Το ευρώ του 2002 έφερε χαρά και αισιοδοξία στη χώρα μας και στην τσέπη μας που περήφανα ενώθηκε με τις τσέπες των άλλων Ευρωπαίων. Το ευρώ του 2010 φέρνει φτώχεια, ακρίβεια, φόβο και ανασφάλεια για την εικόνα της χώρας, αλλά και για τη ζωή του καθενός από εμάς…
Η Ελλάδα της ευημερίας, του πλούτου και της άνεσης, κάνοντας ταμείο, συνειδητοποιεί, ή τουλάχιστον μαθαίνει ο πολίτης της, πως χρωστάει 350 δισ. ευρώ σε όλους αυτούς που φρόντιζαν να περνάμε καλά με δανεικά αλλά όχι και αγύριστα!
Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα, όλοι μας αναρωτιόμαστε για το χάλι μας, ψάχνουμε να βρούμε τους ενόχους και ασφαλώς πιστεύουμε ότι δεν φταίμε εμείς για το κατάντημά μας.
Η ψυχολογία μας έπεσε κατακόρυφα, τα λεφτά μας αρχίσαμε να τα μετράμε περισσότερο, ενώ η ακρίβεια καλά κρατεί σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας, από το καλάθι της νοικοκυράς μέχρι το περίπτερο της γειτονιάς.
Δεν είναι καθόλου συμπτωματικό το η κατήφεια και η απαισιοδοξία κυοφορούν σενάρια φόβου ή τρόμου για την επικείμενη πτώχευση, την κοινωνική εξέγερση και την πλήρη εξαθλίωση της ζωής μας.
Ο μεγάλος εραστής της ζωής μας είναι το ΔΝΤ και όλοι αυτοί οι «σοφοί» που έρχονται και φεύγουν αφήνοντας πίσω τους ελπίδες ή συντρίμμια. Το μνημόνιο είναι ίσως το πιο δημοφιλές μήνυμά μας, αφού απ’ αυτό εξαρτάται το πώς θα ξυπνήσουμε το πρωί και πώς θα κοιμηθούμε το βράδυ. Τα οικονομικά μέτρα είναι ο εφιάλτης που τρίζει τα δόντια του, ανάλογα με το εάν χόρτασε απ’ αυτά που μας ρουφάει ή θα χρειαστεί περισσότερο ανθρώπινο πόνο και συμπίεση της αξιοπρέπειας εκείνου ή εκείνων που πρέπει να πληρώσουν το «μάρμαρο».
Οι πολιτικοί ξιφουλκούν στην προσπάθεια διάσωσης της χώρας. Κάποιοι προσδοκούν τη δικαίωση και κάποιοι άλλοι προσδοκούν να κερδίσουν την εξουσία με ανέξοδες υποσχέσεις. Χωρίς αμφιβολία, η προσπάθεια υπάρχει και η αγωνία εκφράζεται με πολλούς τρόπους να αποφύγουμε τα χειρότερα…
Για τα καλύτερα ελπίζουμε .. Νοσταλγούμε το παρελθόν στην ψευδοεφορία, στον ευκαιριασμό από τη διαφθορά, προσφιλές σπορ στην ελληνική πραγματικότητα, απόρροια του χρηματιστηριακού παραδείσου μέχρι την κόλαση του οικονομικού αφανισμού και της αυτοκτονίας που μας έφερε…
Πολλοί λένε «το πάρτι τελείωσε, τα φώτα σβήσανε, πάμε να κοιμηθούμε ευχαριστημένοι». Όλοι μας όμως σίγουρα αναρωτιόμαστε: «Ποια είναι η επόμενη μέρα για μας, τα παιδιά μας, το αύριο αυτής της χώρας;». Φταίμε όλοι μας γι’ αυτό; Πρέπει να τιμωρηθούν αυτοί που τα έφαγαν; Όλοι θα λέγαμε «ναι». Άλλωστε το «σύνδρομο της αρένας» χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, το «να δικάζω» εκείνον που φταίει σήμερα και αύριο να δικάζουν οι υπόλοιποι εμένα…
Έχουμε τη δύναμη να σώσουμε αυτήν τη χώρα; Έχουμε βάλει μυαλό βλέποντας τα λάθη του παρελθόντος; Μπορούμε να μην καταδικάσουμε τους νέους μας στη φυλακή της ανεργίας και της ανέχειας; Μπορεί ο Νεοέλληνας να αγαπάει τη χώρα που τον γέννησε, να γίνει πιο υπεύθυνος και νόμιμος, μη βλέποντας μόνο το «μικρό του βασίλειο»;
Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει η οικονομική κρίση, που άλλωστε δεν είναι μόνο ελληνική. Αυτό που ίσως νιώθω αισιόδοξα να γράψω σ’ αυτό το άρθρο μου, είναι ότι κάθε κρίση μπορεί να φέρει την κάθαρση – κάθε συνειδητοποίηση της κατρακύλας μπορεί να τη σταματήσει. Το κυνήγι του πλούτου και της ματαιοδοξίας μιας ύλης που τελειωμό δεν έχει, σίγουρα τώρα μας οδηγεί γυμνούς σε μια πολύ μεγάλη αλήθεια: την ανθρώπινη αξία.
