Αν οι νευροϊατρικές πρακτικές -φαρμακολογικές ή άλλες- είναι ήδη σε θέση να επεμβαίνουν στη βαθύτερη δομή του εγκεφάλου ενός ασθενούς για να βελτιώσουν την κατάσταση της υγείας του, θα ήταν άραγε εξίσου επιτρεπτή, δηλαδή κοινωνικά δίκαιη ή ηθικά αποδεκτή, η προσφυγή σε τέτοιες νευροτροποποιητικές επεμβάσεις από άτομα με υγιή εγκέφαλο; Ποιος πρέπει να αποφασίζει, σε μια κοινωνία ελεύθερης αγοράς, πότε και από ποιον είναι επιτρεπτή η χρήση τέτοιων νευροδιεγερτικών ουσιών ή νευροβελτιωτικών επεμβάσεων όχι για θεραπευτικούς σκοπούς αλλά για να βελτιώνει κανείς τις εγκεφαλικές του επιδόσεις; Σε αυτά και σε πολλά άλλα καυτά κοινωνικά ζητήματα επιχειρεί σήμερα να απαντήσει η Νευροηθική: ένα πεδίο έρευνας που διερευνά τις ηθικές συνέπειες και αξιολογεί τις κοινωνικές επιπτώσεις από την ανάπτυξη των νευροεπιστημών και κυρίως της νευροτεχνολογίας.
Πλήθος ιατρικών δημογραφικών μελετών προβλέπουν ότι στο άμεσο μέλλον (τις δύο επόμενες δεκαετίες) θα υπάρξει μια ραγδαία αύξηση των νευροεκφυλιστικών παθήσεων, όπως είναι η νόσος Πάρκινσον ή η νόσος Αλτσχάιμερ, οι οποίες σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού. Προβλέπεται επίσης η εμφάνιση νέων επιδημικών φαινομένων κατάθλιψης ή διαταραχών της προσοχής ακόμη και σε άτομα νεαρής ηλικίας.
Δεδομένου ότι ο μέσος όρος ζωής στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης έχει αυξηθεί σημαντικά, διατυπώνεται η εξαιρετικά δυσοίωνη πρόβλεψη ότι μέχρι το 2030 περίπου το 50% του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών θα υποφέρει από κάποια νευρολογική ασθένεια! Αν τα τελευταία 30 χρόνια το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί σημαντικά, για τα επόμενα 30 χρόνια προβλέπεται ότι ο μέσος όρος ζωής θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Υπολογίζεται ότι το 2020 το προσδόκιμο ζωής των αντρών θα αυξηθεί περίπου κατά 3 χρόνια, ενώ των γυναικών κατά περίπου 4 χρόνια. Ενώ το 2030 η ζωή των ανδρών θα επιμηκυνθεί κατά περίπου 4 χρόνια και των γυναικών κατά 5 (!).
Τα προβλήματα που θα ανακύψουν από αυτή την αύξηση του μέσου όρου ζωής των ανθρώπων, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, θα είναι ασφαλώς μεγάλα και δυσεπίλυτα. Μέχρι σήμερα τέτοια προβλήματα αντιμετωπίζονταν, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς, από το Κράτος Πρόνοιας που διέθετε η κάθε χώρα. Και η πολιτική των χωρών της Ε.Ε., καθώς και η απόφασή της για άμεση παράταση του χρόνου συνταξιοδότησης των πολιτών της, σχετίζεται στενά με αυτές τις προβλέψεις. Ομως, τα μικρο- ή μακρο-πολιτικά προβλήματα και οι γνωστές αντιπαραθέσεις των κομμάτων αποτελούν τη μία μόνο όψη του προβλήματος.
Μια άλλη διάσταση του προβλήματος είναι ότι ο εγκέφαλος δεν βγαίνει ποτέ στη σύνταξη. Συνεπώς, η διαχείριση της ψυχοφυσικής υγείας των ηλικιωμένων, έτσι ώστε η αύξηση του προσδόκιμου της ζωής τους να συνεπάγεται όχι απλώς μια παράταση ζωής αλλά και μια ζωή άξια να τη ζήσει κανείς, αποτελεί σήμερα ένα μείζον κοινωνικό και επιστημονικό ζήτημα. Και ήδη υπάρχουν επιστημονικοί τρόποι για να βελτιώσουμε, ως άτομα και ως κοινωνία, την ποιότητα ζωής των υπερηλίκων, αρκεί βέβαια να υπάρχει η πολιτική βούληση.
