Ο Μανόλης Αναγνωστάκης κάνει εδώ κριτική απέναντι στη νέα γενιά που εξαντλεί την αγωνιστικότητά της (εναντίον της δικτατορίας υποτίθεται) με εκ του ασφαλούς εκδηλώσεις σε συντροφιές, με τραγούδια γενικής και αόριστης διαμαρτυρίας, με συζητήσεις γενικού θεωρητικού περιεχομένου και αντιστασιακής γυμναστικής.
Κανονικά δεν πρέπει να ’χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ’ άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρόν και δραστικό — κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Μας γέρασαν προώρως Γιώργο , το κατάλαβες;).
- Νέοι της Σιδώνος (1940)
Οι νέοι του ποιήματος συμπεριφέρονται με όλες τις (ψευτο)ενδείξεις του προοδευτισμού, αλλά στο βάθος αυτός ο προοδευτισμός τους είναι μια «διαμαρτυρία» για προσωπικό ατομικό μόνο λόγο = για περιορισμούς στους όρους της προσωπικής – ατομικής τους ζωής.
Τον Αναγνωστάκη τον ενοχλεί αυτή η λεκτική μόνο και θεατρική εικόνα των νέων, σε μια εποχή που η έμπρακτη συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα ήταν το αποκλειστικό – το μόνο και το πρώτο απ’ όλα που ταίριαζε σε μια νεολαιίστικη και γνήσια προοδευτική (= αγωνιστική) συμπεριφορά.
Όμως τούτοι οι νέοι θύμιζαν στο βάθος τους Σιδώνιους νέους του Καβάφη – και ο εστετισμός εκείνων ντύνεται εδώ με άλλα «ενδύματα» και με φραστικές φιγούρες του συρμού.
Γι’ αυτό και όλο το κείμενο του Αναγνωστάκη τους συμπεριφέρεται με έναν τόνο προϊούσης ειρωνείας, ντυμένης με λόγο καθημερινό και λέξεις – χαρακτηρισμούς της δικής τους ορολογίας.
Ο τελευταίος του στίχος – εκτός από το νόημά του – είναι επιπλέον και ένας διασυρμός αυτής της ορολογίας (καημός του πάσχοντος Ανθρώπου – προβληματική του καιρού – άμεσο και δραστικό παρών), με το επίτηδες επιλεγμένο στυλ λαϊκής σχεδόν αργκό: = μας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;
Οι Σιδώνιοι νέοι συμβολίζουν τους βολεμένους, καλοζωϊσμένους ανθρώπους που ενώ ιδεολογικά έχουν και εκφράζουν προοδευτικές αντιλήψεις απουσιάζουν παντελώς από τη δράση.
Τους χαρακτηρίζει η μεγαλοστομία αλλά τελικά διακατέχονται από ατομικισμό και δεν συμμετέχουν στους συλλογικούς αγώνες, ούτε μπορούν ουσιαστικά να κατανοήσουν την αξία τους(όπως και εκείνοι του Καβάφη)
Τα ποιήματα του Αναγνωστάκη κρατούν έναν τόνο χαμηλόφωνο και εξομολογητικό, ξεκινούν από το ατομικό περιστατικό αλλά εκφράζουν μαζί και την διάψευση των ελπίδων της γενιάς του
Το πρόβλημα της στάσης σε μια εποχή ταραγμένη από τα πάθη και την ιδεολογική σύγχυση είναι βασικό στοιχείο της ποίησής του, επίσης ένα αίσθημα απαισιοδοξίας ως αποτέλεσμα πικρής εμπειρίας
Πηγή Μαρία Αμοργιανού