Γερμανός φιλόσοφος. Γεννήθηκε το 1889 στο Baden και πέθανε στις 26 Μαΐου 1976 στο Φράιμπουργκ. Σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία, ιστορία και φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Kυρίαρχο ζήτημα της φιλοσοφίας του είναι το ερώτημα γύρω από την έννοια του είναι, ερώτημα το οποίο πραγματεύθηκε αρχικά στο έργο του. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή σπουδαίων φιλοσοφικών εργασιών που άσκησαν τεράστια επίδραση σε τομείς που εκτείνονται από τη φιλοσοφία μέχρι τη φυσική και τη λογοτεχνική κριτική. Ασπάστηκε τις ιδέες του Δανού φιλόσοφου Σέρεν Κίρκεγκααρντ και ανέπτυξε ένα σύστημα σκέψης που χαρακτηρίστηκε ως αθεϊστικός υπαρξισμός. Πραγματικά, θεωρούνταν ο κύριος εκπρόσωπος της γερμανικής υπαρξιστικής φιλοσοφίας μετά τον Καρλ Γιάσπερς και επηρέασε βαθιά το Ζαν Πολ Σαρτρ, ενώ υπήρξε ο κυριότερος κριτικός των σύγχρονων κοινωνικών ρευμάτων.
Ο Χάιντεγκερ παραμένει ένας φιλοσοφικός ογκόλιθος, ο σημαντικότερος φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, μπροστά στον οποίο στοχαστές όπως ο Σαρτρ φαντάζουν ελάχιστοι. Μικρό μόνο μέρος του έργου του έχει αποδελτιωθεί ενώ το «Είναι και Χρόνος» αποτελεί κείμενο πλατωνικών διαστάσεων. Είναι αναμφίβολα ο διασημότερος καταραμένος φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, με μέγεθος σκέψεως ανάλογο των Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ιμμάνουελ Καντ και Φρήντριχ Χέγκελ.
Η ζωή του
Kατάγονταν από γονείς καθολικούς και επειδή πρόθεση της οικογένειας του ήταν να γίνει ιερωμένος, το 1909 έγινε δόκιμος μοναχός σε τάγμα Ιησουιτών, το οποίο εγκατέλειψε για λόγους υγείας. Συνέχισε σπουδάζοντας θεολογία στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, όμως το 1911, εγκατέλειψε τις θεολογικές σπουδές, μαζί με την πρόθεσή του να γίνει ιερωμένος.
Έκτοτε ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, την ιστορία, τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες και υπήρξε μαθητής του Έντμουντ Χούσσερλ. Tο 1913 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή, υπό την επίβλεψη του Heinrich Rickert, νεοκαντιανού φιλόσοφου, ενώ το 1915 υπέβαλε τη διατριβή του για υφηγητής. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και το 1919 έγινε βοηθός του Έντμουντ Χούσσερλ ο οποίος είχε λάβει την έδρα της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Ως καθηγητής δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, [Marburg], από το 1923 έως το 1928 και το 1927, δημοσίευσε το κυριότερο έργο του «Είναι και Χρόνος», που ήταν αφιερωμένο στο δάσκαλό του, το οποίο θεωρείται ως σταθμός στην εξέλιξη της φιλοσοφίας του 20ού αιώνα και το 1928 έγινε καθηγητής φιλοσοφίας και διαδέχτηκε τον Χούσερλ στην έδρα της φιλοσοφίας.
Σχέσεις με το Γ΄Ράιχ
Τον Απρίλιο του 1933 επιλέχθηκε πρύτανης στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ και η επιλογή του ν’ αποδεχθεί τη θέση δημιούργησε αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα των πολιτικών προεκτάσεων της φιλοσοφίας του, καθώς η αποδοχή της θέσεως σήμαινε και αποδοχή του καθεστώτος. Στον πρώτο δημόσιο λόγο του ύμνησε το Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς και τον Αδόλφο Χίτλερ, που θεωρούσε ότι θα οδηγούσε το γερμανικό λαό στο ιστορικό του πεπρωμένο. Στο διάστημα που διατήρησε τη θέση του, επέβαλλε την εκκαθάριση του πανεπιστημίου από τις αντίθετες απόψεις με το καθεστώς και μετέτρεψε το Πανεπιστήμιο σε προπύργιο της Εθνικοσοσιαλιστικής προπαγάνδας, ενώ υπήρξε από το 1933 ως το 1945 μέλος του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.
