Η Μπίλι Χόλιντεϊ που γεννήθηκε σαν σήμερα 7 Απριλίου του 1915, ήταν Αμερικανίδα τραγουδίστρια και τραγουδοποιός της τζαζ. Περισσότερο γνωστή για τις ερμηνείες της σε συνθέσεις άλλων μουσικών και τις φωνητικές ικανότητές της, η ίδια έγραψε περιορισμένο αριθμό τραγουδιών, ορισμένα από τα οποία συγκαταλέγονται στα κλασικά του τζαζ ρεπερτορίου, όπως τα Lady Sings the Blues και God Bless the Child. Χαρακτηρίζεται συχνά ως η επιφανέστερη τραγουδίστρια στην ιστορία της τζαζ, λαμβάνοντας υπόψη και την επίδραση που άσκησε σε μεταγενέστερους καλλιτέχνες. Ερμήνευσε επίσης τραγούδια του μπλουζ ρεπερτορίου. Θεωρείται πως οι εγκάρδιες ερμηνείες της βρίσκονται στον αντίποδα των περισσότερο χαρούμενων αυτοσχεδιασμών της Έλα Φιτζέραλντ.
Γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια αλλά μεγάλωσε στην Βαλτιμόρη. Σε παιδική ηλικία απέκτησε το παρωνύμιο Μπίλι πιθανώς λόγω της εκτίμησης που έτρεφε για την ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου Μπίλι Νταβ (Billie Dove), ενώ αργότερα υιοθέτησε το επώνυμο του πατέρα της, ελαφρά παραλλαγμένο (Halliday), με το οποίο ξεκίνησε την επαγγελματική σταδιοδρομία της στο τραγούδι. Ο τζαζ μουσικός Λέστερ Γιανγκ τής έδωσε επίσης το γνωστό παρωνύμιο Lady Day.
Τα παιδικά της χρόνια χαρακτηρίστηκαν από έντονες δυσκολίες. Ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένεια αρνούμενος να αναγνωρίσει την πατρότητα της Χόλιντεϊ, κάτι που τελικά έκανε μόνο μετά την πρώτη επαγγελματική επιτυχία της. Ο ίδιος ήταν επίσης μουσικός, παίζοντας κιθάρα σε μεγάλες ορχήστρες (big bands).
Η ζωή της Μπίλι Χόλιντεϊ υπήρξε πολυτάραχη όσο και αυτοκαταστροφική: Εργάστηκε ως πόρνη από τα 14, ο μουσικός πατέρας της την παράτησε μικρή γεγονός που την στιγμάτισε, ανέπτυξε μια θυελλώδη σχέση με την μητέρα της, η οποία πέθανε στα 38 της (η ίδια πέθανε στα 44 της χρόνια), είχε σχέσεις και με άντρες και με γυναίκες, έκανε φυλακή και αναμορφωτήριο, ήταν εξαρτημένη από ναρκωτικά και αλκοόλ, οι περισσότεροι άντρες με τους οποίες συνδέθηκε την κακομεταχειρίζονταν, λόγω χρώματος δεν της επέτρεπαν να μπαίνει από την κεντρική είσοδο στους χώρους που τραγουδούσε -ενώ το όνομα της ήταν πρώτο στη μαρκίζα. Η ίδια παρέμεινε μέχρι τέλους ασυμβίβαστη και ντόμπρα, χωρίς ποτέ της να κατηγορήσει κανέναν για τις επιλογές της ζωής της.
Η ενασχόλησή της με το τραγούδι ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τραγουδώντας σε μικρούς χώρους του Μπρούκλιν.
Ο μουσικός παραγωγός και κυνηγός ταλέντων Τζον Χάμοντ ήταν ο πρώτος που διέκρινε τις δυνατότητές της και οργάνωσε τις πρώτες ηχογραφήσεις της, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε συνεργασία με τον συνθέτη της jazz Μπένι Γκούντμαν. Από το 1935 ηχογραφούσε συστηματικά, αποκτώντας σταδιακά ένα ευρύτερο ακροατήριο. Υπήρξε από τις πρώτες Αφροαμερικανίδες τραγουδίστριες που συμμετείχαν σε ορχήστρα λευκών, συνεργαζόμενη με τον Άρτι Σο (Artie Shaw) το 1938, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940 αποτελούσε μία από τις δημοφιλέστερες τραγουδίστριες.
Την ίδια περίοδο, πολλά προβλήματα σημάδευαν την προσωπική ζωή της, σε αντιδιαστολή με την επιτυχημένη επαγγελματική εξέλιξή της. Άρχισε να χρησιμοποιεί ναρκωτικές ουσίες καταδικαζόμενη σε φυλάκιση το 1947, ενώ συνδέθηκε συχνά με συντρόφους που την κακομεταχειρίστηκαν. Σε συνδυασμό με την εξάρτηση από το οινόπνευμα, η υγεία της επιδεινώθηκε. Συνέχισε να τραγουδά και να περιοδεύει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, ωστόσο η φωνή της τραχύνθηκε εμφανώς από τις καταχρήσεις. Πέθανε από κίρρωση του ήπατος σε ηλικία 44 ετών και σε δεινή οικονομική κατάσταση, έχοντας απωλέσει τα κέρδη της από τη μουσική.