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει από την ανάγνωση τέτοιων ανησυχητικών στατιστικών στοιχείων είναι: μπορούν οι πρόσφατες κατακτήσεις των νευροεπιστημών να συμβάλουν στην αντιμετώπιση αυτών των σοβαρών νευροεκφυλιστικών παθήσεων;
Μολονότι για πολλές από αυτές τις ασθένειες δεν υπάρχει ακόμα πραγματική θεραπεία, σε αρκετές περιπτώσεις είναι ήδη εφικτή, μέσω της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, η επιβράδυνση ή η καταστολή της εκδήλωσης των συμπτωμάτων τους. Ενώ σε πρώιμο πειραματικό στάδιο βρίσκονται νέες και πολλά υποσχόμενες θεραπευτικές μέθοδοι. Για παράδειγμα η «βαθιά εγκεφαλική διέγερση», δηλαδή η εμφύτευση μικροηλεκτροδίων στις πληγείσες περιοχές του εγκεφάλου με την ελπίδα να επιτευχθεί η μερική αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας, καθώς και η περίφημη «μεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων» τα οποία, θεωρητικά, θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τους εκφυλισμένους ή κατεστραμμένους νευρικούς ιστούς.
Ο διαφανής εγκέφαλος
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει ότι χάρη στην εντυπωσιακή πρόοδο των νευροεπιστημών τα τελευταία χρόνια, ο εγκέφαλός μας, έδρα των ανομολόγητων συναισθημάτων μας και των πιο μύχιων σκέψεών μας, έχει γίνει όχι μόνο διαφανής στην επιστημονική γνώση αλλά και δυνητικά χειραγωγήσιμος από όποιους κατέχουν αυτή τη γνώση. Πράγματι, ήδη οι ειδικοί είναι σε θέση να εντοπίζουν και να αναλύουν με νευροβιολογικούς όρους τις εγκεφαλικές δομές που ενεργοποιούνται όταν π.χ. ερωτευόμαστε, όταν μαθαίνουμε ή απομνημονεύουμε κάτι, όταν λέμε ψέματα, όταν κοιτάζουμε ένα έργο τέχνης ή το αγαπημένο μας πρόσωπο.
Οπως μάλιστα υποδεικνύουν ορισμένες πρόσφατες έρευνες, αυτές οι «ιδιωτικές» εγκεφαλικές διεργασίες επιτελούνται με σχετικά διαφορετικό τρόπο από έναν αρσενικό και από έναν θηλυκό εγκέφαλο. Αν αυτό ισχύει πράγματι, τότε ο εγκέφαλος των ανδρών διαφέρει, τόσο από μικροανατομική όσο και από λειτουργική άποψη, από αυτόν των γυναικών! Πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα ανακάλυψης των νευροεπιστημών, που αν παρερμηνευθεί -σκοπίμως ή από άγνοια- υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να οδηγήσει σε ξεπερασμένες και επικίνδυνες κοινωνικές προκαταλήψεις σχετικά με τα δύο φύλα.
Μια άλλη εντυπωσιακή ανακάλυψη των νευροεπιστημών αφορά στην εξαιρετική «πλαστικότητα» του εγκεφάλου: όταν ο εγκέφαλός μας μαθαίνει καινούργια πράγματα και βιώνει νέες εμπειρίες, ή όταν υποστεί κάποιο σοβαρό τραυματισμό, διαθέτει εφ’ όρου ζωής την ικανότητα να αναδιοργανώνεται, μπορεί δηλαδή να ανανεώνει συνεχώς τα νευρωνικά του κυκλώματα. Αυτή η αισιόδοξη και φαινομενικά αθώα διαπίστωση έχει, ωστόσο, σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις και δημιουργεί δυσεπίλυτα ηθικά προβλήματα.
Η κυρίαρχη μέχρι χθες εικόνα του ενήλικου εγκεφάλου ως μιας στατικής και οριστικά παγιωμένης βιολογικής μηχανής, η οποία όταν λειτουργεί φυσιολογικά παράγει σχεδόν αυτόματα τον νου, ενώ όταν δυσλειτουργεί παράγει νοητικές ασθένειες (νευρολογικές ή και ψυχιατρικές παθήσεις), αποδεικνύεται εξαιρετικά προβληματική και θα πρέπει να θεωρείται πλέον ξεπερασμένη.