Δεν έκρυψε ποτέ το θαυμασμό του για φιλοσόφους με εβραϊκή καταγωγή, όπως ο Γκέοργκ Ζίμελ και ο Ανρί Μπερξόν. Τον επόμενο χρόνο ήλθε σε διαμάχη με τους Εθνικοσοσιαλιστές, καθώς δεν υποστήριξε ούτε τον βιολογισμό ούτε τον αντισημιτισμό και υπέβαλλε ή εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την πρυτανεία, επειδή αρνήθηκε να υπογράψει την απόλυση 2 κομμουνιστών καθηγητών από το πανεπιστήμιο και του επιβλήθηκαν περιορισμοί, καθώς τον θεωρούσαν ύποπτο για υπόγεια κριτική στο καθεστώς.
Μεταπολεμικές διώξεις & αποκατάσταση
Οι διώξεις του συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του πολέμου και την πτώση του Γ’ Ράιχ, το 1945, καθώς του απαγορεύτηκε να διδάσκει, ενώ το 1946 του αφαιρέθηκε η έδρα από το πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, λόγω της στάσης του κατά την περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού. Τελικά το 1952, η η απαγόρευση ήρθη, όμως το ζήτημα της αναμείξεως του με το Εθνικοσιαλιστικό καθεστώς παρέμεινε σημείο τριβής για πολλά ακόμη χρόνια. Αποχώρησε το 1959 από την καθηγητική έδρα και συνταξιοδοτήθηκε, όμως συνέχισε -μέχρι το τέλος της ζωής του- να δημοσιεύει κείμενα και να δίνει διαλέξεις σε όλο τον κόσμο. Μετά το θάνατό του δημοσιεύθηκε μια συνέντευξη, παρά την οποία παρέμειναν ερωτηματικά για τη στάση του, που είχε παραχωρήσει το 1966, στην οποία υποστηρίζει ότι δέχτηκε τη θέση του πρύτανη, προσπαθώντας να αντιταχθεί στην επέλαση του Εθνικοσοσιαλισμού στα πανεπιστήμια.
Ταξίδι στην Ελλάδα
Η παρουσία της Ελλάδος είναι έντονη στο σύνολο του έργου του και είναι συχνές οι αναφορές του στους Ηράκλειτο, Παρμενίδη, Σοφοκλή, Αντιγόνη και Πλάτωνα. Με αφορμή την επίσκεψη του στην Ελλάδα το 1962, ως επιβάτης του πλοίου «Γιουγκοσλαβία», έγραψε το έργο «Διαμονές:Το ταξίδι στην Ελλάδα», [1], στο οποίο περιγράφει τις εντυπώσεις του. Η περιγραφή του ταξιδιού του, ξεκινά με απόσπασμα από το ποίημα «Άρτος και Οίνος» του Χαϊλντερλίν, που είναι εμπνευσμένο από μια περιπλάνηση στον ελληνικό χώρο. Το πλοίο κατέπλευσε στην Κέρκυρα, στην Κεφαλλονιά, στην Ιθάκη και στο Κατάκωλο απ’ όπου κατευθύνθηκε οδικώς στην Ολυμπία. Ακολούθησαν η Κόρινθος, οι Μυκήνες, η Νεμέα, το Άργος, η Επίδαυρος, η Κνωσσός, η Φαιστός, η Πάτμος, η Δήλος, η Ρόδος και η Αττική, όπου επισκέφθηκε την Ακρόπολη, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Φάληρο, το Σούνιο και το Μοναστήρι της Καισαριανής, ενώ ολοκλήρωσε το ταξίδι με τις επισκέψεις στην Αίγινα και τους
Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ
Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ παρουσιάζεται κυρίως στην πρώτη της περίοδο ως ερμηνευτική περιγραφή της κάθε φορά συμπεριφοράς του ανθρώπου. Το ενδιαφέρον της περιγραφής αυτής δεν στρέφεται προς τον άνθρωπο ως άνθρωπο, δεν προέρχεται από ουμανιστική διάθεση (την οποία μάλιστα ο Χάιντεγκερ αποκρούει), αλλά γεννιέται από το γεγονός ότι –ανάμεσα στα διάφορα όντα– ο άνθρωπος έχει το προνόμιο να είναι το μόνο που μπορεί να ερευνά και, επομένως, το μόνο που μπορεί να συλλάβει και να κατανοήσει την έννοια της ύπαρξης, που αποτελεί το πραγματικό αντικείμενο της φιλοσοφίας.
