείωσε, ο Αλιόσα χαμογέλασε.
— Και τι έγινε λοιπόν, δε θα το συνεχίσω.
— Έτσι μπράβο.
Όταν ο πατέρας έφυγε κι έμεινε μόνος του με την Ουστίνια (εκείνη στεκόταν πίσω απ’ την πόρτα κι άκουγε τι έλεγε ο πατέρας στο γιο του) της είπε:
— Η δουλειά μας δεν προχωράει, δε θα γίνει. Άκουσες; Έγινε έξω φρενών, δε μ’ αφήνει.
Εκείνη άρχισε να κλαίει πάνω στην ποδιά της, χωρίς να μιλάει.
Ο Αλιόσα έκανε τς τς τς.
— Πώς να μην υπακούσω; Είναι φανερό πως πρέπει να τ’ αφήσουμε.
Το βράδυ, όταν η γυναίκα του εμπόρου τον φώναξε να κλείσει τα παντζούρια, του είπε:
— Τι έγινε, άκουσες τον πατέρα σου ν’ αφήσεις τις ανοησίες;
— Φαίνεται πως τις άφησα, είπε ο Αλιόσα, γέλασε κι ύστερα έβαλε τα κλάματα.
Από τότε ο Αλιόσα δεν ξαναμίλησε στην Ουστίνια για γάμο και ζούσε όπως πριν.
Τη Σαρακοστή ο επιστάτης τον έβαλε να καθαρίσει τη σκεπή από τα χιόνια. Αυτός σκαρφάλωσε στη σκεπή, την καθάρισε κι άρχισε μετά να σπάζει τον πάγο από τα λούκια. Τα πόδια του όμως γλίστρησαν κι έπεσε με το φτυάρι. Αλλά για κακή του τύχη δεν έπεσε στο χιόνι μα στη σιδερένια οροφή της εξώπορτας. Η Ουστίνια κι η κόρη του εμπόρου έτρεξαν κοντά του.
— Χτύπησες, Αλιόσα;
— Ε, χτύπησα, εντάξει.
Θέλησε να σηκωθεί μα δεν μπόρεσε κι άρχισε να χαμογελάει. Τον κουβάλησαν στο σπίτι του φύλακα. Ήρθε ο βοηθός του γιατρού, τον εξέτασε και τον ρώτησε πού πονάει.
— Παντού πονάει αλλά εντάξει. Μόνο μη θυμώσει ο νοικοκύρης. Πρέπει να το μάθει ο μπαμπάς μου.
Έμεινε ξαπλωμένος δυο εικοσιτετράωρα ο Αλιόσα και την τρίτη μέρα φώναξαν τον παπά.
— Τι έγινε, δεν πιστεύω να σκοπεύεις να πεθάνεις; ρώτησε η Ουστίνια.
— Και τι έγινε; Έτσι κι αλλιώς, μήπως θα ζήσουμε; Αργά ή γρήγορα θα γίνει, είπε ο Αλιόσα μιλώντας γρήγορα, όπως πάντα. Σ’ ευχαριστώ, Ουστιούσα, που με λυπόσουν. Να λοιπόν που ήταν καλύτερα που δε μας άφησαν να παντρευτούμε τελικά, γιατί δε θα οδηγούσε πουθενά. Τώρα όλα πήγαν καλά.
Προσευχήθηκε μαζί με τον παπά, όμως μόνο με τα χέρια και την καρδιά. Στην καρδιά του πίστευε ότι όπως είναι εδώ καλά όταν υπακούς και δεν πληγώνεις κανέναν έτσι θα ’ναι κι εκεί καλά.
Μιλούσε λίγο. Ζητούσε μόνο να πιει νερό κι έδειχνε να ξαφνιάζεται με κάτι.
Ξαφνιάστηκε με κάτι, τεντώθηκε και πέθανε.
ЛЕВ ТОЛСТОЙ (Γιάσναγια Πολιάνα 1828 – Αστάποβο 1910). Ρώσος μυθιστοριογράφος και ηθικός στοχαστής. Αριστοκρατικής καταγωγής, έχασε νωρίς τους γονείς του και πέρασε τα νεανικά του χρόνια ανάμεσα σε άσωτο βίο και σε προσπάθειες για αυτοκυριαρχία και ενάρετη ζωή. Στη δεκαετία του 1850 δημοσιεύει έργα αυτοβιογραφικά ή εμπνευσμένα από τον Κριμαϊκό πόλεμο. Μετά το γάμο του (1862), ζει μια ήσυχη και ευτυχισμένη ζωή, καρπός της οποίας υπήρξαν τα μεγάλα μυθιστορήματά του: Κοζάκοι (1863), Πόλεμος και ειρήνη(1869), Άννα Καρένινα (1877). Μετά το 1879, ως διέξοδο σε μια βαθιά ψυχική κρίση, βρίσκει στήριγμα σε μια προσωπική θρησκευτική πίστη, η οποία αποκηρύσσει τον σύγχρονό του πολιτισμό και το βίο των απολαύσεων, και σε μια αντίληψη για την τέχνη της οποίας ιδανικό οφείλει να είναι η ανθρώπινη αδελφοσύνη. Αυτή την αντίληψη εκφράζουν και τα διηγήματά του που αναφέρονται στις συνθήκες διαβίωσης των χωρικών, όπως και το τελευταίο από τα σημαντικά μυθιστορήματά του, η Ανάσταση (1889).