Η γενιά που εγώ γεννήθηκα πάλεψε μέσα από τα χαλάσματα της κατοχής και του εμφύλιου σπαραγμού. Η φτώχεια και η πείνα μας θέριεψαν, μας έκαναν αχόρταγους, αδηφάγους, υλιστές μπροστά σε μια κοινωνία του δήθεν, του επίπλαστου και της επίφασης. Χάσαμε τις ανθρώπινες σχέσεις μας, χτίσαμε τη γη μας με σπίτια που πιστέψαμε ότι είναι το αποκούμπι του μόχθου μας, αποτέλεσμα των βιωμάτων μιας φτωχής, γκρεμισμένης Ελλάδας, προσπαθήσαμε να κερδίσουμε περισσότερα κυνηγώντας τον καταναλωτισμό και τη συσσώρευση πλούτου ως επίδειξη και επιτυχία.
Γεμίσαμε κατάθλιψη τα άδεια σπίτια μας εργαζόμενοι αμέτρητες ώρες καθημερινά και οργανώσαμε απρόσωπες αστικές, φοβικές κοινωνίες. Στα παιδιά μας δείξαμε τον δρόμο του χρήματος ως αξίας και μηδενίσαμε τα οράματά τους και το δικαίωμα της άμιλλας. Οι νέοι μας μάθανε ότι το χρήμα ανοίγει τις κλειστές πόρτες, ενώ βίωσαν τη δική τους ζωή βολεμένοι στον δικό μας αγώνα, που τους πρόσφερε ύλη και αγαθά, αγοράζοντας όμως το συναισθηματικό κενό και την έλλειψη ψυχικής στήριξης και αγάπης προς αυτούς.
Φτιάξαμε ταξικές συνειδήσεις και κατηγοριοποιήσαμε τους ανθρώπους βάσει του χρήματος και της δόξας που εγγυήθηκε η παρουσία του «ισχυρού φίλου», αποτέλεσμα του πολιτικού συστήματος που μας ανέθρεψε.
Η φιλία έγινε «δημόσιες σχέσεις» ζητώντας όλο και περισσότερο το βόλεμα, τον ευκαιριασμό, τον εύκολο πλουτισμό μιας συναλλαγής που η μίζα ήταν η βασική μητέρα της διαφθοράς. Το κράτος δεν ήταν ο στόχος μας – που ουσιαστικά δεν μάθαμε ποτέ ποιο είναι αυτό –, πιστεύοντας ότι δεν μας αφορά, και αν μας ενοχλούσε με την παρουσία του, μπορούσαμε ο καθένας με τον τρόπο του να το στείλει να πνιγεί. Όλοι μας είχαμε το άλλοθι πως ο φόρος δεν είναι πόρος του κράτους, αλλά χρήμα των κομμάτων. Έτσι δεν νιώθαμε ενοχές για το φτωχό μας κράτος αφού ως πολίτες νιώθαμε πιο πλούσιοι και δυνατοί!
Όλα αυτά πιστεύω ότι ήταν η νεότερη Ελλάδα μας και εμείς τα καμάρια της…
Ήλθε όμως η ώρα της αποκάλυψης μιας ζωής που απλώς μας φανέρωσε πως τα ψέματα τελείωσαν. Οι άνθρωποι όμως υπάρχουν. Είναι καιρός να ασχοληθούμε με όλα αυτά που μας αξίζουν και μας δίνουν το νόημα να παλέψουμε, βλέποντας επιτέλους αυτήν τη χώρα «δική μας υπόθεση».
του Θάνου Ασκητή