Έχοντας τη δυνατότητα να στρέφεται ερευνητικά στη βάση της, η ύπαρξη ανήκει, κατά τον Χάιντεγκερ, μόνο στον άνθρωπο και δεν έχει καμιά σχέση με την απλή πλασματική πραγματικότητα ενός πράγματος ή ενός αντικειμένου του φυσικού κόσμου. Αν όμως η ύπαρξη ως δυνατότητα δημιουργίας μιας ερωτηματικής σχέσης με το Είναι είναι μια προϋπόθεση που ανήκει αποκλειστικά στον άνθρωπο, μόνο ο άνθρωπος επίσης είναι προικισμένος από τη μοίρα του να αποκτήσει συνείδηση της χρεοκοπίας και του αδύνατου της σχέσης αυτής. Μεταξύ του Είναι και της ανθρώπινης ύπαρξης ανοίγεται πράγματι ένα χάσμα.
Το Είναι, που είναι άπειρη δυνατότητα, φωτεινή αλλά κενή ακαθοριστία, παρουσιάζεται στο ανθρώπινο πεπερασμένο ως ένα αγωνιώδες Μηδέν, που καταβροχθίζει και εκμηδενίζει όλους τους θεσμούς και τις πραγματικότητες του κοινωνικού και φυσικού κόσμου. Μια ριζική ασημαντότητα διαποτίζει όλες τις αντικειμενικές μορφές του κόσμου. Η άποψη του Είναι είναι γι’ αυτό και άποψη του Μηδενός. Ο άνθρωπος δοκιμάζει το άγχος, δηλαδή την ιλιγγιώδη κατάρρευση ενός κόσμου που εξαφανίζεται και βυθίζεται στη διαυγή νύχτα του Μηδενός.
Στην προσπάθειά τους να λυτρωθούν από τη ριζική αυτή εμπειρία, οι άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο, κατά τον Χάιντεγκερ, σε έναν τρόπο ζωής –την αναυθεντική ύπαρξη– όπου το άγχος αντικαθίσταται και εξορκίζεται από τη φροντίδα, δηλαδή το ενδιαφέρον και την ανήσυχη προσοχή που δίνουν στα ταμπού και στις πλασματικές αξίες της καθημερινότητας.
Η αναυθεντική ύπαρξη είναι ο τρόπος ζωής του ανθρώπου μέσα στη μαζική κοινωνία, η ύπαρξη του ανώνυμου και μη πραγματικού αυτού υποκειμένου, που είναι το απρόσωπο, ο μέσος όρος των ανθρώπων, όπως διαμορφώνεται και διαπλάθεται από τις συμβάσεις και τις πίστεις –το λέγεται, το πιστεύεται, το γίνεται κλπ.– που επιβάλλονται από τις κοινωνικές συνήθειες και τις συμβατικότητες. Ο άνθρωπος γλιτώνει από το άγχος ή, καλύτερα, προσπαθεί να το καταστείλει και να το ξεχάσει, τοποθετώντας την πραγματικότητα σε μια σειρά συγκεκριμένων αντικειμένων, που μπορούν να επηρεαστούν από την τεχνική και με τα οποία προσπαθεί να καλύψει την εκμηδενιστική ακαθοριστία του Είναι. Ο κόσμος των πραγμάτων καλύπτει και κρύβει έτσι την αληθινή πραγματικότητα που είναι το Μηδέν.
Αγκιστρωμένοι στην πλασματική στερεότητα των αντικειμένων, οι άνθρωποι φαντάζονται ότι θα αντλήσουν από αυτή γαλήνη και ασφάλεια. Μέσα και όργανα για τη στερεοποίηση αυτή ή πραγματοποίηση του κόσμου, με την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να αποφύγει τη ριζική εμπειρία του Μηδενός, είναι η τεχνική και η επιστήμη. Ο υπαρξισμός του X. είναι ένας άθεος υπαρξισμός. Η χριστιανική πρόσκληση, να στραφούμε προς τον εαυτό μας για να βρούμε την αλήθεια που υπάρχει μέσα μας, δεν έχει θέση στις σελίδες του. Εκείνο που ο X. εννοεί λέγοντας αυθεντική ύπαρξη, είναι μάλλον η ικανότητα του ανθρώπου να δεχτεί και να ζήσει μέχρι το βάθος, χωρίς ψευδαπάτες και χωρίς ρητορείες, τη μοίρα του, δηλαδή το να υπάρχει για τον θάνατό του.