Η «ηθική μηχανή» και η «μηχανή της ηθικής»
Είναι, ή μάλλον θα έπρεπε να είναι, ολοφάνερο ότι η ανάπτυξη των νευροεπιστημών, και ειδικά της νευροθεραπευτικής, έχει ζωτική σημασία για την ποιότητα ζωής και το μέλλον μας. Ωστόσο, η εισαγωγή νέων διαγνωστικών και θεραπευτικών μεθόδων ενέχει, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο της «γενικευμένης ιατρικοποίησης» των πιο ιδιωτικών πτυχών της ανθρώπινης ζωής. Με άλλα λόγια την άκρως απειλητική προοπτική να εκχωρήσουμε στη δικαιοδοσία μιας παντοδύναμης βιοϊατρικής εξουσίας ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια της καθημερινής μας ζωής. Επομένως, η συντελούμενη στις μέρες μας «νευροεπιστημονική επανάσταση» έχει μια βαθύτατη ηθικο-πολιτική διάσταση και γεννά εύλογα ερωτήματα και ανησυχίες:
1Είναι θεμιτός, και σε ποιες περιπτώσεις, ο έλεγχος ή και η βελτίωση με νευροτεχνολογικά μέσα των νοητικών μας ικανοτήτων; Και αν μπορούμε να γνωρίζουμε τις ψυχονοητικές ικανότητές μας, θα πρέπει να επιτρέπεται η καταγραφή τους σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία και η χρήση τους για την αξιολόγησή μας;
2Αραγε, τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά μας και η προσωπικότητά μας εξαντλούνται από την πλήρη επιστημονική περιγραφή του εγκεφάλου μας;
3 Αν, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι επιφανείς νευροεπιστήμονες, η προσωπική μας ταυτότητα ή, αν προτιμάτε, η «ψυχή» μας ταυτίζεται με τον εγκέφαλό μας, τότε τι νόημα μπορεί να έχει η περιβόητη «ελευθερία βουλήσεως» σε μια κοινωνία όπου οι ειδικοί (και όχι μόνο!) θα μπορούν να «διαβάζουν» τις σκέψεις μας πριν ακόμα τις κάνουμε;
Τέτοια ζητήματα αποτελούν το αντικείμενο έρευνας της «Νευροηθικής», ενός νεοσύστατου τομέα της Βιοηθικής που επιχειρεί να κατανοήσει τις συνέπειες που έχει για την κοινωνία και το άτομο η εκρηκτική ανάπτυξη της νευροεπιστήμης και των εφαρμογών της (νευροτεχνολογία).
Βέβαια, ο νεολογισμός «Νευροηθική» υποδηλώνει δύο συμπληρωματικά αλλά, για την ώρα, εντελώς ασύνδετα αντικείμενα έρευνας: αφενός την «ηθική των νευροεπιστημών», δηλαδή την ηθική αξιολόγηση των επιτευγμάτων και κυρίως των εφαρμογών της νευροεπιστήμης. Και αφετέρου τη «νευροεπιστήμη της ηθικής», δηλαδή την κατανόηση των εγκεφαλικών προϋποθέσεων και των νευροβιολογικών παραγόντων που επηρεάζουν τις ηθικές μας κρίσεις και γενικότερα την ηθική μας συμπεριφορά!
Για να κατανοήσει κανείς πώς οι νέες νευροτεχνολογικές πρακτικές εισβάλλουν στην καθημερινή μας ζωή δημιουργώντας ασυνήθιστα νευροηθικά προβλήματα, αρκεί να εξετάσει την όλο και συχνότερη προσφυγή σε προσωπικά νευροεγκεφαλικά δεδομένα από τα δικαστήρια. Πράγματι τα τελευταία χρόνια οι δικαστικές αποφάσεις επηρεάζονται σημαντικά από τις πολυάριθμες επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με τις νευροβιολογικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης εγκληματικότητας.
Για παράδειγμα, το αμερικανικό νομικό σύστημα πρώτο αποδέχτηκε, και σχεδόν επέβαλε, κατά την εκδίκαση υποθέσεων που ενδέχεται να επισύρουν τη θανατική ποινή, να γίνονται συστηματικές εξετάσεις του εγκεφάλου του κατηγορουμένου ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι πάσχει από κάποια σοβαρή νευρολογική ασθένεια. Μια δικαστική πρακτική που έχει πλέον υιοθετηθεί και από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Σήμερα, χάρη στις νέες απεικονιστικές μεθόδους, όπως η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) και η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI), μπορούμε να εντοπίσουμε επακριβώς τις ανατομικές ή και τις λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλούνται από ασθένειες ή τραύματα του εγκεφάλου. Και οι συνήγοροι υπεράσπισης καταφεύγουν συστηματικά σε τέτοιες εξετάσεις και νευρολογικές γνωματεύσεις, με την ελπίδα ότι θα τις χρησιμοποιήσουν ως ελαφρυντικό ή και, γιατί όχι, ως απαλλακτικό στοιχείο.
Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει σήμερα τις επιστημονικές κατακτήσεις και τις μεθόδους των νευροεπιστημών, ούτε καν η ανεξάρτητη και σχεδόν παντοδύναμη δικαστική αρχή. Το πρόβλημα ωστόσο είναι ποιος θα πρέπει να αποφασίζει για το πού βρίσκεται το όριο μεταξύ φυσιολογικής, παθολογικής ή εγκληματικής συμπεριφοράς. Από νομικής απόψεως, αυτό που προέχει είναι να καθοριστεί επακριβώς αν, απέναντι σε μια προδιάθεση (γενετική; ή εγκεφαλική;) να διαπράξει κανείς ένα έγκλημα, υπάρχει στον νου του κατηγορουμένου μια ηθική ή νευρολογική «τροχοπέδη», ένα αντίβαρο που θα του επέτρεπε όχι μόνο να έχει επίγνωση της παραβατικής του συμπεριφοράς αλλά και να είναι σε θέση να την ελέγχει: αν δηλαδή μπορεί να θεωρηθεί ο ίδιος υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Οταν όμως ο κατηγορούμενος δεν διαθέτει αυτό το «φρένο», λόγω κάποιας διαγνώσιμης εγκεφαλικής ανωμαλίας, τότε θα πρέπει προφανώς να χαρακτηριστεί «ασθενής» και όχι «υπαίτιος». Ο Γιόσουα Γκριν, καθηγητής Νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αξιοποίησης των νευροεπιστημονικών μεθόδων κατά την απονομή της Δικαιοσύνης, είναι απολύτως πεπεισμένος ότι έχει έλθει η ώρα για μια ριζική αναθεώρηση των παραδοσιακών αντιλήψεών μας περί υπαιτιότητας και ενοχής σε ό,τι αφορά ορισμένα εγκλήματα. Δηλώνει μάλιστα ρητά ότι «η συμπεριφορά μας εξαρτάται από διεργασίες που συντελούνται στον εγκέφαλό μας, με τον οποίο έχουμε απλώς προικιστεί, και από τίποτε άλλο».
Βέβαια, δεν συμφωνούν όλοι με τόσο ακραίες αναγωγιστικές αντιλήψεις, οι οποίες επιπλέον παραβλέπουν τις κοινωνικές ή ηθικές παραμέτρους της ανθρώπινης εγκληματικότητας. Αυτή ωστόσο η συστηματική αποσιώπηση των κοινωνικών-οικονομικών αιτιών της εγκληματικότητας ενέχει πολύ σοβαρούς κίνδυνους: αφενός υπονομεύει την αυθεντία της νομικής εξουσίας και μας προϊδεάζει για την έλευση μιας νέας μορφής κοινωνικής αυθαιρεσίας, και αφετέρου ανοίγει τον δρόμο σε μια πρωτόγνωρη εκμετάλλευση των νέων κατακτήσεων της νευροεπιστήμης. Ισως τα βαθύτερα κίνητρα για την κοινωνική αξιοποίηση των πρόσφατων γνώσεών μας για τον ανθρώπινο εγκέφαλο να μην είναι οι νεωτερικές ιδέες περί ελεύθερης βούλησης, κοινωνικής δικαιοσύνης και ελευθερίας αλλά, αντίθετα, η μετανεωτερική αναγκαιότητα να αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι ως ανώνυμες βιολογικές μονάδες και όχι πλέον ως «πρόσωπα» υπεύθυνα για τις πράξεις τους.
Πάντως, από όσα αναφέραμε μέχρι τώρα θα πρέπει να έγινε σαφές ότι στα παραπάνω καυτά επιστημονικά και κοινωνικά ζητήματα ούτε μπορούν ούτε και πρέπει να τα απαντήσουν μόνοι τους οι ειδικοί. Οι ίδιοι οι πολίτες θα πρέπει να αποφασίζουν, αφού βέβαια πρώτα ενημερωθούν κατάλληλα, για το τι πρέπει να θεωρείται κοινωνικά εφικτό και τι ευκταίο από όλες τις δυνατές εφαρμογές των νευροεπιστημών.
Από τον ΣΠΥΡΟ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