Η αυθεντικότητα εμφανίζεται όταν –αφού πέσουν όλες οι αξίες της καθημερινότητας– ο άνθρωπος βρεθεί ενώπιος ενωπίω με το Μηδέν και με την εμπειρία του τέλους, όπως ο ήρωας του περίφημου διηγήματος του Τολστόι Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς, τον οποίο ακριβώς μνημονεύει ο X. Εκείνη τη στιγμή πραγματικά, στην προσέγγιση δηλαδή του θανάτου, όλες οι αξίες στις οποίες ο Ιβάν Ίλιτς είχε ζητήσει να στηριχθεί σε όλη του τη ζωή –η οικογένεια, η σταδιοδρομία, η εντιμότητα, το αστικό αίσθημα της αξιοπρέπειας κλπ.– διαλύονται και αυτός μένει, χωρίς δυνατότητα παρηγοριάς και ψευδαπάτης, μπροστά στο εφήμερο της ύπαρξής του, που είναι προορισμένη να καταλήξει στο Μηδέν.
Στο φως των θεμάτων αυτών, που βρίσκουν την ανώτερη έκφρασή τους στο Είναι και Χρόνος, δηλαδή στο καλύτερο έργο του της πρώτης περιόδου, ο X. μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους αξιολογότερους ερμηνευτές της κρίσης που συγκλόνισε την Ευρώπη και ειδικότερα τη Γερμανία μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Γύρω στο 1940, έπειτα από μια μακρά περίοδο σιωπής, η σκέψη του X. φαίνεται να παίρνει διαφορετικό δρόμο και να μπαίνει σε νέα περίοδο. Εξαφανίζονται οι μηδενιστικοί τόνοι της πρώτης εποχής. Και με τη μελέτη της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και ίσως περισσότερο ακόμα των προσωκρατικών, ο X. επιστρέφει στην ιδέα πως η αλήθεια είναι όχι μόνο μια αποκάλυψη, αλλά και πως η αποκάλυψη αυτή γίνεται διαμέσου της γλώσσας του ανθρώπου και ιδιαίτερα του ποιητή.
Ο λόγος, η γλώσσα είναι ο οίκος του Είναι. Στον οίκο αυτό κατοικεί και ο άνθρωπος που, ως τέτοιος, αποκαλύπτει διαρκώς, δίνοντάς του τον τρόπο να εκδηλωθεί, το Είναι, του οποίου –κατά την έκφραση του X.– είναι ο λειτουργός. Τα πρόσωπα διαμέσου του λόγου των οποίων αποκαλύπτεται το Είναι είναι οι φιλόσοφοι και οι ποιητές. Το απελπιστικό όραμα της πρώτης περιόδου διαδέχεται έτσι, σύμφωνα με τη θεωρία του X., η νοσταλγική αναπόληση μιας πατριαρχικής εποχής όπου οι θεοί δεν είχαν ακόμα φύγει από τον κόσμο και στην οποία οι άνθρωποι ζούσαν σε άμεση και μυστηριακή σχέση με το Είναι.
Ξαναγυρίζει έτσι το όνειρο της αρχαίας Ελλάδας, όχι όμως της Ελλάδας του Αριστοτέλη, αλλά της Ελλάδας όπως την ονειροπολούσε ο Χέλντερλιν, δηλαδή της μυθικής εκείνης εποχής –πριν από την εμφάνιση της επιστήμης και της διαλεκτικής σκέψης– όπου, όπως λέει ο X., η λογική, η ηθική και η φυσική δεν ήταν ακόμα χωριστές σφαίρες, αλλά μέρη μιας ενιαίας και αδιαίρετης Ολότητας. Τον αθεϊσμό της πρώτης περιόδου διαδέχεται μια αόριστη και δύσκολο να προσδιοριστεί θρησκευτικότητα, στην οποία μερικές φορές φαίνεται ότι μπορούμε να συλλάβουμε την οδύνη και τη νοσταλγία του X. για τη μυθική εποχή του Oμήρου, όπου οι θεοί ζούσαν ανακατεμένοι με τους ανθρώπους.
Ο Χάιντεγκερ θεωρεί τον εαυτό του φιλόσοφο του Όντος. Με το Ον (Είναι) δεν εννοεί τα όντα, αλλά το είναι αυτό καθεαυτό. Πριν προχωρήσει σε εξηγήσεις διερευνά, όπως ο Καντ, ποιες είναι οι δυνατότητες της ανθρώπινης ύπαρξης στο σύνολό της. Θεμελιώδης κατηγορία ύπαρξης για το Χάιντεγκερ είναι η «εγκοσμιότητα», δηλαδή η ύπαρξη μέσα στον κόσμο. Κόσμος δεν υπάρχει χωρίς τον άνθρωπο και άνθρωπος χωρίς τον κόσμο δε νοείται.
Συνεχίζοντας την ανάλυση αυτή ο Χάιντεγκερ επισημαίνει ότι το «είναι» του ανθρώπου αποτελεί η μέριμνα είτε προς τον κόσμο (κοσμομέριμνα) είτε προς τον άνθρωπο (ανθρωπομέριμνα). Με την πρώτη ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τα όντα, με τη δεύτερη έρχεται σε επαφή με τον άλλο άνθρωπο. Η ανθρώπινη ύπαρξη, ενώ από τη φύση της είναι αυθεντική, μπορεί να καταντήσει αναυθεντική λέγοντας ό,τι «λέγεται», σκεπτόμενη όσα «σκέφτονται» οι πολλοί, συνηθίζοντας ό,τι «συνηθίζεται». Έρχεται, όμως, η στιγμή του θανάτου και τότε αναπόφευκτα ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι «υπάρχω» αυθεντικά σημαίνει «υπάρχω προς θάνατο».
Ύστερα από μία στροφή που συμβαίνει γύρω στο 1940, ο Χάιντεγκερ αλλάζει δρόμο και πορεύεται από το Είναι προς τον άνθρωπο. Σε αυτό συνετέλεσαν βασικά ο Πλάτωνας και οι προσωκρατικοί. Όπως ο Πλάτωνας υποστήριξε ότι το αγαθό βρίσκεται «επέκεινα της ουσίας», έτσι και ο Χάιντεγκερ δέχεται το «συμβαίνον» πέρα από το «είναι», το οποίο θεωρεί όρο τόσο του ανθρώπου (νοείν) όσο και της ύπαρξης. Για την αλήθεια, που η κλασική μεταφυσική θεωρεί ως συμφωνία διάνοιας και πράγματος, ο Χάιντεγκερ απαντά ότι αυτή είναι γεγονός αποκάλυψης και όχι συμφωνίας, όπως την αποδίδει η ελληνική λέξη αλήθεια, δηλαδή έξοδος από τη λήθη, στέρηση της λήθης.
Έτσι ο Χάιντεγκερ απελευθερώνεται από την αντίληψη της αλήθειας ως αναπαράστασης, που οδήγησε τη Δύση στο μηδενισμό. Στο ερώτημα αν η φιλοσοφία μπορεί να σώσει την ιστορία και τον άνθρωπο, ο Χάιντεγκερ απαντά καταφατικά, όχι όμως με την παραδοσιακή της μορφή. Ομολογεί ότι ο ίδιος δεν είναι φιλόσοφος, αλλά διανοητής. Υπάρχει, κατά το Χάιντεγκερ, ακόμη ένα είδος ανθρώπου που μεριμνά πνευματικά, ο ποιητής. Αυτός κρατά το δεσμό με το «ον» διασώζοντας την αλήθεια.
Σπουδαιότερα έργα του: «Είναι και χρόνος» (1927), «Ο Καντ και το πρόβλημα της μεταφυσικής» (1929), «Τι είναι μεταφυσική;» (1929), «Η θεωρία του Πλάτωνα για την αλήθεια» (1942), «Εισαγωγή στη μεταφυσική» (1953), «Τι είναι φιλοσοφία;» (1956), «Στο δρόμο προς τη γλώσσα» (1959), «Νίτσε» (1961), «Ηράκλειτος» (1970), «Η πραγματεία του Σέλιγκ για την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας» (1971).
Πηγή και Wikipedia